το Πρόγραμμα της Συναυλίας

Πρόγραμμα Συναυλίας

Do you hear the people sing?

Από το μιούζικαλ "Les Misérables". Μουσική: Claude-Michel Schönberg. Στίχοι: Herbert Kretzmer. Χορωδιακή επεξεργασία: Σωκράτης Τουμπεκτσής. Ενορχήστρωση: Γιώργος Κοκκινάκης.

----------

Το "Do you hear the people sing?" είναι ένα από τα κυριότερα και πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια του μιούζικαλ "Les Misérables (Οι Άθλιοι)". Στην πρωτότυπη γαλλόφωνη παραγωγή του 1980 ο τίτλος του είναι "À la volonté du peuple (με την βούληση του λαού)". Αργότερα, το 1985, παρουσιάστηκε η αγγλόφωνη παραγωγή, η οποία και αποτελεί ένα από τα μακροβιότερα θεατρικά μιούζικαλ. Σε αυτήν το κομμάτι τραγουδιέται δύο φορές, στην 1η πράξη και επαναλαμβάνεται στο φινάλε του έργου. Την πρώτη φορά αναφέρεται στην εξέγερση των φοιτητών στους δρόμους του Παρισιού. Είναι η γνωστή Ιουνιανή ή Παρισινή Εξέγερση του 1832, η οποία ήταν μια εξέγερση των Παριζιάνων Ρεπουμπλικάνων στην προσπάθειά τους να καταργήσουν την μοναρχία του βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου. Ο θάνατος του στρατηγού Ζαν Μαξιμιλιάν Λαμάρκ που ήταν μεταρρυθμιστής και πολύ αγαπητός στον λαό αποτέλεσε την σπίθα της εξέγερσης. Η δημόσια κηδεία του στρατηγού μετατράπηκε σε λαϊκή διαμαρτυρία από τους επαναστάτες, οι οποίοι έστησαν οδοφράγματα για να αντιμετωπίσουν τον στρατό και την εθνική φρουρά. Η εξέγερση διήρκησε δύο μέρες (5 και 6 Ιουνίου 1832) και τελικά κατεπνίγη στο αίμα χωρίς να έχει κανένα πολιτικό αποτέλεσμα. 

Ο συγγραφέας Βικτόρ Ουγκώ περιέγραψε την εξέγερση στο μυθιστόρημά του "Οι Άθλιοι", η οποία προβάλλεται σε μεγάλο βαθμό σε θεατρικά μιούζικαλ και ταινίες που βασίζονται στο βιβλίο. Το τραγούδι είναι μία επαναστατική έκκληση προς τον λαό να ξεπεράσει τις αντιξοότητες, ώστε να έχει μία καλύτερη ζωή. Στο τέλος του έργου το τραγούδι επαναλαμβάνεται με διαφορετικά λόγια, καθώς ο ετοιμοθάνατος Γιάννης Αγιάννης αποκαλύπτει το παρελθόν του στον Μάριο και την Τιτίκα. Λυτρωμένος πλέον πεθαίνει συναντώντας τις ψυχές της Φαντίνας, της Επονίνης, του Γαβριά και όσων σκοτώθηκαν στα οδοφράγματα, οι οποίες τον συνοδεύουν στον Παράδεισο. Το τραγούδι "Do you hear the people sing?" έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορέ σε διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε αρκετές χώρες του κόσμου.

----------

Do you hear the people sing, singing the song of angry men?
It is the music of a people who will not be slaves again!
When the beating of your heart echoes the beating of the drums,
there is a life about to start when tomorrow comes!

Will you join in our crusade? Who will be strong and stand with me?
Beyond the barricade is there a world you long to see?
Then join in the fight that will give you the right to be free!

Do you hear the people sing, singing the song of angry men?
It is the music of a people who will not be slaves again!
When the beating of your heart echoes the beating of the drums,
there is a life about to start when tomorrow comes!

They will live again in freedom in the garden of the Lord.
They will walk behind the plowshare, they will put away the sword.
The chain will be broken and all men will have their reward!

Will you join in our crusade? Who will be strong and stand with me?
Somewhere beyond the barricade is there a world you long to see?

Do you hear the people sing? Say, do you hear the distant drums?
It is the future that they bring when tomorrow comes!

Les rois du monde

Από το μιούζικαλ "Roméo et Juliette". Μουσική-Στίχοι: Gérard Presgurvic. Επεξεργασία: Γιώργος Κοκκινάκης.

----------

Το "Les rois du monde" είναι το πιο γνωστό και δημοφιλές τραγούδι από την γαλλική μουσική κωμωδία "Roméo et Juliette" (2001), η οποία βασίζεται στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ. Ερμηνεύεται στην πρώτη πράξη του μιούζικαλ από τους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τους ρόλους του Ρωμαίου, του Μερκούτιου και του Μπενβόλιο. Το τραγούδι κυκλοφόρησε ως single το 2000 γνωρίζοντας επιτυχία και εκτός μιούζικαλ, κατακτώντας και διατηρώντας την πρώτη θέση για πολλούς μήνες στα charts της Γαλλίας και του Βελγίου. Το μιούζικαλ παρουσιάστηκε σε πολλές πόλεις ανά τον κόσμο, ενώ μεταφράστηκε και σε αρκετές γλώσσες. Το τραγούδι "Les rois du monde (οι βασιλιάδες του κόσμου)" είναι μια κριτική στην ζωή των βασιλιάδων και στην λανθασμένη εντύπωση που υπάρχει ότι οι ηγεμόνες και ο κύκλος τους είναι το πιο ευτυχισμένο στρώμα της κοινωνίας, επειδή έχουν ό,τι επιθυμούν. Οι στίχοι τού τραγουδιού εκφράζουν την αντίθεση μεταξύ της ισχυρής ελίτ και των απλών ανθρώπων, αναδεικνύοντας τη χαρά και την αυθεντικότητα που υπάρχει στην καθημερινή ζωή, ενώ αμφισβητεί τον σκοπό, την απομόνωση και το κενό αυτών που βρίσκονται στην κορυφή. Παροτρύνουν δε τους απλούς ανθρώπους να έχουν μια αληθινή και ξέγνοιαστη ζωή χωρίς δεσμεύσεις από κοινωνικές προσδοκίες ή ηθικές κρίσεις.

----------

Les rois du monde vivent au sommet.
Ils ont la plus belle vue mais y a un mais.
Ils ne savent pas ce qu'on pense d'eux en bas.
Ils ne savent pas qu'ici c'est nous les rois.

Les rois du monde font tout c'qu'ils veulent.
Ils ont du monde autour d'eux mais ils sont seuls.
Dans leurs châteaux là-haut ils s'ennuient.
Pendant qu'en bas nous on danse toute la nuit.

Nous on fait l'amour on vit la vie, jour après jour nuit après nuit.
À quoi ça sert d'être sur la terre, si c'est pour faire nos vies à g'noux?
On sait qu'le temps c'est comme le vent, de vivre y a qu'ça d'important.
On s'fout pas mal de la morale, on sait bien qu'on fait pas d'mal.

Les rois du monde ont peur de tout.
C'est qu'ils confondent les chiens et les loups.
Ils font des pièges où ils tomb’ront un jour.
Ils se protègent de tout même de l'amour.

Les rois du monde se battent entre eux.
C'est qu'y a d’la place mais pour un pas pour deux.
Et nous en bas leur guerre on la f'ra pas.
On sait même pas pourquoi tout ça c'est jeux de rois.

Nous on fait l'amour on vit la vie, jour après jour nuit après nuit.
À quoi ça sert d'être sur la terre, si c'est pour faire nos vies à g'noux?
On sait qu'le temps c'est comme le vent, de vivre y a qu'ça d'important.
On s'fout pas mal de la morale, on sait bien qu'on fait pas d'mal.

Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη

Μουσική-Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος. Χορωδιακή επεξεργασία: Βασίλης Χατζηνικολάου. Ενορχήστρωση: Γιώργος Κοκκινάκης.

----------

Το τραγούδι "Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη" ανήκει στον δίσκο "Το Περιβόλι του Τρελλού" που κυκλοφόρησε στα τέλη του 1969. Όπως αποκάλυψε αργότερα ο Διονύσης Σαββόπουλος το "παλικάρι" του τραγουδιού, δεν αναφερόταν στον στρατηγό της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Γεώργιο Καραϊσκάκη, αλλά στον Τσε Γκεβάρα. Ο ίδιος αναφέρει: «Το τραγούδι αυτό γράφτηκε το '68 στο Παρίσι που κάναμε βόλτες στα οδοφράγματα. Ήταν ο Μάης του '68. Το τραγούδι ήταν εμπνευσμένο από τον Τσε Γκεβάρα, από την υπέροχη εκείνη αφίσα, όπου βλέπεις έναν όμορφο νέο, με την επανάσταση στα μάτια του, που είναι χαμογελαστός και έχει και ένα πούρο. Για αυτόν το έγραψα, χωρίς να αναφέρεται βέβαια πουθενά το όνομά του, ούτε και κανένα άλλο όνομα μες στο κείμενο του τραγουδιού. Όταν ήρθε η ώρα να το ηχογραφήσω το ’69, μου λέει ο Πατσιφάς (ιδρυτής της εταιρείας Lyra) ότι αυτό δεν πρόκειται να περάσει από τη λογοκρισία της Χούντας. Οπότε έβαλα ότι είναι ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, με την πεποίθηση ότι τον στρατηγό της Ρούμελης και γιο της καλόγριας, όπως τον λέγανε τον Καραϊσκάκη, δεν θα τον ενοχλούσε να χρησιμοποιηθεί ως κάλυψη για τον Τσε Γκεβάρα. Αλλά και ο κομαντάντε Τσε, εάν εγνώριζε τον Καραϊσκάκη, πολύ ευχαρίστως θα δεχότανε να καλυφθεί από αυτόν».

----------

Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος
εικόνες ξεχύνονται με μιας
Πού πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος
κι' ολόισια στο θάνατο κολυμπάς

Και όλες οι αντένες μιας γης χτυπημένης
μεγάφωνα κι' ασύρματοι από παντού
Γλυκά σε νανουρίζουν κι εσύ ανεβαίνεις
ψηλά στους βασιλιάδες τ' ουρανού

Ποιος αλήθεια είμ' εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
Προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ

Πού πας παλικάρι πομπές ξεκινούνε
κι' οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό
ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε
κι ο ύμνος σου τραντάζει το ναό

Ποιος αλήθεια είμ' εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
Προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ

Στη συγκέντρωση της Ε.Φ.Ε.Ε.

Μουσική-Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος (1944-). ​Επεξεργασία: Γιώργος Κοκκινάκης.

----------

Το τραγούδι "Στη συγκέντρωση της Ε.Φ.Ε.Ε." γράφτηκε στην δεκαετία του 1960 και κυκλοφόρησε αργότερα το 1975 με τον δίσκο "10 χρόνια κομμάτια", όταν πια οι συνθήκες της λογοκρισίας το επέτρεψαν. Ο Σαββόπουλος έγραψε το τραγούδι με αφορμή την συγκέντρωση της Ε.Φ.Ε.Ε. το 1964 για το Βιετνάμ, εποχή που η Αθήνα παλλόταν από διαδηλώσεις και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Η Ε.Φ.Ε.Ε. (Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδος) ήταν η τριτοβάθμια οργάνωση όλων των φοιτητικών συλλόγων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της Ελλάδας. Ιδρύθηκε το 1963 και την περίοδο που γράφτηκε το τραγούδι οργάνωνε και συμμετείχε σε μαζικές αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, όπως π.χ. για το Κυπριακό, για τον πόλεμο στο Βιετνάμ κ.ά. Όπως ο ίδιος αναφέρει - και όπως φαίνεται και από τους στίχους - το τραγούδι συνδυάζει το ερωτικό με το πολιτικό στοιχείο.

----------

Η πλατεία ήταν γεμάτη
με το νόημα που ‘χει κάτι απ’ τις φωτιές.
Στις γωνίες και τους δρόμους
από συντρόφους οικοδόμους φοιτητές.
Κι εσύ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου
κι ήσουν φως μου κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή.
Σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή.

Η πλατεία ήτανε άδεια
και τρελός απ’ τα σημάδια σα σκυλί.
Με συνθήματα σκισμένα
σ’ έναν έρωτα για σένα έχω χυθεί.
Στ’ αμφιθέατρο σε ψάχνω
στους διαδρόμους και τους δρόμους
και ζητώ πληροφορίες και υλικό.
Να φωτίσω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό.

Η πλατεία είναι γεμάτη
κι απ’ το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί.
Στον αγώνα του συντρόφου
στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή.
Στα παιδιά και τους εργάτες
στους πολίτες στους οπλίτες
στα πλακάτ και τη σκανδάλη που χτυπά.
Η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά.

Η ενδεκάτη εντολή

Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος. Στίχοι: Νίκος Γκάτσος. Επεξεργασία: Γιώργος Κοκκινάκης.

----------

Στα μέσα της δεκαετίας του '80 η Νάνα Μούσχουρη, μετά από ένα μεγάλο διάστημα απουσίας στο εξωτερικό, επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεργάζεται με τον συνθέτη Γιώργο Χατζηνάσιο και τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, οι οποίοι έγραψαν για τη φωνή της δώδεκα καινούργια τραγούδια στο άλμπουμ "Η Ενδεκάτη Εντολή" (1985). Ο δίσκος έγινε πλατινένιος σε χρόνο ρεκόρ και πολλά από τα τραγούδια του κυκλοφόρησαν μεταφρασμένα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η μυστηριώδης και απροσδιόριστη "Ενδεκάτη Εντολή" του ομώνυμου τραγουδιού έδωσε τροφή για διάφορες ερμηνείες, δεδομένου ότι ο Γκάτσος δεν είχε δώσει ποτέ εξήγηση για τους στίχους του. Κάποιοι λένε ότι είναι η αγάπη, άλλοι δε ότι είναι η υποχρέωση κάθε ανθρώπου να συμμετέχει στο γίγνεσθαι και να μην αδιαφορεί ή σιωπά για όσα συντελούνται γύρω του. Ο Χατζηνάσιος σε συνέντευξή του λέει ότι είναι η ελευθερία, ενώ η Μούσχουρη σε αντίστοιχη συνέντευξη στο ραδιόφωνο αναφέρει: «Ίσως να είναι όλες οι εντολές που δεν σεβόμαστε στη ζωή. Νομίζω ότι η ενδεκάτη εντολή είναι η συνείδηση του ανθρώπου. Αν σέβεσαι τις ελευθερίες του άλλου. Είναι κάπως αυτογνωσία η ενδέκατη εντολή. Ο καθένας θα έπρεπε να γνωρίζει τον εαυτό του πολύ καλά και να προσπαθεί να μην κάνει κάτι στον άλλο, το οποίο δεν θα ήθελε να υποστεί ο ίδιος.».

----------

Ρίξ' ένα βλέμμα σιωπηλό
στον κόσμο τον αμαρτωλό
και δες η γη πώς καίει.
Και με το χέρι στην καρδιά
αν δε σ' αγγίξει η πυρκαγιά
ψάξε να βρεις ποιος φταίει.

Σα χαμοπούλι ταπεινό
που δεν εγνώρισ' ουρανό
και περπατάει στο χώμα,
την ενδεκάτη εντολή
δεν τη σεβάστηκες πολύ
γι' αυτό πονάς ακόμα.

Είναι καινούργια και παλιά
σαν της ψυχής την αντηλιά
σαν της καρδιάς τα βάθη.
Μα μες του κόσμου τη φωτιά
που μπερδευτήκαν τα χαρτιά
κανείς δε θα τη μάθει.

Τράβα να βρεις το Μωυσή
και ξαναρώτα τον κι εσύ
μήπως αυτός την ξέρει
την ενδεκάτη εντολή
που 'ν' ολοκάθαρο γυαλί
και κοφτερό μαχαίρι.

Στην παγωμένη σου ερημιά
το γέλιο γίνεται ζημιά
κι η ομορφιά σκοτάδι.
Έτσι είναι φίλε μου η ζωή
φέρνει τον ήλιο το πρωί
την καταχνιά το βράδυ.

Κάνε λοιπόν υπομονή
τώρα που φως δε θα φανεί
κι ούτε θα 'ρθει καράβι.
Την ενδεκάτη εντολή
την ξέρουν μόνο οι τρελοί
κι όλοι της γης οι σκλάβοι.

Το εμβατήριο της Μελισσάνθης (ορχηστρικό)

Από το έργο "Η Εποχή της Μελισσάνθης". Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις. Ενορχήστρωση: Γιώργος Κοκκινάκης.

----------

Οι διαδηλωτές πηγαίνοντας στην παρέλαση για τη βραδινή λαμπαδοφορία της απελευθέρωσης του 1944, συνάντησαν την Μελισσάνθη (αφηρημένη αναφορά στη γυναίκα του πολέμου, αλλά και προσωποποίηση της ελπίδας, των μεγάλων ιδανικών και της ελευθερίας). Την καταδιώξανε, την ποδοπάτησαν, της σπάσανε τα κόκαλα και την άφησαν στη γη νεκρή και έφυγαν τρέχοντας για να προλάβουνε τη παρέλαση.

Τον φίλο μας που χάσαμε

Από το έργο "Η Εποχή της Μελισσάνθης". Μουσική-Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις. Επεξεργασία-Ενορχήστρωση: Σωκράτης Τουμπεκτσής.

----------

Το τραγούδι "Τον φίλο μας που χάσαμε" ανήκει στο μουσικό έργο του Μάνου Χατζιδάκι "Η Εποχή της Μελισσάνθης" (έργο 37).  Το έργο έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και είναι σε ποίηση του ιδίου του συνθέτη. Αναφέρεται στην εποχή της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (1944) και στα γεγονότα που την σημάδεψαν. Τον ενδιέφερε πολύ εκείνη η εποχή της διάψευσης των ελπίδων και των ονείρων, που τη βίωσε άμεσα και οδυνηρά. Ο Χατζιδάκις ήδη από το 1945 είχε συλλάβει την ιδέα του έργου, όμως η πρώτη εικόνα αποτυπώνεται το 1965 στο ποίημά του "Μελισσάνθη" που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή "Μυθολογία". Τα κεντρικά μέρη αυτού του ποιήματος θα αποτελέσουν τον πυρήνα του μουσικού έργου, το οποίο συνέθεσε ανάμεσα στο 1970 και 1980. Η "Εποχή της Μελισσάνθης" απασχόλησε τον Χατζιδάκι επί μία δεκαετία - περισσότερο από κάθε άλλο έργο του με εξαίρεση την "Αμοργό". Κεντρική ιδέα αποτελεί η μορφή της Μελισσάνθης, αφηρημένη αναφορά στην γυναίκα του πολέμου, αλλά και προσωποποίηση της ελπίδας, των μεγάλων ιδανικών, της ελευθερίας. Η Μελισσάνθη χαμένη και ξεχασμένη οριστικά, τελικά, πεθαίνει ή δολοφονείται στην μεταπολεμική Ελλάδα. Ειδικά για "Τον φίλο μας που χάσαμε" ο Χατζιδάκις σημειώνει ότι αναφέρεται σε έναν 20χρονο φίλο του - τον Έκτορα Οικονομίδη - που τύφλωσαν και θανάτωσαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι, αφού τον έπιασαν με προδοσία. Το έργο έχει την μορφή καντάτας (σε 25 μέρη) για ώριμη γυναικεία φωνή, δύο νεανικές ανδρικές φωνές, μεικτή και παιδική χορωδία, ορχήστρα δωματίου και στρατιωτική μπάντα με βασικό όργανο το μπουζούκι. 

Το τραγούδι "Τον φίλο μας που χάσαμε" εκτελέστηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1978 στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος από την Παιδική Χορωδία των Χριστιανικών Μαθητικών Ομάδων (ΧΜΟ) Θεσσαλονίκης υπό τον Σωκράτη Τουμπεκτσή. Μετά από δύο χρόνια, τον Απρίλιο του 1980, παρουσιάστηκε η "Εποχή της Μελισσάνθης" ως ολοκληρωμένο έργο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ακολούθησε η παρουσίαση στον Μουσικό Αύγουστο του 1980 στο Ηράκλειο Κρήτης, ενώ το ίδιο έτος κυκλοφόρησε σε διπλό άλμπουμ με ερμηνευτές τους Μαρία Φαραντούρη, Ηλία Λιούγκο, Γιώργο Μιχαλισλή, Βασίλη Λέκκα, την Χορωδία του Τρίτου υπό την διεύθυνση του Αντώνη Κοντογεωργίου και την Παιδική Χορωδία "Ροτόντα" Θεσσαλονίκης υπό τη διεύθυνση του Σωκράτη Τουμπεκτσή. 

----------

Τον φίλο μας που χάσαμε μιαν άδικη στιγμή
κανείς δεν θα τον ξαναδεί να γέρνει ευλαβικά
στον επιτάφιο αποβραδίς στον ώμο μου ολονυχτίς
και το πρωί νωρίς νωρίς στον θάνατό του οριστικά.

Ποιος ήταν ποιος, ποιος ήταν ποιος και πού ‘χε γεννηθεί
κανείς δεν ξέ-, κανείς δεν ξέ- δεν ξέρει να το πει.
Ήτανε νέος σχεδόν παιδί και φίλος μας ως το πρωί.

Τώρα κανείς δεν περιμένει να τον δει
απ’ τη γωνιά του δρόμου να μας προσκαλεί.
Μια σφαίρα αστόχαστη μες στις πολλές και ξαφνική
τον πήρε μες σε μια στιγμή, άδικη και πικρή στιγμή.

Και τον ανάγκασε να ζει, αν ζει
στον ουρανό ή μες στη γη, κανείς δεν ξέρει να το πει.

Τον φίλο που αγαπήσαμε σε χρόνια μυθικά
κι έγινε εικόνα μαγική ενός καιρού που δεν γυρνά
ενός παιδιού που μας κοιτά με λύπη κι απορεί,
γιατί να φύγει ξαφνικά για πάντα ένα πρωί.

Ανοίγω το στόμα μου

Από το "Άξιον Εστί". Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης. Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης. Επεξεργασία: Γιώργος Κοκκινάκης.

----------

Το τραγούδι "Ανοίγω το στόμα μου" ανήκει στο έργο "Άξιον Εστί" που είναι μελοποίηση του ομώνυμου ποιήματος του Οδυσσέα Ελύτη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το "Άξιον Εστί" του Ελύτη αποτελεί ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Το έργο διατρέχει ολόκληρη την ιστορική περίοδο του ελληνικού έθνους. Από την γένεση "αυτού του κόσμου του μικρού, του μέγα", την ιστορική περιπέτεια και τα βάσανα του Ελληνισμού στην δεκαετία του 1940 (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος) έως την προφητική ενόραση των δεινών που επεσώρευσε η δικατατορία. Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση χωρισμένη σε τρία μέρη με ισάριθμους συμβολισμούς: Ι. Γένεσις, ΙΙ. Πάθη, ΙΙΙ. Δοξαστικόν (Άξιον Εστί). Ως προς την εσωτερική του διάρθρωση υπάρχουν επίσης τρία διαφορετικά στοιχεία: η Αφήγηση (αναγνώσματα), οι Ύμνοι (ψαλμοί) και τα Χορικά (άσματα). Για το πρώτο ο ποιητής χρησιμοποιεί τον πεζό λόγο, για το δεύτερο τον ελεύθερο λόγο και για το τρίτο τον μετρικό στίχο. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής, η αρχική αφορμή για να γράψει το ποίημα αυτό ήταν η διαμονή του στην Ευρώπη τα χρόνια από το 1948 ως το 1951. Εκεί - στο Παρίσι - είδε με δέος την τρομακτική αντίθεση ανάμεσα στο δράμα του τόπου μας και στην πλουσιοπάροχη ζωή των Γάλλων. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη να γράψει μία διαμαρτυρία για το άδικο, μία ποιητική δέηση με τη μορφή εκκλησιαστικής λειτουργίας. Όχι μόνο στη μορφή αλλά και στο περιεχόμενο, καθώς όλη η σύνθεση διαπερνάται από μια επίσης θρησκευτική-τελετουργική αντίληψη της ζωής: Γέννηση-Πάθος-Θάνατος-Ανάσταση-Αθανασία. Μετά από αρκετά χρόνια ποιητικής σύνθεσης το "Άξιον Εστί" κυκλοφόρησε το 1959, και χάρις σε αυτό εν πολλοίς ο Ελύτης βραβεύτηκε το 1979 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Τον Σεπτέμβριο του '60 ο Ελύτης συνάντησε τον Μίκη στην Αθήνα και του πρότεινε το έργο του για μελοποίηση. Του το ταχυδρόμησε στο Παρίσι, όπου στα επόμενα δύο χρόνια 1961-62 ο Θεοδωράκης συνέθεσε την μουσική. Η δομή και το ύφος του ποιήματος καθοδήγησε τον συνθέτη να δώσει στην μουσική του στοιχεία αφενός από τα ορατόρια του Μπαχ (με τις άριες, τα ρετσιτατίβα και τα κοράλ) και αφετέρου από την λειτουργία (με τις ψαλμωδίες, τα τροπάρια και τα αναγνώσματα). Ο συνθέτης μελοποίησε αποσπάσματα του έργου: έναν ύμνο από την Γένεση, τέσσερις ψαλμούς και πέντε άσματα από τα Πάθη, ενσωματώνοντας εδώ και τρία αναγνώσματα, και τέλος μία επιλογή στροφών από το Δοξαστικό. Ο ίδιος ονομάζει το έργο του "Λαϊκό Ορατόριο". Στα 1964, και πριν από την ζωντανή παρουσίαση στο ελληνικό κοινό, το έργο ηχογραφήθηκε κατ’ αρχάς σε στούντιο με συντελεστές τους Γρηγόρη Μπιθικώτση (τραγουδιστή), Θόδωρο Δημήτριεφ (ψάλτη), Μάνο Κατράκη (αφηγητή) και την χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου. Οι αντιδράσεις των ανθρώπων της δισκογραφικής εταιρίας κάθε άλλο παρά ένθερμες ήταν, εκφράζοντας τις αντιρρήσεις τους στο κατά πόσο πρέπει να κυκλοφορήσει ο δίσκος. Η πρώτη εκτέλεση του «Άξιον Εστί» έγινε τον Οκτώβριο του 1964 στην Αθήνα στο "Θέατρο Ρεξ - Μαρίκα Κοτοπούλη". Μολονότι ο Θεοδωράκης και ο Ελύτης είχαν αιτηθεί το Ηρώδειο, οι ιθύνοντες αρνήθηκαν λόγω της εμφάνισης ενός λαϊκού τραγουδιστή, όπως ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, στη σκηνή του Ηρωδείου. Εις πείσμα, ο Θεοδωράκης κάλυψε με δικούς του πόρους τα τεράστια έξοδα της συναυλίας, η οποία έτυχε ενθουσιώδους ανταπόκρισης από το κοινό. Έκτοτε το "Άξιον Εστί" ξεκίνησε ένα ταξίδι που δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν κι όποιες μεταβολές κι αν επέλθουν στην ελληνική μουσική και την ελληνική ποίηση.

Το "Ανοίγω το στόμα μου" είναι το τελευταίο τραγούδι από τα Πάθη. Προηγείται το τρίτο ανάγνωσμα "Προφητικόν", όπου ο ποιητής περιγράφει ταραγμένους καιρούς που θα συγκλονίσουν την ανθρωπότητα. Στο τέλος, όμως, δίνει το ελπιδοφόρο μήνυμα ότι ο άνθρωπος, τελικά, θα βγει νικητής. Η λυρική απόδοση της ίδιας ιδέας εκφράζεται με το άσμα που ακολουθεί. Πρόκειται για ένα ανυπέρβλητο ποίημα. Με λόγια γεμάτα ρομαντισμό και χρησιμοποιώντας στοιχεία γήινα ο Ελύτης περιγράφει των ανθρώπων τις ανησυχίες και τους έρωτές τους. Λόγια δροσερά συναντούν μοιρολόγια και βάσανα, η προσωπική θυσία ("χαράζω τις φλέβες μου") είναι ο δρόμος που θα ξαναοδηγήσει τα παιδιά στην αθωότητά τους και τα κορίτσια στον έρωτα. 

----------

Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές
και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.

Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα
και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών
και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
κρυφά για ν' ακούν των ερώτων τα θαύματα.

Ζαβαρακατρανέμια

Από το έργο "Επιχείρησις Απόλλων". Μουσική-Στίχοι: Γιάννης Μαρκόπουλος. Επεξεργασία: Γιώργος Κοκκινάκης.

----------

Το τραγούδι "Ζαβαρακατρανέμια" γράφτηκε από τον Γιάννη Μαρκόπουλο μέσα στη δεκαετία του ’60, γύρω στο 1966. Τραγουδισμένο από τον Νίκο Ξυλούρη περιέχεται στον δίσκο "Επιχείρησις Απόλλων" που κυκλοφόρησε το 1968 και αποτελεί την μουσική της ομώνυμης κινηματογραφικής ταινίας. Χαρακτηριστικό του τραγουδιού είναι τα λόγια του που ακούγονται ακαταλαβίστικα, και για την ερμηνεία των οποίων δόθηκαν διάφορες εκδοχές. Ότι, δηλαδή, το κρυφό μήνυμα του τραγουδιού ήταν αντιδικτατορικό, δεδομένου ότι κυκλοφόρησε στα χρόνια της Χούντας, και οι τραγουδοποιοί δεν μπορούσαν ούτε να εκφράζονται ελεύθερα ούτε και να βάζουν επαναστατικά λόγια μέσα σε ένα κομμάτι. Έτσι, για παράδειγμα, το "Ζάβαρα Κάτρα Νέμια Ίλεως" σημαίνει "Λάβαρα Μαύρα Ανέμισαν Έλεος".

Ο ίδιος, όμως, ο συνθέτης το 2007 σε συνέντευξή του στην εκπομπή του Λευτέρη Παπαδόπουλου "Συναντήσεις" στην ΕΡΤ, αναφορικά με το νόημα των στίχων, του είχε αποκαλύψει ότι το "Ζαβαρακατρανέμια" είναι ένα από τα μέρη ενός ανέκδοτου έργου του, μιας μουσικής τελετής που λέγεται "Ιδού ο Νυμφίος έρχεται". Το τραγούδι περιέχει πάρα πολλές σημαντικές λέξεις που είναι καθαρά ελληνικές. Το "Αλληλούια" δεν είναι η γνωστή εβραϊκή λέξη, αλλά είναι η Αλληλουχία, όπου κατά την εκφορά έφυγε το χ. Το "Ίλεως" είναι από το αρχαίο Ίλεως (που σημαίνει ευσπλαχνικός). Το "Ζάβαρα" αναφέρεται στην λέξη Ζευς που πολύ συχνά χρησιμοποιούν οι Κρητικοί - όπως καμιά φορά λένε "Μα το Ζα", τον Δία. "Λάμα" είναι η Λάμα του μαχαιριού. "Νάμα" σημαίνει Βάπτισμα. "Νέμια" σημαίνει Ησυχία. Όλες αυτές οι λέξεις μαζί ήταν μία έντονη διαμαρτυρία.

----------

Ζαβαρακατρανέμια ζαβαρακατρανέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ζαβαρακατρανέμια ίλεως ίλεως
Λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ίλεως ίλεως ίλεως
Ίλεως ίλεως νέμια
Ίλεως ίλεως ίλεως ίλεως
Λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια
Αλληλούια αλληλούια

Φίλοι κι αδέρφια

Από το θεατρικό έργο "Το μεγάλο μας τσίρκο". Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος. Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης (1921-2011). Επεξεργασία: Γιώργος Κοκκινάκης.

----------

Το "Φίλοι κι αδέρφια" ανήκει στα τραγούδια που γράφτηκαν για την θεατρική παράσταση "Το μεγάλο μας τσίρκο". Δημιουργός του θεατρικού έργου είναι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ενώ η μουσική είναι του Σταύρου Ξαρχάκου. Το έργο αποτελεί μία αλληγορία της διαδρομής της νεότερης ελληνικής ιστορίας από την Τουρκοκρατία και τα χρόνια του Όθωνα έως την Μικρασιατική Καταστροφή και την γερμανική Κατοχή. Το έργο ανέβηκε από τον θίασο Τζένης Καρέζη - Κώστα Καζάκου τον Ιούνιο του 1973 κατά τον τελευταίο χρόνο της επταετούς δικτατορίας. Τα αλληγορικά κείμενα, τα οποία ο συγγραφέας ευφυώς κατάφερε να διαφύγουν την λογοκρισία, καθώς και η μεγάλη κοσμοσυρροή έδωσαν στην παράσταση χαρακτήρα πολιτικής διαμαρτυρίας και πράξης αντίστασης εναντίον του καθεστώτος. Αποτέλεσμα ήταν το έργο να διακοπεί βίαια από την Χούντα τον Οκτώβρη του 1973 λίγο πριν από το Πολυτεχνείο. Το έργο ανεβαίνει ξανά μετά την μεταπολίτευση με τεράστια επιτυχία και πάλι. Τα τραγούδια, που είναι δομικά συστατικά της παράστασης και όχι συνοδεία ή υπόκρουση, ερμηνεύει ο Νίκος Ξυλούρης και κυκλοφορούν σε δίσκο το 1974. Σχετικά με το τραγούδι "Φίλοι κι αδέρφια" αυτό αναφέρεται στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, η οποία κατέληξε στην παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα και στην μετάβαση της Ελληνικής πολιτείας από την απόλυτη μοναρχία στην συνταγματική μοναρχία. 

----------

Φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεργιανούνε στα στενά
φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.

Γράφουν σημάδια, μηνύματα στο βασιλιά
σα δε φωνάξεις έβγα να το γράψεις
να μη σ’ ακούσουν τα σκυλιά βγάλε φωνή χωρίς μιλιά
σημάδια και μηνύματα στο βασιλιά.

Γη παιδεμένη με σίδερο και με φωτιά,
για κοίτα ποιον σου φέρανε καημένη
να σ’ αφεντεύει από ψηλά, τα κρίματά σου είναι πολλά,
γη που το σίδερο παιδέψαν κι η φωτιά.

Καίει το φυτίλι, ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά,
κάνουν βουλή συντακτική και γράφουν
το θέλημά τους στα χαρτιά κι η κοσμοθάλασσα πλατιά,
κάνουν βουλή, ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά.

Τρεις του Σεπτέμβρη μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
τι φέρνουνε στον βασιλιά, βαθιά γραμμένο στα χαρτιά
τρεις του Σεπτέμβρη μάνες, γέροι και παιδιά.