Έως σήμερα δεν υπάρχει ένας κοινός ορισμός του τι είναι έλλειψη, ένας ορισμός που να έχει συμφωνηθεί από το σύνολο των ενδιαφερόμενων μερών. Αυτό είναι αναμενόμενο εάν αναλογιστεί κάποιος τόσο την πολύπλοκη φύση του προβλήματος όσο και την διαφορετική αφετηρία σκέψης που έχει κάθε ενδιαφερόμενο μέρος (και προκύπτει από τη φύση της δραστηριότητας του και επομένως με τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει στην καθημερινότητα του και σχετίζονται με τις ελλείψεις φαρμάκων).
Ωστόσο ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός θα πρέπει να υπάρξει για να μπορέσουμε να συζητήσουμε επί κοινής βάσης, για να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε και εν τέλει να δράσουμε, προληπτικά και κατασταλτικά, και φυσικά για να αποφύγουμε την αδράνεια τον ατέρμονων θεωρητικών συζητήσεων ή/και της ασάφειας. Προς την κατεύθυνση αυτή, θέλουμε να συνεισφέρουμε προτείνοντας έναν ορισμό, ο οποίος δεν προκύπτει μέσα από την οπτική της δικής μας δραστηριότητας αλλά μέσα από την οπτική αυτού που καλούμαστε όλοι να εξυπηρετήσουμε δηλαδή του ασθενή.
Βάσει αυτού του κριτηρίου:
«Έλλειψη φαρμάκου είναι η αδυναμία του ασθενή να βρει το φάρμακο της επιλογής του στο φαρμακείο της επιλογής του ή η χορήγηση του επιλεγμένου φαρμάκου από το φαρμακείο του νοσοκομείου στο οποίο νοσηλεύεται, ως αποτέλεσμα παραγόντων πέρα από τον έλεγχό των φαρμακοποιών και των δομών στις οποίες εργάζονται, για χρονικό διάστημα που δυνητικά μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα ή/και ασφάλεια της φαρμακοθεραπείας ή/και την φαρμακοθεραπευτική εμπειρία του ασθενή ή/και την έκβαση της υγείας του».
Είναι ωστόσο σημαντικό να σημειώσουμε πως ο ορισμός αυτός:
α) Εφαρμόζεται σε επίπεδο μεμονωμένου προϊόντος γεγονός που συνεπάγεται πως ένα συγκεκριμένο φάρμακο θα μπορούσε να οριστεί ως έλλειψη, ακόμη και αν υπάρχουν ισοδύναμες διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις.
β) Ισχύει για όλα τα φάρμακα (συνταγογραφούμενα & μη υποχρεωτικός συνταγογραφούμενα) των εμβολίων συμπεριλαμβανομένων.
γ) Δεν περιορίζει την χρήση επί μέρους ορισμών όπως για παράδειγμα:
«Τοπική έλλειψη φαρμάκου» με αναφορά στην γεωγραφική διάσταση του φαινομένου (ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψιν η μορφολογία της χώρας μας) που μπορεί να οδηγήσει στην λήψη τοπικών μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης.
«Εν δυνάμει έλλειψη φαρμάκου» με αναφορά στην πιθανή μελλοντική εμφάνιση του φαινομένου που μπορεί να επιτρέψει την λήψη προληπτικών μέτρων.
δ) Δεν συνεπάγεται μονοδιάσταστη αντιμετώπιση του προβλήματος καθώς είναι προφανές πως θα πρέπει να υπάρξει διαβάθμιση και προτεραιοποίηση ανάλογα με την ένταση του προβλήματος που γεννά κάθε έλλειψη (η ένταση του προβλήματος εξαρτάται από παράγοντες όπως η φαρμακολογική κατηγορία του φαρμάκου και το πρόβλημα υγείας που καλείται να αντιμετωπίσει, τον βαθμό αδυναμίας κάλυψης της ζήτησης κ.α.). Δεν έχουν όλες οι ελλείψεις φαρμάκων την ίδια κρισιμότητα και τον ίδιο αντίκτυπο στους ασθενείς. Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί σε ελλείψεις με υψηλό αντίκτυπο στους ασθενείς και όχι σε ελλείψεις με χαμηλό αντίκτυπο όπως στην περίπτωση ύπαρξης άμεσα διαθέσιμων εναλλακτικών φαρμάκων.