Η ζωή μου στο χωριό σήμερα και παλαιότερα.Η ζωή προπολεμικά στο χωριό δεν ήταν καθόλου.. ρόδινη.. και εύκολη.. Το έδαφος πετρώδες και άγονο δεν προσφερόταν για τη γεωργία. Οι άνδρες που στην πλειονότητα ήταν χτίστες, μόλις περνούσε ο χειμώνας, έπαιρναν το δρόμο της ξενητιάς. Και που δεν πήγαιναν. Σεόλα τα μέρη της Ελλάδας. Μόλις άρχιζαν τα πρωτοβρόχια ή πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, γύριζαν στο χωριό, στα αγαπημένα τους πρόσωπα και περνούσαν όλο τον χειμώνα και την άνοιξη πάλι τα ίδια.. Στην ξενητιά. Όσοι οι άνδρες δεν ξενιτεύονταν, ασχολούνταν με τα λιγοστά χωράφια που είχαν, όταν το έδαφος προσφερόταν για καλλιέργεια, με τα λιγοστά αμπέλια, τους κήπους, τα ζώα, που κάθε οικογένεια διέθετε και με άλλα επαγγέλματα (οι δάσκαλοι, ο παπας, τυροκόμος, υποδηματοποιός, παντοπώλες, μυλωνάδες, ράφτες κλπ.). Τα χωράφια ήταν γύρω από το χωριό, σε διάφορες τοποθεσίες.Επίσης, κοντά ήταν τα αμπέλια, οι κήποι στα ρέματα, στα «Κηπώματα» και στα «Κυπάδια». Επειδή το έδαφος ήταν πετρώδες και επικλινές, συγκρατούσαν το χώμα, φτιάχνοντας «πεζούλια» (πέτρινους τοίχους, ξηρολιθιές) και καλλιεργούσαν δημητριακά (σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, βρίζα, βρώμη, φακές κλπ.).Κάθε οικογένεια στο χωριό διατηρούσε τότε και οικόσιτα ζώα, όπως γιδοπρόβατα, γαϊδούρια, μουλάρια, άλογα, γουρούνια, γελάδια, κότες, για την εξυπηρέτηση στις δουλειές της και για την εξασφάλιση κρέατος, αυγών, μαλλιών για της. Αφού οι άνδρες, ως επί το πλείστον, ξενιτεύονταν, τις δουλειές στο σπίτι, στα κτήματα και άλλες ασχολίες αναλάμβαναν οι γυναίκες με τα παιδιά. Έκαναν όλες τις εποχιακές εργασίες. Βοηθούσαν φυσικά και όσοι άνδρες έμεναν στο χωριό. Βοηθούσαν στο όργωμα, σπορά, ξεβοτάνισμα, θερισμό, αλωνισμό, κόψιμο καλαμποκιάς, μάζεμα καλαμποκιού, ξεφλούδισμα, στέγνωμα στον ήλιο, ξεσπύρισμα, άλεση και εναποθήκευση στα αμπάρια.Δουλειές στα αμπέλια, ήτοι ξελάκκωμα, κλάδεμα, κορφολόγημα, ράντισμα, σκάψιμο και βγάλσιμο ζιζανίων, τρύγο, πάτημα σταφυλιών, μάζεμα του μούστου και του κρασιού στα βαρέλια. Ακολουθούσε η εξαγωγή της «ρακής» στα καζάνια. Μικροί και μεγάλοι έτρεχαν στο δάσος και μάζευαν μανιτάρια, όταν έβγαιναν την άνοιξη, το θέρος και το φθινόπωρο, γιατί έβγαιναν πολλά στις διάφορες τοποθεσίες του χωριού. Για τα κηπευτικά γίνονταν οι απαραίτητες εποχιακές εργασίες, όπως φύτεμα, πότισμα, σκάψιμο, ξεβοτάνισμα, συγκομιδή. Πάμπολλες άλλες εργασίες γίνονταν εποχιακά.Μάζεμα χόρτων τον Μάη, ξέραμα και εναποθήκευση στις αχυρώνες, για τροφή των ζώων τον χειμώνα. Κουβαλούσαν ξύλα όλη την άνοιξη και το καλοκαίρι, για τη διάρκεια του χειμώνα. Έβαζαν «κλαδαριές» (στοίβες, σωρούς, θυμωνιές κλαδιών) σε δένδρα του δάσους, για τροφή των γιδοπροβάτων το χειμώνα και τις κουβαλούσαν το χειμώνα με το χιόνι, περνώντας τις περισσότερες φορές μέσα από το ποτάμι, με θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν και με «ζαλίκι» (φόρτωμα στην πλάτη), γιατί με τόσο χιόνι και παγωνιά, ήταν αδύνατη η κίνηση και το φόρτωμα σε ζώα (μουλάρια, άλογα, γαϊδούρια). Μάζευαν τα φρούτα (αχλάδια, κορόμηλα, δαμάσκηνα, μήλα, κεράσια, καρύδια, κάστανα). Μαγείρευαν. Ζύμωναν και έψηναν το ψωμί στο φούρνο, που είχε ο καθένας στην αυλή του, μια και δυό φορές την εβδομάδα, αν ήταν μεγάλη οικογένεια.Έπλεναν τα ρούχα στα «Πλύματα» ή στις βρύσες ή στις σκάφες στις αυλές. Επεξεργάζονταν το μαλλί. Λανάρισμα, γνέσιμο, βάψιμο, ύφανση μάλλινων (κουβερτών, κιλιμιών, βελεντζών, μαξιλαριών, πουλόβερ, καλτσών κλπ.) τις ατελείωτες χειμωνιάτικες νύχτες. Πήγαιναν στην εβδομαδιαία αγορά Τσοτυλίου για προμήθεια ρούχων, τροφίμων, για τις ανάγκες της οικογένειας, καθ’ όλη τη χειμωνιάτικη περίοδο. Έσχιζαν δαμάσκηνα, κορόμηλα, αχλάδια, και τα ξέραιναν στον ήλιο για κομπόστες. Πήγαιναν στον μύλο και άλεθαν τα σιτηρά τους.. Οι άνδρες, κατά την διάρκεια του χειμώνα, συγκεντρώνονταν στα δυο καφενεία του χωριού, ήτοι του Βασίλη Γερασόπουλου στον Πάνω Μαχαλά και του Θωμά Δελβινιώτη, στον Κάτω Μαχαλά. Πολλοί ασχολούνταν και με το «κυνήγι», γιατί είχε άφθονο.. και στα καφενεία έδιναν και έπερναν τα πειράγματα.. για τα «κατορθώματα» των κυνηγών. Οι γάμοι, οι διασκεδάσεις γίνονταν, συνήθως, στη «Ράχη» και στις άλλες πλατείες (εκκλησίας, Πάνω Μαχαλά και σε πολλά αλώνια μέσα στο χωριό). Τις ονομαστικές γιορτές, οι άνδρες κυρίως επισκέπτονταν τους εορτάζοντες και τους εύχονταν τα «Χρόνια Πολλά», τρώγοντας τους πατροπαράδοτους νοστιμότατους μεζέδες (σούβλα χοιρινή, λουκάνικα, κεφτέδες, τηγανίτες, κάστανα ψητά, καρύδια «κουκόσιες», στραγάλια, σαραγλί, τυρί, μπάτζιο κ.λ.π.) και έπιναν ωραίο «μπρούσικο» γλυκό κρασί, που έφτιαχναν οι ίδιοι από τα αμπέλια τους ή αγόραζαν από τους κρασάδες από Ζάβολο, Τίστα, Σπήλαιο και άλλα χωριά. Τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες γίνονταν και εθιμοτυπικές επισκέψεις σε σπίτια συγγενών ή γειτόνων, για να περνάει ευχάριστα η ώρα. Τα παιδιά αρέσκονταν σε διηγήσεις ιστοριών και ιδίως παραμυθιών, από τους γεροντότερους. Όταν δεν πήγαιναν Σχολείο, τις διακοπές του καλοκαιρού, βοσκούσαν τα «μανάρια» (αρνιά οικόσιτα, για πάχυνση) στις εκτάσεις γύρω από το χωριό. Τα κοπάδια έβοσκαν στις πλαγιές και στις κοιλάδες, τα βόδια επίσης και η ατμόσφαιρα γέμιζε από τις φωνές των βοσκών, τα βελάσματα των γιδοπροβάτων, τα μουγκρίσματσα των βοδιών, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων, τα ογγανίσματα των γαϊδάρων, τα γαυγίσματα των μαντρόσκυλων και τις φωνές των χωριανών, που βρίσκονταν στην ύπαιθρο για τις δουλειές τους. Μάζευαν τις φακές, τα φασόλια από τους κήπους και τη ρόβη και τα ξέραιναν στον ήλιο και μετά τα «τσιολνούσαν» (κόπανιζαν με ρόπαλα και κόπανους), να βγουν οι κόκκοι. Κουβαλούσαν οξιό το χειμώνα από τα δένδρα του δάσους και τις καστανιές, για τροφή των μεγάλων ζώων και των γιδοπροβάτων, γιατί ήταν πολύ τρυφερός και τρελαίνονταν τα ζώα γ’ αυτόν. Οξιός: Ο οξιός, το γκυ, το παράσιτο φυτό των βελανιδιών ή καστανιών, υπό την επίσημη ονομασία κορδία ή μύξα.Μάζευαν βελανίδια από τα δέντρα του δάσους και τα χρησιμοποιούσαν το χειμώνα για τροφή ζώων. Έφερναν «παλούκια» (πασσάλους, τεμάχια ξύλων), που τα χρησιμοποιούσαν για τους φράχτες των κήπων, αμπελιών, χωραφιών κ.λ.π.Πήγαιναν και έφερναν δαδί από περιοχές που είχε έλατα και πεύκα, ήτοι Τσέρο, Λυκοκρέμασμα, Ντέτσιου, Καλύβια, Σμαρινιώτικο και Δουτσιώτικο μέρος και το χρησιμοποιούσαν για φωτιστικό μέσο «πετρέλαιο της Σαμαρίνας» το είχαν ονομάσει χαρακτηριστικά, για προσανάμματα στα τζάκια, θερμάστρες, φούρνους, αλλά και το άλλαζαν με δημητριακά προϊόντα στα χωριά των Γρεβενών, Τσοτυλίου και Σιατίστης, που δεν είχαν από αυτό το προϊόν. Επίσης άλλαζαν κάστανα και καρύδια, που είχε αρκετά το χωριό, στις παραπάνω περιοχές. Κουβαλούσαν κέδρα και βλαστούς από διάφορα δέντρα (γαύρα, ιτιές, καραγάτσια, σφεντάμια, βελανιδιές κ.λ.π.) για τα ζώα το χειμώνα και την άνοιξη που μπουμπουκιάζουν. Έβγαζαν τις πατάτες, κρεμμύδια, πράσα, τα ήλιαζαν στον ήλιο να ξεραθούν, τα πράσα τα έθαφταν στη γη για διατήρηση και τα είχαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αγόραζαν λάχανα, πιπεριές και ντομάτες και έκαναν τα περίφημα «τουρσί» και «Αρμιά» (λάχανα σε άλμη, αρμύρα).Αρκετές οικογένειες ασχολούνταν προπολεμικά και με γιδοπρόβατα. Είχαν αρκετά κοπάδια. Με αυτά ασχολούνταν οι οικογένειες των:Ευαγγέλου Σκόδρα, μετά των παιδιών του Αναστασίου, Δημητρίου, Κωνσταντίνου, Παύλου, Ιωάννου.Στεργίου Αθαν. Σκόδρα, μετά των παιδιών του Νικολάου και Αθανασίου.Γεωργίου Αθαν. Σκόδρα, μετά των παιδιών του Θωμά, Πούλιου, Αλεξάνδρου, Χρήστου.Κωνσταντίου Αθαν. Σκόδρα, μετά των παιδιών του Αθανασίου και Δημητρίου.Δημητρίου Γερασοπούλου, Στεργίου Γερασοπούλου, Β ασιλείου Πούλιου Σκόδρα, Ηλία Θωμά Τζάμου, Γιαννούλη Χαριζόπουλου (Λάλου), Ευαγγέλου Αντων. Χαριζόπουλου και Ιωάννου Λιούμπαρη.Οι τρεις πρώτοι, επειδή είχαν πολλά γιδοπρόβατα, τα πήγαιναν και αυτοί στα χειμαδιά. Τους άλλους χειμώνες, τα ξεχείμαζαν στο χωριό, κάνοντας από το φθινόπωρο όλες τις απαραίτηες προετοιμασίες (κλαδαριές, χόρτα, τριφύλλια, πίτουρα, καρπούς διάφορους από σιμιγδάλι, ήτοι μείγμα δημητριακών σπασμένων, βελανίδια, καλαμπόκι, πίτουρα, ρόβη και άλλα).Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η ζωή τότε στο χωριό. Σκληρή, κουραστική, με στερήσεις καθ΄όλη τη διάρκεια του χρόνου. Μ΄όλα τούτα είχε και τις χαρές της... Ήταν ξένοιαστη και αμέριμνη... και όλοι ήταν ευτυχισμένοι.... γιατί όλοι στην ίδια μοίρα ήταν... «Όλοι σε ένα καζάνι βράζανε», που λέγει η παροιμία μας. Δεν είχαν τις έγνοιες, τα προβλήματα και την απληστία της σημερινής ζωής...Σήμερα, τα χωράφια, τα αμπέλια, οι κήποι κ.λ.π. εγκαταλείφθηκαν ελλείψει εργατ ικών χεριών, αφού οι νέοι άνθρωποι έφυγαν στις πόλεις. Οι εναπομείναντες ή ερχόμενοι κατά τη θερινή περίοδο, καλλιεργούν μόνο κήπους στις αυλές τους, κοντά στο σπίτι.Ασχολούνται εποχιακά με το μάζεμα των φρούτων (κερασιών, κορόμηλων, δαμάσκηνων, μήλων, καρυδιών, κάστανων κ.λ.π.). Διατηρούν από λίγα πρόβατα ή κατσίκες και κότες, για να εξασφαλίζουν γάλα, αυγά και κρέας. Ορισμένοι έχουν γαϊδούρια, που τους βοηθούν να κουβαλούν τα φρούτα, ξύλα, κλαδί κ.λ.π. Τα μεγάλα ζώα, άλογα, μουλάρια, γουρούνια, βόδια, έλειψαν παντελώς. Με την κτηνοτροφία σήμερα ασχολούνται 4 οικογένειες, ήτοι ο Νικόλαος Στεργίου Σκόδρας με τα παιδιά του Αριστείδη, Νικήτα και Στέργιο, που έχουν αρκετά γίδια και το χειμώνα τα πηγαίνουν για «ξεχειμαδιό» στη Χαλκιδική και οι:Νικόλαος Ιωάν. Λιούμπαρης, με γίδιαΔημήτριος Κων/νου Σκόδρας καιΣτέργιος Πέτρου Γερασόπουλος, με πρόβατα.Οι τρεις αυτοί, χειμώνα-καλοκαίρι, μένουν στο χωριό, αφού κάνουν τις απαραίτητες προμήθειες για τη διάρκεια του χειμώνα.Καφενεία υπάρχουν δύο (2), ένα στον Πάνω Μαχαλά, του Βασίλη Γερασόπουλου, και ένα στον Κάτω Μαχαλά, του Δημητρίου Κων/νου Σκόδρα, που είναι και παντοπωλείο και οι χωριανοί προμηθεύονται τα ψώνια τους και «ζαρζαβατικά», που φέρνει από την εβδομαδιαία αγορά του Τσοτυλίου, κάθε Σάββατο. Ψωμί προμηθεύονται από τους αρτοποιούς του Τσοτυλίου, που έρχονται δύο (2) φορές τη βδομάδα (Τρίτη και Παρασκευή).
Ιστορίες και τοπωνυμίες του χωριού μαςΠλουσιότατο σε φυσικές ομορφιές το χωριό μας, όπως γράψαμε. Επιβλητικά υψώματα γύρω από το χωριό παράχουν εξαιρετική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Γραφικές καταπράσινες κοιλάδες με με νερά και υδρόφιλα δένδρα και φυτά (λεύκες, ιτιές, σφεντάμια, κισσούς, πασχαλιές, μενεξέδες, νούφαρα, ρογκόζια, βάτους, λυγαριές, βατσινιές, αγριογκορτσιές, αγκαθωτούς θάμνους κλπ.). Δρόμοι στενοί, καγκελωτοί, πολύστροφοι, ανηφορικοί και κατωφορικοί, οδηγούν στις διάφορες τοποθεσίες και στα γύρω χωριά.Βρύσες με γάργαρο και κρυσταλλιένο νερό, που δροσίζουν και ξεκουράζουν τους καταϊδρωμένους στρατοκόπους, τους βοσκούς και τα ζώα τους.Βράχοι και κοτρώνια επιβλητικά σε πολλά σημεία στα υψώματα, στις πλαγιές και στις κοιλάδες, βαθύσκια δάση από βελανιδιές, καστανιές και πεύκα, έξω από το χωριό. Πελώρια και και φουντωτά δένδρα, που κάποτε στον ίσκιο τους στάλιζαν τα αμέτρητα γιδοπρόβατα. Ο «Παλαιομάγερος», το ποτάμι μας, και τα δύο ποταμούλια με τις πολύστροφες κοίτες τους, διακόπτουν τα υψώματα και σχηματίζουν βαθύτατες χαράδρες, που μέσα ρέουν ορμητικά τα νερά τους, ιδίως στις νεροποντές και στο λιώσιμο των χιονών από τις πλαγιές και τα υψώματα.Στις σελίδες αυτού του βιβλίου προσπάθησα να περιγράψω τις διάφορες τοποθεσίες του χωριού μας, με την ιστορία ή την προέλευση της κάθε μιάς. Πάμπολλες οι ονομασίες. Πολλές από λέξεις γνωστές και πολλές από άγνωστες, δυσκολοεξήγητες, που δεν επιχειρούμε επεξήγηση, μήπως αχθούμε σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Τέτοιες λέξεις είναι: Λισιά, Μπουζιονίκος, Ζαρκοδήμος, Μπιστεριές, Κουρί, Κρούστα, Αλιφτέρη, Μανούκα, Μότσιαλη, Μόσιουρα, Κωλ’ πηγάδι, Πελιακάδες, Σκάπετο, Χαλμάνη, Τρίφτης, Κερασόι, Ντεσιούλα, Γκριμποσόι, Γκριντίστι, Γκιζοτάρω, Τσιούγκος και άλλες. Ίσως είναι λέξεις ξένες (λατινικές, αραβικές, τούρκικες, σλάβικες, εβραϊκές, βλάχικες κλπ.). Ίσως είναι και ιδιωματικές του χωριού μας. Και όπου επιχειρούμε τούτο, το κάνουμε με κάθε επιφύλαξη και ζητούμε την επιεική κρίση των αναγνωστών και των χωριανών, αν κάπου σφάλουμε ή κάτι παραλείπουμε. Δεν γίναται από πρόθεση ή διάθεση να θίξουμε κανένα χωριανό μας.Οι παραπάνω αναφερόμενες τοποθεσίες του χωριού μας περικλείονται ή συνορεύουνΑνατολικά: Με τις κοινότητες Χρυσαυγής (Μεραλής) και Τρικόρφου (Τριτσκού).Δυτικά: Με την κοινότητα Διλόφου (Λιμπόχοβου).Βόρεια: Με την ίδια κοινότητα Διλόφου. Νότια: Με τις κοινότητες Καλλονή (Λούντζι) και Δοτσικού (Ντουτσκού).Το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο 1000 περίπου μέτρων και έχει έκταση Κοινοτική 8 τετραγ. χιλιομέτρων.