Οι κοπέλες όλη τη νύχτα παρακαλούσαν την Αγία Παρασκευή να λύσει τα δεσμά τους, να τις σώσει απ' το μαρτύριο που τις περίμενε. Ετσι, άρχισαν σιγά - σιγά να λύνονται τα σχοινιά και πριν τα μεσάνυχτα, βοηθώντας η μία την άλλη, λύθηκαν όλες. Οι Δημογέροντες κι ο Πούλιος Σκόδρας, ο Χαντζής, παρακολουθούσαν την κατάσταση. Σαν αποκοιμήθηκαν οι Αρβανίτες, πήγαν στην εκκλησία, άνοιξαν την πόρτα κι οι κοπέλες όρμησαν έξω. 'Ενας Μαγεριώτης τις οδήγησε, με μεγάλη προφύλαξη, ανάμεσα από τη χαράδρα της Πλάκας στο δάσος του Παλιομονάστηρου. Εκεί έμειναν κρυμμένες αρκετές μέρες. Στη συνέχεια δυο - τρεις Μαγεριώτες από νύχτα σε νύχτα, από απάτητα μονοπάτια και με τη φιλοξενία σε χριστιανικό χωριό, τις οδήγησαν σώες στη Νάουσα. Ύστερα από την απελευθέρωση των κοριτσιών ο Πούλιος πήγε στο Χάνι κι οι Δημογέροντες στο χωριό. Οταν το πρωί ξύπνησαν οι Αρβανίτες και δεν βρήκαν τις κοπέλες, παρά μόνον τα σχοινιά, εξεμάνισαν. Πρώτα πρώτα πήγαν στο χάνι, έδειραν τον Πούλιο, στη συνέχεια πήγαν στο χωριό, έδειραν τους Δημογέροντες κι άλλους κατοίκους, που απελευθέρωσαν τις κοπέλες. Φυσικά ο Πούλιος κι οι Δημογέροντες αρνήθηκαν την πράξη τους κι είπαν πως τις απελευθέρωσε η Αγία Παρασκευή. Τότε οι Αρβανίτες μπήκαν στην εκκλησία και με βρισιές άδειασαν τις κουμπούρες τους στην εικόνα της Αγίας Παρασκευής, η οποία φέρει τρία σημάδια των μολυβιών. 'Υστερα έβαλαν στο σημάδι την πέτρινη σκαλιστή εικόνα της Αγίας που ήταν πάνω από την είσοδο. Τα μολυβένια βόλια τους όμως εξοστρακίστηκαν στις σιδερόπετρες και ξαναγύρισαν πάνω τους. Τους έκαναν μεγάλο κακό. Βγήκαν μάτια, παραμορφώθηκαν πρόσωπα, κόπηκαν μύτες και αυτιά. Η Αγία τους τιμώρησε. Οι Αρβανίτες απ' τη μανία τους έβαλαν φωτιά στην εκκλησία και πήραν το δρόμο για το Παλιομάγερο - 'Ηπειρο. Οχι πολύ μακριά συνάντησαν μια λεπτή, ψηλή, μαυροντυμένη γυναίκα, ήταν η Αγία, η οποία τους συνέστησε να επιστρέψουν, να σβήσουν τη φωτιά, αν θέλουν να σωθούν. Οι Αρβανίτες μπροστά στο θαύμα της Αγίας και στην προτροπή της μαυροντυμένης γυναίκας, λιποψύχησαν, αισθάνθηκαν τύψεις, επέστρεψαν, έσβησαν τη φωτιά, γονάτισαν στην εικόνα της Αγίας, φίλησαν το πλακόστρωτο και ζήτησαν συγχώρεση. Μετάνιωσαν για την ασέβεια και τη βεβήλωση και σαν δείγμα μετάνοιας άδειασαν τα κεμέρια τους και άφησαν πολλά γρόσια. 'Αλειψαν τις πληγές τους με το λάδι της καντήλας και βγαίνοντας απ' την εκκλησία έβγαλαν φουστανέλες και ταλαγάνια, τα κρέμασαν στον εξωνάρθηκα και έφυγαν. Οι Ναουσαίες κοπέλες που ελευθερώθηκαν, χάρη στη βοήθεια της Αγίας Παρασκευής και των Μαγεριωτών, έστειλαν από ευγνωμοσύνη και ευλάβεια στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, δύο στεφάνια από ατόφιο ασήμι, όπου είχαν γραμμένα και τα ονόματά τους. τα στεφάνια δεν υπάρχουν. 'Ενας επιτήδειος Γιαννιώτης χρυσοχόος τα αντάλλαξε με την ασημένια επικάλυψη του Ευαγγελίου της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, γύρω στα 1885. Οι φουστανέλες και τα ταλαγάνια των Αρβανιτών βρισκόταν στον εξωνάρθηκα μέχρι το 1920. Ο χρόνος, ο σκόρος, η σκόνη, η υγρασία τα είχαν κουρελιάσει. Και επειδή ήταν τάματα, οι έγκυες γυναίκες του χωριού έκοβαν από ένα κομμάτι φουστανέλας, το έκαιγαν, καπνίζονταν, για να γεννήσουν εύκολα. Επίσης έκοβαν μικρά κομμάτια και τα έβαζαν, σαν φυλαχτά, στα μικρά παιδιά. Οταν το 1920 οι Μαγεριώτες κατεδάφισαν την εκκλησία και έχτισαν τη σημερινή, πήραν ό,τι είχε απομείνει από τις φουστανέλες και το έριξαν στα θεμέλια, βάφοντας ένα ζωντανό θαύμα της Αγίας Παρασκευής. Σήμερα ούτε στεφάνια κι ούτε φουστανέλες υπάρχουν. Το μόνο που υπάρχει να μας θυμίζει τη σωτηρία των κοριτσιών της Νάουσας και το θαύμα της Αγίας Παρασκευής είναι η τραυματισμένη κι ασημοντυμένη εικόνα της Αγίας. Καλό είναι οι Δασυλλιώτες να τοποθετήσουν, κάπου εκεί στην Αγία Παρασκευή, μια αναμνηστική μαρμαρόπλακα, να γράψουν περιληπτικά το γεγονός, να θυμίζει το θαύμα της Αγίας, τη σωτηρία των κοριτσιών και την προσφορά των Δασυλλιωτών. ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Τα πανηγύρια είναι μια από τις παλιές και χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της θρησκευτικής ζωής, ιδιαίτερα στα χρόνια της μακρόχρονης Τουρκοκρατίας, γιατί ικανοποιούσε τότε, περισσότερο μια ψυχική ανάγκη να ψυχαγωγηθούν και να απολαύσουν την απλή και άδολη χαρά, που τόσο λαχταρούσαν στα σκοτεινά εκείνα χρόνια και να έρθουν σε επαφή με τους κατοίκους των γύρω χωριών, που ερχόταν στα πανηγύρια. Οπως όλα τα χωριά έτσι και οι Δασυλλιώτες πανηγύριζαν και πανηγυρίζουν στις 26 Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής, αν και το χωριό έχει ενοριακή εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Πανηγυρίζουν στις 26 Ιουλίου, γιατί την ίδια μέρα πανηγύριζαν στο ΠΑΛΙΟΜΑΓΕΡΟ -πρώτη θέση του χωριού - την ίδια μέρα στο ΠΑΛΙΟΧΩΡΙ - δεύτερη θέση, την ίδια μέρα πανηγύριζαν και συνεχίζουν να πανηγυρίζουν. Στις 26 Ιουλίου όλοι οι Δασυλλιώτες βρίσκονται στην Αγία Παρασκευή. Το χωριό μένει έρημο και μόνο. Αν περάσει κανείς τη μέρα αυτή από το χωριό, θα νομίσει πως οι κάτοικοι μετανάστευσαν ομαδικά σ' άλλο τόπο. Ύστερα από την πανηγυρική Θεία Λειτουργία, οι πιστοί, με εξαγνισμένη ψυχή, ξεχύνονται στον ίσκιο των αιωνόβιων βελανιδιών. Ο παπάς διαβάζει αγιασμό, ευλογεί τους πιστούς, ενώ εκείνοι ασπάζονται την ασημοντυμένη εικόνα της Αγίας Παρασκευής, που φέρει τρία σημάδια από μολύβια των Αρβανιτών, κι αποτελεί ακριβό κειμήλιο κι ατίμητο φυλαχτό του χωριού. Μετά τον αγιασμό και τον ασπασμό της εικόνας οι επίτροποι βγάζουν σε πλειοδοτική δημοπρασία διάφορα τάματα πιστών, όπως αρνιά, κουβέρτες, κεντήματα κλπ. για την οικονομική ενίσχυση του εκκλησιαστικού ταμείου. Στη συνέχεια ακολουθεί η διανομή των φαγητών. (Φωτ. 26 Ιουλίου 1954, της Αγίας Παρασκευής. Διακρίνονται οι παπάδες: Παπαευθύμιος Γρηγορίου, από την Καλλονή, Παπαηλίας Μάνδαλος, από την Καλλονή, Παπαλέξανδρος Χαριζόπουλος, από το Δασύλλιο. Επίσης και οι: Γεώργιος Αθ. Σκόδρας, Ηλίας Παπανικολάου, Βασ. Παπανικολάου, Θωμάς Γερασόπουλος, Πέτρος Τασιούλας, Χρήστος Παπανικολάου, Γεώργιος Χαριζόπουλος, ο γιατρός Αθανάσιος Ε. Παπανικολάου κ.ά.). Για την προετοιμασία τους όλοι οι Δασυλλιώτες προσφέρουν χρήματα και η εκκλησιαστική επιτροπή φροντίζει για το μαγείρεμα των φαγητών, σε μεγάλα καζάνια και κάτω από τα βαλανόδεντρα. Τα φαγητά τους είναι νοστιμότατη σούπα και πατάτες με κρέας. Πέρα απ' αυτά οι χωριανοί φέρνουν μαζί τους πίτες, σαλατικά και διάφορα ποτά. Αφού ο παπάς ευλογήσει "την βρώσιν και την πόσιν" Δασυλλιώτες και επισκέπτες αδελφωμένοι τρώνε στο κοινό τραπέζι. Οι ευχές και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών παίρνουν και δίνουν. Παλιά, πολύ παλιά, η συνήθεια του κοινού τραπεζιού. Σαν αποφάνε, τα κλαρίνα και τα βιολιά παίζουν σε μεγάλη ένταση, λες και προσπαθούν να ξεσηκώσουν κάτι μέσα τους, λες κάτι να φλογίσουν στις καρδιές τους. Θυμίζουν παλιά ξεχασμένα τραγούδια, που άθελα όλων τα μάτια δακρύζουν και οι καρδιές τους πάλλουν έντονα. Κι ο χορός, φυσικό επακόλουθο, αρχίζει με χορός ελληνικούς παραδοσιακούς, που κρατούν ως το ηλιοβασίλεμα. Η επικοινωνία των χωριανών και των φίλων, αυτή τη μέρα, μπροστά στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, βιώνεται με τη Θεία Λειτουργία, με το κοινό τραπέζι, με το γλέντι, που είναι μια παράδοση βαθιά ριζωμένη στις καρδιές τους, που δεν θα σβήσει εύκολα. Ωραιότερο έθιμο, κεφάτο, χαρούμενο. Ενα έθιμο με κοινωνικότητα. Ας φροντίσουν οι μεταγενέστεροι να το κρατήσουν και να το παραδώσουν στους απογόνους των. Το έθιμο πρέπει να συνεχιστεί. Είναι επιταγή της κληρονομικής καταβολής. Οι Δασυλλιώτες όπου κι αν βρίσκονται τη μέρα του πανηγυριού έρχονται στο χωριό, νοσταλγοί της πατρογονικής γης και των άδολων παιδικών ονείρων, που έγιναν νοσταλγικές αναμνήσεις, προσεύχονται στη χάρη της Αγίας Παρασκευής, παίρνουν μέρος στο κοινό τραπέζι της αγάπης και της συναδέλφωσης και στο τρικούβερτο γλέντι με τους δικούς τους και τους συγχωριανούς τους. Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΕΛΑΦΙΟΥ Η παράδοση του χωριού μνημονεύει πως τα χαράματα του πανηγυριού ερχόταν να θυσιαστεί ένα ελάφι, το οποίο αφού το έσφαζαν, το μαγείρευαν και το έτρωγαν στο κοινό τραπέζι. Κάποτε το ελάφι άργησε να έρθει, γιατί ήταν κουτσό. Οι μάγειροι δεν το άφησαν να ξεκουραστεί και το έσφαξαν αμέσως. Από τότε το ελάφι δεν ξαναήρθε. Την παράδοση του ελαφιού τη συναντούμε και στο χωριό Μικρόκαστρο Βοΐου την ημέρα του Αγίου Αθανασίου, στις 18 Ιανουαρίου. Όταν, λέγει η παράδοση, οι κάτοικοι δεν είχαν να σφάξουν πρόβατα, ερχόταν μόνο του ένα ελάφι και προσφερόταν να θυσιαστεί. Επίσης την ίδια παράδοση τη συναντούμε και στο χωριό Ανθούσα Βοΐου. Το ελάφι ερχόταν στις 20 Ιουλίου του Προφήτη Ηλία. Η παράδοση βέβαια, όπως και κάθε παράδοση, κρύβει κάποια αλήθεια. Μπορούμε να παραδεχτούμε πως η λέξη ελάφι, που χρησίμευε ως τροφή των πανηγυριστών, ήταν συμβολική. Συμβόλιζε την πνευματική πανδαισία, δηλαδή την επικοινωνία και ανταλλαγή σκέψεων και απόψεων των πανηγυριστών, για την απελευθέρωση του σκλαβωμένου γένους από την πικρή σκλαβιά. Αν τώρα διαχωρίσουμε τη λέξη ΕΛΑΦΟΣ σε δύο λέξεις, θα έχουμε ΕΛΑ-ΦΟΣ, ΕΛΑ-ΦΩΣ, έλα Ελευθερία. Τρώγοντας, λοιπόν, ελάφι, έτρωγαν πνευματική τροφή. Έτσι έπαιρναν θάρρος και δύναμη για τον αγώνα της Ελευθερίας. ΤΟ ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Δυτικά της Αγίας Παρασκευής, σε απόσταση 800 μ. υπάρχει το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, που χτίστηκε από οικογένειες του παλιοχωριού "ΚΙΑΦΑ", σε ανάμνηση της εκκλησίας που είχαν στο χωριό τους. Το 1908 ανακαινίστηκε το εξωκλήσι, χωρίς να θιγούν οι τοιχογραφίες που υπάρχουν στο Άγιο Βήμα, η Πλατυτέρα, οι Τρεις Ιεράρχες κλπ. Το 1957 αντικαταστάθηκαν οι λιθόπλακες της στέγης με ευρωπαϊκά κεραμίδια, με δαπάνη των ξενιτεμένων Δασυλλιωτών Αμερικής. ΤΟ ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ Νοτιοδυτικά του χωριού 5 χλμ. μακριά, υπάρχει το εξωκλήσι του Αγίου Μηνά. Όταν το χωριό βρισκόταν εδώ είχε ενοριακή εκκλησία του Αγίου Μηνά, η οποία καταστράφηκε μαζί με το χωριό. Η εκκλησία βρισκόταν στη δεξιά όχθη του χειμάρρου "Παλιομάγερου". Εδώ ήταν και το νεκροταφείο της Μαγέρης. Ύστερα από χρόνια οι Μαγεριώτες που ίδρυσαν νέο χωριό στο "ΠΑΛΙΟΧΩΡΙ", έστησαν στα ερείπια του Αγίου Μηνά ένα φτωχό εικονοστάσι. Το 1918 στην ίδια θέση έχτισαν μεγάλο εξωκλήσι, με τις εισφορές και την προσωπική εργασία των κατοίκων. Πρωτεργάτης της προσπάθειας αυτής ήταν ο Αθανάσιος Γεωρ. Σκόδρας και εκτελεστής του έργου ο Γεώργιος Ιωάννου Τζάμος. Οι εικόνες του τέμπλου, του Χριστού, της Παναγίας κλπ., μεταφέρθηκαν εδώ από την παλιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου, χωρίς να φέρουν καμιά χρονολογική ένδειξη. Το γραφικό εξωκλήσι λειτουργείται δυο φορές το χρόνο. Στις 11 Νοεμβρίου, που γιορτάζεται η μνήμη του Αγίου Μηνά και της Αναλήψεως. Στον Άη Μηνά το τοπίο είναι γραφικό. Η φύση μαγευτική. Η ατμόσφαιρα μυρωμένη. Πλούσιο πράσινο κυριαρχεί παντού σ΄ όλες τις αποχρώσεις. Από το 1912 που άρχισε να λειτουργείται το εξωκλήσι στις 11 Νοεμβρίου και της Αναλήψεως και μέχρι το 1940, μετά τη Θ. Λειτουργία της Αναλήψεως, ύστερα από το πνευματικό αναβάπτισμα, ακολουθούσε χορός με όργανα και τραγούδια, ένα διασκεδαστικό ξεφάντωμα χαράς και κεφιού όλη μέρα. Μετά το 1940, εξαιτίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του εμφυλίου σπαραγμού και της μετανάστευσης ,σταμάτησε αυτή η τόσο ευχάριστη θρησκευτική, φυσιολατρική και διασκεδαστική συνήθεια. Ποιος μπορεί να πάει σήμερα ως εκεί; Ο Παπαμιχάλης γέρασε, μαζί και το ποίμνιό του. Οι νέοι που είχαν φτερά στα πόδια και έδιναν ζωή απ΄ τη ζωή τους έφυγαν. Σήμερα μια Λειτουργία και τίποτα περισσότερο. ΤΟ ΑΓΙΑΣΜΑ: Κοντά στο εξωκλήσι του Άη Μηνά υπάρχει πηγή αγιάσματος, με ιαματική χάρη. Με την ανέγερση του εξωκλησιού του Αη Μηνά ο Θεόδωρος Τζάμος ευπρέπισε και στέγασε το Αγιονέρι. ΤΟ ΠΑΛΙΟΜΟΝΑΣΤΗΡΟ Βορειοανατολικά του χωριού 1500 μ. μακριά, στους πρόποδες του "Παλιόκαστρου", σε μια βαθιά ανήλια και δασωμένη χαράδρα, υπήρχε σε περασμένα χρόνια μοναστήρι αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου. Πότε ιδρύθηκε, πότε πυρπολήθηκε τίποτε δεν διέσωσε η παράδοση. Κάποιοι σωροί πέτρινοι μαρτυρούν τον τόπο του. Εκείνο που μας πείθει εύγλωττα σήμερα πως εκεί υπήρχε μοναστήρι είναι τα διάφορα τοπωνύμια, όπως: "Του καλόγηρου ο κήπος", "Του καλόγηρου οι καστανιές", "Το μετόχι του μοναστηριού", μια χέρσα έκταση κοντά στα Τζαμάδικα χωράφια, στην τοποθεσία "Κρούστα" κλπ. (φωτογραφία του 1969. Χορός γυναικών στη θέση "Σταυρός. Είναι οι: Κατίνα Π. Τσιούκλα, Ελένη Τέντα, Ζαχαρένια Τασιούλα, Γεωργία Δραγατά, Ουρανία Τσιούκλα, Αθανασία Τζάμου, Ευδοκία Χρ. Τζάμου, Ευθυμία Σωτ. Χαριζοπούλου, Γενοβέφα Παπανικολάου - Ζήκου) Με την καταστροφή του μοναστηριού οι Μαγεριώτες έστησαν στα ερείπια ένα φτωχό εκκλησάκι, χωμένο στη γη, σαν κατακόμβη - στο μοναστήρι υπάρχουν υπόγειες κρύπτες - με λίγες φτωχές εικόνες του Χριστού , της Παναγίας και του Αγίου Γεωργίου. Το 1935 στο χώρο του παλιού εκκλησιδίου ανηγέρθηκε καινούριο εκκλησάκι, με εράνους και προσωπική εργασία των κατοίκων, στο οποίο πρωτοστάτησαν ο Παπαπόστολος Παπαδόπουλος και ο Ιωάννης Χρήστου Τζάμος. Το εξωκλήσι αυτό λειτουργείται κάθε χρόνο στις 23 Απριλίου, όπου ψάλλεται και αγιασμός. Μετά τη Θ. Λειτουργία ανεβαίνουν στο κοντινό ύψωμα "Σταυρός", όπου και εικονοστάσι του Αγίου Γεωργίου. Εδώ σπάζουν χλωρόκλαδα, μαζεύουν μυρόπνοα αγριολούλουδα και στήνεται διπλός χορός με δημοτικά τραγούδια, που αντιλαλούν οι πλαγιές κι οι ρεματιές. Κοντά σ΄ άλλα τραγούδια τραγουδούν και το παρακάτω: "Οι δυο οι άγιοι μάλωναν Άη Γιώργης και Άη Δημήτρης, -Άη Γιώργη, Άη Γιώργη Κούνιαρε και σκορποφαμιλίτη, εγώ μαζώνω φαμιλιές και συ μου τις σκορπίζεις, μαζώνω μάνες με παιδιά, γυναίκες με τους άντρες, μαζών και τ΄ αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα. -Εγώ φέρνω την άνοιξη και συ μου τη στεγνώνεις, εγώ φέρνω τα πρόβατα και συ τα ξεδιαγμίζεις, εγώ φέρνω τσοπάνηδες, λαλώντας τις φλογέρες". ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΑ Σε διάφορες τοποθεσίες του χωριού υπάρχουν τα παρακάτω εικονοστάσια για την προσευχή του ξωμάχου του περαστικού. Της Αγίας Παρασκευής στο "Παλιοχώρι", δίπλα στη μεγάλη ομώνυμη εκκλησία, που το έστησε ο Θωμάς Τζάμος το 1987. Στη δυτική άκρη του χωριού υπάρχει το εικονοστάσι του Αγίου Γεωργίου. Ανατολικά του χωριού στη θέση "Σιούρκα" υπάρχει το εικονοστάσι των Αγίων Πάντων, που το έστησε ο Χριστόδουλος Σκόδρας. Ανατολικά του χωριού στη θέση "Άγιος Γεώργιος" υπάρχει ομώνυμο εικονοστάσι, σε ερείπια παλιότερου και μεγαλύτερου εξωκλησιού. Στη θέση "Σταυρός" υπάρχει εικονοστάσι του Αγίου Γεωργίου. ΟΙ ΠΑΠΑΔΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Δεν γνωρίζουμε τα ονόματα όλων των παπάδων, που εφημέρευσαν στα σκληρά και μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας κι εργάστηκαν ακούραστα να κρατήσουν το ποίμνιό τους, μαζί με τους κοτζαμπάσηδες, στο Χριστό και στην Ελλάδα. Εδώ θα μνημονεύσουμε όσα ονόματα παπάδων βρήκαμε στις χειρόγραφες σημειώσεις του μακαρίτη δασκάλου Βασιλείου Ν. Παπανικολάου, καθώς και τους νεότερους.