Orthopraxy

Ορθοδοξία και Ορθοπραξία

Αρχιμανδρίτου Λ.Μ.Γ.

Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ

Η Ορθοδοξία, αγαπητοί αδελφοί, της οποίας εορτάζουμε το θρίαμβο, είνε το καύχημα όλων μας. Όλων χωρίς καμμία σχεδόν εξαίρεσι. Κατά παράδοξο τρόπο ακόμη και μη θρησκεύοντες Έλληνες, άνθρωποι που δεν έχουν πολλή σχέσι με την Εκκλησία και δεν γνωρίζουν την Ορθοδοξία και πάρα πολύ καλά, καταλαβαίνουν εν τούτοις, ότι η θρησκεία αυτού του τόπου αποτελεί ένα θησαυρό, και εκφράζονται με καμάρι γι' αυτήν. Πολλοί από αυτούς ενθουσιάζονται και από αισθητικά στοιχεία του ελληνορθοδόξου πολιτισμού, είτε της αρχιτεκτονικής είτε της ζωγραφικής είτε της μουσικής είτε της ποικίλης χειροτεχνίας, που μιλούν μέσα στο είναι τους σαν μητρική γλώσσα. συγκινούνται από σχήματα, χρώματα, ήχους, ευωδίες, γεύσεις, μορφές και γραμμές, κατά ένα αυθόρμητο ανεξήγητο τρόπο.

Τύπος και ουσία

Αυτά όμως δεν αποτελούν βέβαια την ουσία της Ορθοδοξίας. Γι' αυτό, και όταν αυτά κάποτε λείπουν, η Ορθοδοξία δεν παύει να υπάρχη. Πέρασε άλλωστε, τόσο σε παλαιότερα όσο και σε νεώτερα χρόνια, μικρότερες ή μεγαλύτερες περιόδους στη ζωή της και χωρίς αυτά, χωρίς να έχη λ.χ. καμπάνες να καλούν στη λατρεία και χωρίς να διαθέτη βυζαντινούς ναούς στολισμένους με εικόνες και ντυμένους με τη ζεστασιά των λειτουργικών της τεχνών. Η Εκκλησία των διωγμών και των κατακομβών στους πρώτους αιώνες, η Εκκλησία του γένους μας κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και η Εκκλησία των χωρών του παραπετάσματος μέχρι την περεστρόικα, δεν είχε αυτά τα εξωτερικά βοηθήματα. Και όμως έζησε και τότε. Τέτοια αισθητικά στοιχεία, σαν αυτά που αναφέραμε προηγουμένως, αποτελούν την εξωτερική της μορφή, το ένδυμα του σώματός της, τον φλοιό του καρπού της, τον τύπο όπως λέμε. Χρειάζονται ασφαλώς και αυτά, είνε ωραία και έχουν αξία, χρειάζεται δηλαδή και ο τύπος. Δεν είνε όμως αυτά η ουσία.

Ποια είνε η ουσία της Ορθοδοξίας, ο καρπός, το είναι της, ποια είνε εκείνα που χωρίς αυτά δεν υπάρχει; Η ουσία της Ορθοδοξίας είνε, αδελφοί μου, πρώτον το δόγμα και η θεολογία της, οι αποκεκαλυμμένες δηλαδή διά Πνεύματος αγίου αλήθειες, που εμπιστεύθηκε στα χέρια της ο Θείος Ιδρυτής και Θεμελιωτής της διά του θεοπνεύστου κανόνος των αγίων Γραφών, και που εξήγησαν οι πατέρες και διδάσκαλοι διατυπώνοντας τους δογματικούς όρους. Είνε κατόπιν η αρετή και αγιότης του βίου της, με την οποία επιβεβαιώνεται, στο πρόσωπο των τέκνων της, των αγίων μαρτύρων, των ομολογητών και των οσίων της, η αγάπη και υπακοή της στις εντολές του ουρανίου Νυμφίου και Σωτήρος της. Είνε επίσης το ιερό συνοδικό πολίτευμα, με το οποίο ωργάνωσε την παρουσία της μέσα στον κόσμο και διεφύλαξε την ενότητά της μέσα στην ιστορία. Είνε ακόμη η προσευχή, η λατρεία και τα μυστήριά της, με τα οποία κρατεί αδιάκοπη την αποστολική διαδοχή και κοινωνεί και ενώνεται αδιαλείπτως με την μυστική Κεφαλή της. Είνε τέλος η όλη πνευματικότης και ο μυστικισμός της, που την διατηρούν στο σωστό προσανατολισμό μέσα σ' ένα κόσμο υλόφρονα, πολυπράγμονα, διαρκώς μεταβαλλόμενο και συχνά αλλοπρόσαλλο. Με ένα λόγο ουσία της Ορθοδοξίας είνε η βιβλική, αποστολική και πατερική της παράδοσις, που την καθιστούν σώμα Χριστού και την κρατούν μακριά από υπερβολές και ελλείψεις στη μέση και βασιλική οδό, που οδηγεί με ασφάλεια στον θεοχάρακτο προορισμό της, στην θέωσι του ανθρώπου.

Απ' όλα αυτά τα ουσιαστικά στοιχεία, μπορούμε να πούμε ότι κύρια, θεμελιώδη και περιεκτικά όλων των άλλων είνε τα δύο πρώτα. το δόγμα και το ήθος, η πίστι και η ζωή, η ορθοδοξία και η ορθοπραξία, ή ακόμη απλούστερα το τί πιστεύει και το πώς ζη ο ορθόδοξος Χριστιανός. Αυτά τα δύο είνε απαραίτητα για τη σωτηρία μας, όπως είνε απαραίτητα στη βάρκα τα δύο κουπιά για να ταξιδέψη και στο πουλί τα δύο φτερά για να πετάξη. με ένα φτερό το πουλί πέφτει στο χώμα και με ένα κουπί η βάρκα στριφογυρίζει διαρκώς στο ίδιο σημείο. Για να σωθούμε, χρειάζεται να έχουμε και ορθοδοξία και ορθοπραξία. για να διαπλεύσουμε το πέλαγος του παρόντος βίου και να φθάσουμε στο λιμάνι του παραδείσου, μας χρειάζονται και τα δύο αυτά κουπιά. και για να πετάξουμε στα ύψη της ουρανίου βασιλείας, είνε απαραίτητα και τα δύο αυτά φτερά. Γι' αυτό στην αγία Γραφή τονίζονται και τα δύο. «Η πίστις σου σέσωκέ σε» (Ματθ. 9, 22) λέει, αλλά και «η πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά εστι καθ' ε­αυτήν» και «η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστι» (Ιάκ. 2, 17, 26). «Ούτε πολιτείας ακρίβεια καθ' εαυτήν μη διά της εις Θεόν πίστεως πεφωτισμένη ωφέλιμος, ούτε ορθή ομολογία αγαθών έργων άμοιρος ούσα παραστήσαι ημάς δυνήσεται τω Κυρίω, αλλά δει αμφότερα συνείναι, "ίνα άρτιος η ο του Θεού άνθρωπος" (Β' Τιμ. 3, 17) και μη κατά το ελλείπον χωλαίνει ημών η ζωή. Πίστις γάρ εστιν η σώζουσα ημάς, ως φησιν ο απόστολος, "δι' αγάπης ενεργουμένη" (Γαλ. 5, 6)» (Μ. Βασίλειος Ε.Π.Ε. 3, 324. P.G. 32, 1040Α). Δηλαδή. Ούτε η προσεκτική ζωή καθ' εαυτήν είνε ωφέλιμη, αν δεν έχη φωτισθή διά της πίστεως στον Θεό, ούτε η ορθή ομολογία θα μπορέση να μας δικαιώση εμπρός στο κριτήριο του Κυρίου, αν δεν συνοδεύεται από καλά έργα, αλλά πρέπει να συνυπάρχουν και τα δύο, «για να είνε άρτιος ο άνθρωπος του Θεού» και να μην κουτσαίνη η ζωή μας ως προς το μέρος που λείπει. Διότι η πίστι είνε αυτή που μας σώζει, όπως λέει ο απόστολος, «όταν δείχνεται ζωντανή με έργα».

Όταν τα δύο αυτά συνυπάρχουν και αλληλοενισχύωνται, τότε είμαστε στο σωστό δρόμο, έχουμε ελπίδα σωτηρίας. Αλλά την ορθοδοξία εμείς την έχουμε ως κληρονομία από τους προγόνους και τους γονείς μας. δεν κουραστήκαμε για να την αποκτήσουμε. Τί γίνεται όμως με την ορθοπραξία; Εδώ καλούμεθα να αγωνιστούμε. Λέει ο Μ. Βασίλειος. «Την μεν πίστιν ομολογούμεν πάντες, ουκέτι δε πάντες κατά τας εντολάς πολιτευόμεθα», την μεν ορθή πίστι όλοι την ομολογούμε, αλλά δεν ζούμε όλοι κατά τις θείες εντολές (P.G. 30, 236B-C). Όταν προσπαθούμε να έχουμε και την ορθοπραξία, τότε έχουμε τους εξής τρεις πολύτιμους καρπούς: Πρώτον, δείχνουμε εμπράκτως την αγάπη μας στο Χριστό, πράγμα που μας το ζητάει και εκείνος για να μας ανταποδώση και τη δική του αγάπη πλουσιοπάροχα. Δεύτερον, δείχνουμε συνέπεια στο πιστεύω μας, πράγμα που αποτελεί μια καλή μαρτυρία στους γύρω μας. Και τρίτον, εδραιώνεται και μέσα μας ακόμη περισσότερο η βεβαιότης ότι η πίστι μας είνε αληθινή. Ας δούμε αυτά τα τρία λίγο πιο αναλυτικά.

1. Αγάπη προς το Χριστό

Σε κάθε ανθρώπινη σχέσι η αγάπη επιβάλλει σεβασμό στη θέλησι και στο λόγο του άλλου. Δεν μπορείς να λες ότι αγαπάς τον πατέρα σου ή τον αδελφό σου ή το φίλο σου ή τη σύζυγό σου ή το παιδί σου, τη στιγμή που δείχνεις πως δεν υπολογίζεις τη γνώμη τους ή την επιθυμία τους. Αν προσέχης τα λόγια τους και είσαι πρόθυμος να κάνης ό,τι σου ζητούν, δείχνεις πως τους αγαπάς. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό στη σχέσι μας με το Χριστό και Θεό μας. Η τήρησις των εντολών του Χριστού είνε το δείγμα της αγάπης μας προς αυτόν. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας γράφει. «Αύτη εστίν η αγάπη του Θεού, ίνα τας εντολάς αυτού τηρώμεν». αυτό θα πη ν' αγαπούμε το Θεό, να τηρούμε τις εντολές του (Α' Ιωάν. 5, 3). Τήρησις των εντολών σημαίνει ορθοπραξία. Και ο Χριστός το είπε κατ' επανάληψιν. Όποιος με αγαπά, θα το δείξη τηρώντας τις εντολές μου. «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε (αν μ' αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου)... Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με (όποιος κρατεί και τηρεί τις εντολές μου, εκείνος είνε που με αγαπά)» (Ιω­άν. 14, 15, 21).

Θέλει έμπρακτη την απόδειξι της αγάπης μας ο Χριστός. Και όταν την βλέπη σ' εμάς, τότε μας την ανταποδίδει. Τον αγαπούμε εμπράκτως; μας αγαπά κι αυτός. «Εάν τας εντολάς μου τηρήσητε, μενείτε εν τη αγάπη μου (αν τηρήσετε τις εντολές μου, θα μείνετε στην αγάπη μου, εγώ θα σας αγαπώ)» (Ιωάν. 15, 10). Και υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία και ασφάλεια από το να σ' αγαπά ο Θεός;

Αν όμως εμείς δεν υπολογίζουμε τις εντολές του, τί περιμένουμε; Πώς να μας αγαπά, όταν εμείς περιφρονούμε και καταπατούμε τις εντολές του; Όχι αγάπη και έλεος από το Θεό, αλλά οργή και τιμωρία θα μας περιμένη.

2. Συνέπεια στο πιστεύω μας - απήχησι στους γύρω μας

Έπειτα, όταν έχουμε ορθοπραξία, ενάρετη ζωή, τότε είμαστε συνεπείς με το πιστεύω μας. διαφορετικά, οι λεγόμενοι ορθόδοξοι είμεθα ασυνεπείς και υποκριταί. «Δεν ωφελούμεθα σε τίποτα προς σωτηρίαν από την ορθή πίστι μας όταν η ζωή μας είνε διεφθαρμένη», φωνάζει ο ι. Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε. 12, 522-524. P.G. 59, 50). διότι άλλα λέμε και άλλα πράττουμε, άλλα διακηρύσσουμε και άλλα εφαρμόζουμε.

Όποιος μαζί με την ορθή πίστι προσπαθεί να έχη και ορθή ζωή, αυτός δίδει καλή μαρτυρία για την πί­στι του και κάνει και τους έξω, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον να τη σέβωνται. Η πρώτη Εκκλησία ακτινοβολούσε χάρι και δύναμι στον κόσμο, διότι ο βίος της ήτο συνεπής με την πίστι της. Και πάντα όταν ο Χριστιανός αγωνίζεται να εφαρμόζη αυτά που πιστεύει, είνε σεβαστός και απολαύει κάποιας τιμής μέσα στην κοινωνία που τον περιβάλλει, ακόμη και όταν όλοι αυτοί δεν συμφωνούν με την πίστι του.

Και όχι μόνο τιμή και σεβασμό. Ο συνεπής Χριστιανός γίνεται σιγά - σιγά μαγνήτης που ελκύει και τους άλλους στην πίστι του. Λέει ο Μ. Βασίλειος. «Δέλεάρ εστι προς την της αληθείας πιθανότητα η κατά την πολιτείαν επιδεικνυμένη ακρίβεια». δόλωμα, αγαθό δόλωμα, που ελκύει και πείθει για την αλήθεια της πίστεώς του, γίνεται η ακρίβεια που δείχνει ο Χριστιανός στη ζωή του (P.G. 30, 637C). Ένα παράδειγμα από την ιστορία. λοιμός επικρατούσε στην Αλεξάνδρεια, και ο κίνδυνος να μεταδοθή η ασθένεια και σε άλλους έκανε και στενούς ακόμα συγγενείς να εγκαταλείπουν τους αρρώστους μόνους στα σπίτια και ν' απομακρύνωνται από φόβο για τη ζωή τους. αλλά οι Χριστιανοί πλησίαζαν, έμπαιναν στα σπίτια αυτά με κίνδυνο της ζωής τους, και συμπαρίσταντο στους εγκαταλελειμμένους ασθενείς ειδωλολάτρες. Τότε πολλοί είπαν: Η δική σας πίστι είνε αληθινή, θέλουμε κ' εμείς να γίνουμε Χριστιανοί. Χωρίς λόγια ή κήρυγμα, και μόνη της η ζωή φωνάζει και καλεί στην αληθινή πίστι. Έτσι εξηγείται πώς η Εκκλησία και υπό διωγμούς και κατατρεγμούς, αντί να εξασθενή και να διαλύεται, ενισχύετο και εξαπλωνόταν. Όσο το αίμα των παιδιών της εχύνετο, τόσο περισσότερο αυτή διεδίδετο. Αλλά και εν καιρώ ειρήνης. έλεγε ο ειδωλολάτρης διδάσκαλος της ρητορικής Λιβάνιος για τη μητέρα του μαθητού του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Βαβαί οίαι γυναίκες παρά Χριστιανοίς εισι», πω πω τί γυναίκες υπάρχουν στους Χριστιανούς! Η αγία ζωή και το ένδοξο τέλος των Χριστιανών εκείνων, η ομολογία και το μαρτύριό τους, ήταν η πιο έγκυρη υπογραφή με την οποία επεσφράγιζαν την ορθή και άμωμο πίστι τους.

Εκ του αντιθέτου, όταν η ορθή πίστι δεν συνοδεύεται και από ορθή ζωή, τότε ο Χριστιανός κάνει την πίστι του ανάξια σεβασμού. «Όταν εμείς εν έργοις ασχημονώμεν, ποίοις στόμασι διαλεξόμεθα περί δογμάτων;», όταν εμείς ασχημονούμε με τα έργα μας, με ποια στόματα θα μιλήσουμε για τις αλήθειες της πί­στεώς μας; λέει ο ι. Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε. 16Β', 498-502. P.G. 60, 440). Όχι μόνο ανάξια σεβασμού αλλά και άξια διπλού χλευασμού κάνει την πίστι του ο ασυνεπής Χριστιανός. «Ο πιστός, βίον καταγέλαστον ζων, έσται μειζόνως καταγέλαστος», όταν ο πιστός ζη μια καταγέλαστη ζωή, θα γίνη περισσότερο καταγέλαστος (εν συγκρίσει με κάποιον άλλο), λέει πάλι ο ι. Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε. 17, 66. P.G. 60, 490). Και προχωρεί ακόμα περισσότερο λέγοντας. «Αιτία της σημερινής απιστίας είναι ο δικός μας ρυπαρός βίος» (Ε.Π.Ε. 18, 162. P.G. 61, 52). Το δε αποκορύφωμα της ενοχής μας ποιο είνε; Ότι η ασυνέπειά μας κάνει να βλασφημήται το όνομα του Θεού. «Ουδείς αν ην έλλην ει ημείς ήμεν Χριστιανοί, ως δει (κανένας δεν θα ήταν ειδωλολάτρης, αν εμείς ήμασταν Χριστιανοί όπως πρέπει). Ας δείξουμε επί της γης ουράνια πολιτεία, για να προσελκύσουμε και τους άλλους στην πί­στι» (Χρυσόστομος Ε.Π.Ε. 23, 282-286. P.G. 62, 551-552).

3. Βεβαιότης και εμπέδωσις μέσα μας

Ο πρώτος λοιπόν πολύτιμος καρπός από το ταίριασμα ορθοπραξίας και ορθοδοξίας είνε η οφειλομένη αγάπη μας προς το Χριστό και η δική του θεία αγάπη προς εμάς, ο δεύτερος είνε ότι η συνέπεια με το πιστεύω μας δημιουργεί καλή απήχησι στους γύρω μας και τους ελκύει στην πίστι μας. Και ο τρίτος; Όταν ο πιστός αγωνίζεται να τηρή τις εντολές του Χριστού και της Εκκλησίας του, πραγματοποιεί ένα σπουδαίο πείραμα. Πειραματίζεται, πάνω στην ίδια την προσωπική του πορεία, μ' αυτό που πίστεψε και αποδέχθηκε ως οδηγητικό κανόνα της ζωής του. Πολεμώντας την αμαρτία και τα πάθη του, διακρίνει καθαρώτερα πλέον τον κόσμο της βασιλείας του Θεού, βεβαιώνεται για την οντότητα της Εκκλησίας του, αποκτά ακράδαντη πεποίθησι για την υπόστασί της.

Φανταστήτε, αγαπητοί μου αδελφοί, ένα ναυτικό που θέλει να ταξιδέψη. Παίρνει μια πυξίδα, τη στερεώνει στο τιμόνι του πλοίου του, και αρχίζει δοκιμαστικώς να ταξιδεύη ακολουθώντας τις ενδείξεις της. τί διαπιστώνει; ότι μ' αυτήν φθάνει τελικώς σε αίσιο τέρμα, στο λιμάνι που ήθελε. Ε, αυτό τον βεβαιώνει, ότι μ' αυτήν θα έχη πάντα ασφάλεια στα ταξίδια του. Έτσι και εκείνος που ασπάσθηκε την Ορθοδοξία. αρχίζει να πειθαρχή στα λόγια της Κεφαλής της Εκκλησίας, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δηλαδή στις εντολές του Ευαγγελίου. Όσο δύσκολες και αν φαίνονται στην αρχή, αυτός συνεχίζει σταθερά να αγωνίζεται. Δοκιμάζει π.χ. να προσεύχεται και να εκκλησιάζεται ανελλιπώς, να απέχη από τις αιτίες και αφορμές της αμαρτίας, να μετανοή για τ' αμαρτήματά του και να τα εξομολογήται σε πνευματικό πατέρα, να μετέχη στα ιερά μυστήρια, να μη λέη ψέματα, να είνε τίμιος και εργατικός, να ελεή και να βοηθή τον πλησίον του, να είνε όσο μπορεί περισσότερο ταπεινός και ήσυχος, να αγαπά ει δυνατόν όλο τον κόσμο και πάνω απ' όλα το Θεό. Τώρα μια ειρήνη βαθειά απλώνεται μέσα του και ακτινοβολεί γύρω του. Ε αυτός, εκτός από τους άλλους λόγους για τους οποίους τον είλκυσε στην αρχή η Ορθοδοξία, έχει τώρα και μέσα από την προσωπική πείρα του μία νέα ισχυρή μαρτυρία που τον βεβαιώνει ότι η πίστι του είνε η σωστή. Η ορθοπραξία εδραιώνει την ορθοδοξία, η ζωή στερεώνει την πίστι, η πράξις εμπεδώνει τη θεωρία. Η τήρησις των εντολών του Χριστού βεβαιώνει τον πιστό, ότι δεν έκανε λάθος που τον ακολούθησε. Τον ενθουσιάζει και τον ισχυροποιεί στην πίστι του. Η ορθόδοξος ζωή εμπεδώνει την ορθόδοξο πίστι.

Αντιθέτως η φαύλη ζωή, όταν ο Χριστιανός δεν αγωνίζεται να την αποφύγη αλλά κάνη βαθμιαίως όλο και νέες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, σιγά - σιγά διαβρώνει την ορθόδοξο πίστι του. Μένει βέβαια πάντα κάποια σπίθα ορθοδοξίας, αλλά κι αυτή κινδυνεύει να σβήση τελικώς μέσα στους ανέμους των συμβιβασμών και της ζωής των απολαύσεων. Ένα παράδειγμα. Στους λεγομένους «μεικτούς γάμους», γάμους δηλαδή ορθοδόξων με ετερόδοξα πρόσωπα, βλέπουμε συχνά το ορθόδοξο μέλος, άνδρα ή γυναίκα, ν' απεμπολή την πατρώα ευσέβεια, γιατί βρέθηκε μπλεγμένο είτε στο δέλεαρ του πλούτου είτε στα δίχτυα του έρωτος. Να μια περίπτωσι που η απουσία ορθού βίου, ορθοπραξίας, πνίγει την ορθοδοξία (κάτι που μιλώντας με εκκλησιαστική ακρίβεια συνιστούμε να αποφεύγεται).

* * *

Πριν τελειώσω, αδελφοί μου, θα μεταφέρω εδώ μερικά πατερικά λόγια, τα οποία παραθέτω μεταφρασμένα.

«Είναι απαραίτητος ο ενάρετος βίος μαζί με την ορθή πίστι. Ο Χριστός σε λίγα χωρία μιλάει για το τί να πιστεύουμε, ενώ σε πολλά μιλάει για το πώς να ζούμε, ή μάλλον για το πώς να ζούμε μιλάει παντού. Πρέπει η ζωή μας να είναι απηρτισμένη από όλες τις αρετές. Με την ελεημοσύνη ας φροντίζουμε ώστε η ζωή να είνε συνεπής» (Χρυσόστομος Ε.Π.Ε. 11, 532-536. P.G. 58, 613-614).

«Τί αποτελέσματα έχει ο διεφθαρμένος βίος. Ας φροντίζουμε να έχουμε καλόν βίον, για να μη δεχθού­με δόγματα κακά. Είνε απαραίτητο το υγιές δόγμα και ο ορθός βίος» (Χρυσόστομος Ε.Π.Ε. 16Β', 76-78. P.G. 60, 331-332).

«Η ακάθαρτη ζωή είνε εμπόδιο για τα υψηλά δόγματα. Αυτός που θέλει να βρη την αλήθεια πρέπει να είνε καθαρός από όλα τα πάθη» (Χρυσόστομος Ε.Π.Ε. 16Β', 498-502. P.G. 60, 440).

«Όπως η πλανεμένη πίστι γεννά συνήθως ακάθαρτη ζωή, έτσι και η διεφθαρμένη ζωή πολλές φορές γεννά πλάνη στην πίστι» (Χρυσόστομος Ε.Π.Ε. 27, 248. P.G. 51, 252).

«Δεν θα κερδίσουμε τίποτα έχοντας την ορθή πί­στι, όταν η ζωή μας είνε διεφθαρμένη. Όπως πάλι δεν υπάρχει όφελος από μία άψογη ζωή, όταν η πίστι δεν είνε υγιής» (Χρυσόστομος Ε.Π.Ε. 27, 336. P.G. 51, 287).

«Για να σωθούμε εμείς δεν αρκεί το να γνωρίζουμε τα ορθά δόγματα, αλλά χρειάζεται να έχουμε και άψογη διαγωγή» (Χρυσόστομος Ε.Π.Ε. 33, 350. P.G. 63, 516).

Είθε, με τη χάρι του Κυρίου, να φιλοτιμηθούμε ώστε να ασκηθούμε στην ορθοπραξία, που δικαιώνει την Ορθοδοξία μας.

* * *

Γνωρίζοντας οι ορθόδοξοι, ότι «εκτός της Εκκλησίας (δηλαδή της Ορθοδοξίας) δεν υπάρχει σωτηρία», και βλέποντας τους μεν λεγομένους χριστιανούς να είνε σχεδόν το ένα τρίτο (1/3) του πλανήτου, τους δε ορθοδόξους να είνε το ένα τρίτο (1/3) περίπου των χριστιανών, δηλαδή μια πολύ μικρή μειοψηφία μέσα στην σημερινή ανθρωπότητα, γεννώνται μέσα μας δύο σκέψεις.

Πρώτον διερωτώμεθα. τί θα γίνη όλο αυτό το πλήθος; Δεν θα γνωρίσουν αυτοί ποτέ το φως της αληθινής πίστεως για να σωθούν; Επειδή συνέβη να γεννηθούν ή ειδωλολάτρες ή βουδδισταί ή κομφουκιανισταί ή μωαμεθανοί ή ιουδαίοι ή προτεστάντες ή παπικοί ή χιλιασταί ή ό,τιδήποτε άλλο, θα μείνουν λοιπόν έξω από τη σωτηρία; Όχι. Γι' αυτό η Ορθοδοξία έχει μέσα στη φύσι της την ιεραποστολή, την αγνή ιεραποστολή, και την υπογραμμίζει ιδιαιτέρως την Κυριακή της Ορθοδοξίας, καθώς ακούμε στο ευαγγέλιο ο ένας να φέρνη τον άλλο στο Χριστό, ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ (βλ. Ιωάν. 1, 44-52).

Και η άλλη σκέψι. Εμείς τί καλό κάναμε άραγε και μας ευνόησε τόσο ο Κύριος, ώστε να γνωρίσουμε την αλήθεια του και ν' ανήκουμε στην μόνη σώζουσα Εκκλησία του; Διότι είνε όντως μεγάλη εύνοια αυτό. σε ένα χωρίο της θεοπνεύστου Γραφής το να βρη ο άνθρωπος την αληθινή και σώζουσα πίστι χαρακτηρίζεται ως λαχείο (βλ. Β' Πέτρ. 1, 1). Μεροληπτεί λοιπόν ο Θεός; Όχι ασφαλώς, αδελφοί μου. Ο Θεός είνε δίκαιος. Όσοι αξιώθηκαν να γίνουν μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έγιναν κατά τις ανεξερεύνητες βουλές του Θεού βέβαια, αλλ' έγιναν και παραμένουν, και διότι οι ίδιοι το θέλουν. Η ελευθερία του ανθρώπου υπάρχει πάντα και είνε σεβαστή από τον Θεό. Ο Χριστός λέει σε κάθε άνθρωπο.. εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ' αυτού και αυτός μετ' εμού» (Απ. 3, 20). Το μεγάλο δικαίωμα ανήκει σε όλους. ο Θεός «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμ. 2, 4), και το φως του Χριστού «φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιωάν. 1, 9). Αν το να δεχθή κάποιος την σωτήριο πίστι της Ορθοδοξίας χαρακτηρίζεται ως λαχείο, αυτό λέγεται για να δειχθή το μέγεθος του κέρδους, ο απερίγραπτος πλούτος που του χαρίζεται. όχι διότι κάποιος άλλος δεν μπορεί ν' απολαύση τον ίδιο πλούτο. Γι' αυτό ο πλούτος της χάριτος και της σωτηρίας σε άλλα σημεία της Γραφής χαρακτηρίζεται ως «δωρεά» και ως «χάρις», δηλαδή χάρισμα, που προσφέρεται σε όλους (βλ. Ιωάν. 4, 10 κ.α. Πράξ. 11, 23 κ.α.). Δεν υπάρχει, όπως γνωρίζουμε, απόλυτος προορισμός. η ορθόδοξος πίστις απορρίπτει τη δοξασία περί απολύτου προορισμού. «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω

Ότι έτσι είνε τα πράγματα το δείχνει άλλωστε και η καθημερινή πραγματικότης. Βλέπουμε παιδιά γεννημένα μέσα στην Ορθοδοξία και βαπτισμένα στην κολυμβήθρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μεγαλώνοντας, ν' απαρνούνται την πίστι τους και ν' ασπάζωνται άλλα δόγματα ή και άλλες θρησκείες, χωρίς να τους εμποδίζη σ' αυτή την επιλογή ο Θεός. Αλλά πληροφορούμεθα καθημερινώς και το αντίστροφο. άνθρωποι άλλων θρησκειών και άλλων δογμάτων δείχνουν ενδιαφέρον και πλησιάζουν την Ορθοδοξία, γίνονται κατηχούμενοι και τέλος βαπτίζονται στην κολυμβήθρα της Ορθοδοξίας.

Όσο λυπηρό είνε ότι κάποιοι «απωθούν το λόγο του Θεού» δεν κρίνουν τους εαυτούς των «αξίους της αιωνίου ζωής» (Πράξ. 13, 46), τόσο ευχάριστο είνε ότι κάποιοι άλλοι από τα πέρατα της γης, ειδωλολάτρες της Αφρικής και της Ασίας, δείχνονται άξιοι να δεχθούν την Ορθοδοξία κάνοντας υπακοή στις εντολές του Χριστού. «Όταν τους πούμε ότι κάτι είνε αποστολική παράδοσις, π.χ. το να νηστεύουν Τετάρτη και Παρασκευή, αμέσως το δέχονται και το τηρούν χωρίς άλλο λόγο», έλεγε ο επίσκοπος Γκάνας Παντελεήμων. Και ορθόδοξοι Χριστιανοί της Ελλάδος δείχνονται ανάξιοι της Ορθοδοξίας, χλευάζοντας «τα κεριά και τα λιβάνια» και αποκαλώντας τις προσευχές «πατερμά». Άλλοι χάνουν και άλλοι κερδίζουν την Ορθοδοξία, αναλόγως της στάσεως και της ζωής τους, δηλαδή της ορθοδοξίας ή κακοπραξίας τους. Επαναλαμβάνεται η ιστορία των πρωτοτοκίων του Ησαύ με τον Ιακώβ (βλ. Γέν. κεφ. 27) και ισχύει ο λόγος του Χριστού «Και έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι» (Ματθ. 19, 30 κ.α.).

«ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ»

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ Λ.Μ.Γ.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

http://www.impantokratoros.gr/0D10A495.el.aspx

Old True Story of Greece

<<Κάνε το καλό και ρίχτο στο γιαλό>> .

Παναγία ἡ Φιλωτίτισσα

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Παναγιώτας Κωνσταντοπούλου-Δωρῆ,

Ἡ πωλυώνυμη Δέσποινα, Τόμος Β´, §69, σελ. 250-255, Ἀθήνα 2001

Περικαλλὴς ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ «Φιλώτι» (Φιλώτιον) τῆς νήσου Νάξου, κείμενος εἰς τὸ κέντρον (πλατεῖαν) τῶν συγκροτούντων τὸ Φιλώτιον σήμερον δύο χωρίων Κλέφαρος (Βλέβαρον) καὶ Ῥαχίδιον, τιμώμενος ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγ.). Ἡ προσωνυμία του εἶναι Παναγία ἡ Φιλωτίτισσα, προερχομένη σαφῶς ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ χωριοῦ. Δὲν εἶναι γνωστὸν πότε προσεδόθη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἡ ὀνομασία αὕτη. Φαίνεται μᾶλλον πιθανόν, ὅτι προσεδόθη ἔκπαλαι, δηλαδή, ἀπὸ τῆς ἀρχικῆς ἱδρύσεως τοῦ ναοῦ, δοθέντος ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ εἶναι ἀρχαῖον.

Ὡς χρόνος ἀρχικῆς ἱδρύσεως τοῦ ναοῦ, κατὰ τὴν ὑπὸ τοῦ Νικ. Κεφαλληνιάδη («Παναγία ἡ Φιλιώτισσα» 1971, σ.7 ἔπ.) ὑποστηριζόμενην ἄποψιν καὶ τὰς παρ᾿ αὐτοῦ ἐπικαλουμένας ἱστορικὰς πηγάς, ἐν αἶς κυρίως τὸ ὑπὸ χρονολογίαν 17 Ὀκτωβρίου 1714 ἱκετήριον γράμμα τῶν Φιλωτιτῶν πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Κοσμᾶν τὸν ἀπὸ Ἀλεξανδρείας, δέον νὰ θεωρηθῇ ἡ ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081-1118) ἤ, ἐν πάσῃ περιπτώσει, γενικῶς, ἡ διάρκεια τῆς δυναστείας τῶν Κομνηνῶν (1071-1204). Ἡ Ἐκκλησία αὕτη, κατὰ τὰς αὐτὰς ὡς ἄνω ἱστορικὰς πηγᾶς, ὑφίστατο μέχρι τοῦ 1544, ὅτε κατεστράφη ὑπὸ πειρατῶν, παραμείνασα ἔκτοτε ἐν ἐρειπώσει ἐπὶ μακρόν. Εἰς τὴν θέσιν ταύτης ἀνηγέρθη βραδύτερον ὁ σημερινὸς ναός, ἐγκαινιασθείς, ὡς κατωτέρω ἐκτίθεται, τὴν 1ην Αὐγούστου 1718. Πρόκειται οὐσιαστικῶς περὶ ἀνεγέρσεως, εἰς τὴν θέσιν τοῦ παλαιοῦ ναοῦ, νέου περικαλλοῦς οἰκοδομήματος, ὑπὸ τὸ αὐτὸ ὅμως ὄνομα καὶ ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἅγιον, δηλονότι τὴν Παναγίαν τὴν Φιλωτίτισσαν. Εἶναι ἐνδιαφέρον, πρὸ τῆς περιγραφῆς τοῦ σημερινοῦ ναοῦ, νὰ ἐκτεθῆ τὸ λίαν συγκλονιστικὸν ἱστορικόν της ἀνεγέρσεως τοῦ ναοῦ τούτου, ἁπτόμενον καὶ τῶν ἐθνικῶν ἐξάρσεων τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὴν περίοδον τῆς δουλείας καὶ τοῦ μεγαλείου της ἑλληνικῆς ψυχῆς, ὡς τὸ ἱστορικὸν τοῦτο προκύπτει ἐκ τοῦ προαναφερομένου βιβλίου τοῦ Νίκ. Κεφαλληνιάδη, ἔχοντος ἐν συνόψει ὡς ἑξῆς:

Κατὰ τὴν παράδοσιν, τῷ 1690 καὶ δὴ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (23 Ἀπρ.), εἰς τὴν ἀγροτικὴν περιοχὴν τοῦ Καλαντοῦ (κατὰ τὸ νότιον ἄκρον τῆς νήσου), ἐξέσπασε μία ξαφνικὴ καὶ ἀσυνήθης διὰ τὴν ἐποχὴν κακοκαιρία, καθ᾿ ἣν ἄγριος νότιος ἄνεμος μετὰ καταρρακτώδους βροχῆς ἐσάρωνε τὰ πάντα, οἱ δὲ κάτοικοι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ποιμένες, ἔντρομοι εἶχον καταφύγει εἰς τὰς καλύβας των σταυροκοπούμενοι καὶ ἱκετεύοντες τὸν Θεὸν νὰ τοὺς σώσῃ ἀπὸ τὴν καταστροφὴν ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Μεταξὺ τούτων ἦτο καὶ ὁ Στέφανος Ψαρρᾶς ἢ Λούμπας, ἀπὸ τὸ Φιλώτι, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐκεῖ κτήματα καὶ τὰ γιδοπρόβατά του. Ἦτο γενναῖος καὶ φιλόξενος ἄνθρωπος καὶ ἐκ τῶν πρώτων νοικοκυραίων τοῦ Φιλωτίου. Τὸν ἔλεγαν ἀκόμη καὶ Ἀναγνώστην, ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ὀλίγα γράμματα καὶ ἐβοήθει τὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ εἰς τὴν λειτουργίαν τῆς Ἐκκλησίας.

Τὴν ὥραν τῆς κακοκαιρίας ἔρριψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὴν θάλασσαν μεταξὺ Νάξου καὶ Ἴου καὶ παρετήρησεν ἕνα ἱστιοφόρον νὰ κλυδωνίζεται εἰς τὰ πελώρια κύματα καὶ νὰ ὠθῆται πρὸς τὰ βράχια της ἀκτῆς. Ἀντελήφθη ἀμέσως, ὅτι τὸ πλοῖον διέτρεχεν ἄμεσον κίνδυνον νὰ προσκρούσῃ ἐπὶ τῶν βραχοῦν καὶ νὰ καταστραφῇ. Χωρὶς νὰ χάσῃ χρόνον, ἐξῆλθε ἀμέσως ἀπὸ τὴν καλύβην του, ἐκάλεσε καὶ ἄλλους γείτονας τοῦ ποιμένας καὶ ἔτρεξαν ὅλοι πρὸς τὸ μέρος, ὁποὺ ὠθεῖτο τὸ πλοῖον. Δὲν ἠδυνήθησαν ὅμως νὰ προλάβουν, καὶ τὸ σκάφος μετὰ πάταγου ἐπέπεσεν εἰς τοὺς βράχους καὶ ἐκόπηκε εἰς τὰ τρία. Ὅλοι οἱ ἐπιβαίνοντες ἔπεσαν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπὸ τοὺς τριάκοντα ἐπιβάτας ἐσώθησαν μόνον δέκα, καὶ αὐτοὶ τραυματισμένοι καὶ μισοπεθαμένοι. Τὸ πλοῖον ἦτο τουρκικὸν καὶ οἱ ἐπιβαίνοντες τοῦρκοι.

Ὁ Ψαρρᾶς μὲ τοὺς δύο συντρόφους του, χωρὶς νὰ λάβῃ ὑπ᾿ ὄψει του, ὅτι οἱ ναυαγοὶ ἦσαν προαιώνιοι ἐχθροί, τοὺς περισυνέλεξαν, τοὺς ἐβοήθησαν καὶ τοὺς ὡδήγησαν εἰς τὰς καλύβας, ὅπου τοὺς προσέφεραν ροῦχα, τροφὴν καὶ περίθαλψιν. Μεταξὺ τῶν ναυαγῶν ἦτο καὶ ἕνα τουρκόπουλον δώδεκα ἐτῶν, τὸ ὁποῖον εἶχε τραυματισθῆ βαρύτερον τῶν ἄλλων καὶ ἠσθάνετο πολὺ ἐξουθενωμένον. Ὠνομάζετο Χουσεῒν καὶ αὐτὸ ὁ Ψαρρᾶς τὸ ἐπεριποιήθη καλύτερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὡσὰν νὰ ἦτο ἰδικόν του παιδί. Τὴν ἑπομένην οἱ ναυαγοί, ἀνακτήσαντες τὸ ἠθικόν των, ἀπεφάσισαν νὰ φύγουν καὶ ἀφοῦ ὁ Ψαρρᾶς τοὺς ὡδήγησε πῶς θὰ φθάσουν εἰς τὴν Χώραν τῆς Νάξου, ὅπου θὰ συνῆντον τὸν βοεβόδαν, διὰ νὰ τοὺς συντρέξῃ νὰ μεταβοῦν εἰς τὴν πατρίδα των καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐφοδίασε μὲ τρόφιμα διὰ τὸν δρόμον, ἐξεκίνησαν εὐχαριστήσαντες διὰ τὴν φιλοξενίαν καὶ τὴν συνδρομήν.

Ὁ Ψαρρᾶς ὅμως τοὺς παρεκάλεσε νὰ μείνῃ τὸ παιδὶ ὀλίγας ἡμέρας, ἕως ὅτου συνέλθῃ ἀπὸ τὰ τραύματά του καὶ τὴν ταλαιπωρίαν του, ὑποσχεθεὶς ὅτι θὰ τὸ παραδώση ἀσφαλῶς εἰς τὸν βοεβόδαν, μόλις γίνῃ καλά. Ἀτυχῶς διὰ τοὺς ἀναχωρήσαντας ναυαγούς, ἡ μοῖρα τοὺς ἐπεφύλασσε τὸ μοιραῖον. Ὅταν ἐπλησίασαν εἰς τὸ χωριὸ Σαγκρί, ἐξελήφθησαν ὡς πειραταί, καί, ἄοπλοι ὅπως ἦσαν, ἐσφάγησαν ἀπὸ τοὺς Σαγκριῶτας, πρὸς μεγάλην λύπην ὅλων καὶ πρὸ πάντων τοῦ Ψαρρᾶ. Οἱ Σαγκριῶτες ἐζήτησαν συγγνώμην ἀπὸ τὸν βοεβόδαν καὶ τὸ ζήτημα ἐσταμάτησεν ἐκεῖ καὶ δὲν ἠκολούθησαν ἀντίποινα τῶν τούρκων.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ψαρρᾶς ὡδήγησε τὸν μικρὸν Χουσεῒν εἰς τὸ χωριὸ (Φιλώτι), ὅπου ὅμως ἡ σύζυγός του Πλυτὼ δὲν τὸν εἶδε μὲ καλὸ μάτι, διότι ἦτο τουρκάκι. Τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ὑπῆρχε μῖσος ἀγεφύρωτον μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τούρκων καὶ οἱ Ἕλληνες ἀπεχθάνοντο τοὺς τούρκους.

Ὁ Ψαρρᾶς, καλοκάγαθος, ὅπως ἦτο, προσεπάθει νὰ μεταπείσῃ τὴν σύζυγόν του ἀπέναντι τοῦ Χουσεΐν, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο παιδὶ μὲ καλὴν ἀνατροφὴν καὶ εὐγενικὰ αἰσθήματα. «Κᾶνε τὸ καλὸ καὶ ρίχτο στὸ γιαλό», ἔλεγε στερεοτύπως εἰς τὴν Πλυτώ, ποὺ καὶ ἐκείνη ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ συμπαθῇ τὸν Χουσεΐν. Ὁ Ψαρρᾶς τὸν εἶχε πάντοτε μαζί του εἰς τὸν Καλαντὸ καὶ ὁ Χουσεῒν τὸν ἐβοηθοῦσεν εἰς ὅλας τὰς ἐργασίας (εἰς τὰ γιδοπρόβατα, εἰς τὰ χωράφια καὶ παντοῦ). Τὸν ἐθεώρει ὡσὰν παιδί του καὶ ἐκεῖνο τὸν ἠσθάνετο ὡς πατέρα του καὶ μάλιστα τὸν ἀπεκάλει «πατέρα». Τὸ ἴδιον εἶχε συμβῇ καὶ μὲ τὴν Πλυτώ, ἡ ὁποία μετέβαλε τὴν ἄρχικην προδιάθεσιν καὶ ἠγάπησε τὸν Χουσεΐν, ὡς ἴδικόν της παιδί. Ἔμαθε τὰ ἑλληνικὰ καὶ ἐζήτησε νὰ βαπτισθῇ, νὰ γίνῃ Χριστιανὸς καὶ νὰ φοιτήσῃ εἰς τὸ σχολεῖον μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ τοῦ χωριοῦ. Καὶ πράγματι τὸν ἐβάπτισαν καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Γεώργιος, ἐπειδὴ ἡ σωτηρία του ἀπὸ τὸ ναυάγιο ἔλαβε χώραν τὴν ἥμεράν της ἑορτῆς τοῦ Ἁγ. Γεωργίου.

Ἐπέρασαν χρόνια ἓξ (6) καὶ ὁ Γεώργιος (Χουσεῒν) ἔγινε 18 ἐτῶν, ὅποτε αἰφνιδίως μίαν ἡμέραν ἐνεφανίσθη ὁ βοεβόδας τῆς Νάξου εἰς τὸ Φιλώτι, συνοδευόμενος ἀπὸ τοῦρκον ἀπεσταλμένον ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀνεζήτησε τὸν Χουσεΐν (Γεώργιον) ἀπὸ τὸν Ψαρᾶν, εἰπῶν εἰς αὐτόν, ὅτι εἶναι υἱὸς προύχοντος τούρκου καὶ ὅτι ἔχει διαταγὴν νὰ τὸν ἀποστείλῃ εἰς τὸν πατέρα του. Ὁ Ψαρρᾶς καὶ ἡ σύζυγός του ἐστενοχωρήθησαν πολύ, διότι τὸν εἶχον ἀγαπήσει ὡς ἰδικόν των παιδὶ καὶ δὲν ἤθελον νὰ τὸν ἀποχωρισθοῦν. Ὁ βοεβόδας ἐπεχείρησε νὰ προσφέρῃ ὡς ἀνταμοιβὴν χρηματικὸν ποσὸν εἰς τὸν Ψαρρᾶν, ἀλλ᾿ ἡ σύζυγός του δὲν τὸ ἐδέχθη, εἰποῦσα εἰς αὐτόν: «ἐμεῖς θέλουμε τὸ παιδὶ καὶ δὲν θέλουμε τὰ χρήματα». Τελικῶς, ἐν μέσῳ δακρύων ἑκατέρωθεν, ὁ Χουσεῒν-Γεώργιος ἀπεχαιρέτησε τοὺς ψυχογονεῖς του καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Πόλιν.

Ἀλλ᾿ ὁ Στέφανος Ψαρρᾶς καὶ ἡ σύζυγός του Πλυτὼ οὐδέποτε ἐλησμόνησαν τὸ παιδὶ ποὺ ἐμεγάλωσαν καὶ ἠγάπησαν ὡς ἰδικόν των. Δὲν εἶχε σημασίαν δι᾿ αὐτούς, ἐὰν αὐτὸ δὲν κατήγετο ἀπὸ τὸ γένος των, δὲν ἦτο ἑλληνόπουλον. Κάθε φορὰν ποὺ ἐπρόφεραν τὸ ὄνομά του, ἕνας βαθὺς ἀναστεναγμὸς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ψυχήν των.

Ἐπέρασαν χρόνια καὶ ποτὲ δὲν ἔμαθαν τίποτε διὰ τὸ παιδί. Πολλάκις ὁ Ψαρρᾶς ἀνελογίζετο «τί νὰ ἀπέγινεν αὐτὸ τὸ παιδί;» Ἄλλαι περιστάσεις, ἄλλοι καιροὶ τότε! Τῷ 1710 οἱ προεστοὶ τοῦ Φιλωτίου, ἐν οἶς πρῶτος ὁ Στέφανος Ψαρρᾶς, ἀπεφάσισαν μαζὶ μὲ ὅλους τους χριστιανοὺς τοῦ χωριοῦ νὰ κτίσουν νέαν καὶ μεγάλην ἐκκλησίαν, διότι ἡ παλαιὰ ἦτο μικρὴ καὶ δὲν ἐξυπηρετοῦσε τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας τῶν κατοίκων. Εἰς τὸ μέσον του Φιλωτίου ὑπῆρχεν ἕνας λαχανόκηπος, εἰς τὴν ἄκρην τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε Φράγκικη Ἐκκλησία καὶ παραπλεύρως αὐτῆς κατέκειντο τὰ ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεοος τῆς Θεοτόκου, ἐκείνου δηλαδὴ τὸν ὁποῖον εἶχε κτίσει ὁ αὐτοκράτωρ Ἀλέξιος Κομνηνὸς καὶ τὸν ὁποῖον εἶχον καταστρέψει, ὡς προαναφέρεται, τοῦρκοι πειραταὶ τῷ 1544.

Ὁ λαχανόκηπος οὗτος ἦτο κτῆμα τοῦ Φράγκου ἄρχοντος Χρύσανθου Μπαρότζι. Ἀλλ᾿ ὁ Φράγκος προύχων καὶ τιμαριώτης οὗτος ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ παρεχώρει ἢ ἐπώλει τὸ ἀναγκαῖον τμῆμα χώρου, οὐδὲ κἂν τὰ ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ ναοῦ, διὰ νὰ κτισθῇ ἡ νέα Ἐκκλησία. Μίαν ὅμως ἡμεραν, οἱ ζωηρότεροι ἀπό τους προκρίτους τοῦ χωριοῦ, εἰς οὓς περιελαμβάνετο καὶ ὁ Ψαρρᾶς, εἰσῆλθον αὐθαιρέτως εἰς τὸν χῶρον καὶ ἤρχισαν νὰ ἀνοίγουν θεμέλια διὰ νὰ κτίσουν τὸν ναόν. Ὁ Μπαρότζι ἐπεχείρησε νὰ τοὺς ἐμποδίσῃ, ἀλλ᾿ οἱ κάτοικοι τὸν ἐξεδίωξαν, ἀποφασισμένοι νὰ ἐκτελέσουν τὸ ἔργον των. Ἐπὶ κεφαλῆς τῶν χωρικῶν ἦτο ὁ Ψαρρᾶς, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔφερε μαζί του τὸ γιαταγάνι του ἀπειλῶν τὸν Μπαρότζι ὅτι «θὰ ἐσκώτωνε ὅ,ποιον θὰ ἐπλησίαζε νὰ ἐμποδίσῃ τὴν ἐργασίαν».

Ὁ Μπαρότζι, θεωρήσας προσβολὴν τὴν τοιαύτην συμπεριφορὰν τῶν κατοίκων καὶ πρὸ πάντων του «ξιφουλκίσαντος» Ψαρρᾶ, κατέφυγεν εἰς τὸν βοεβόδαν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὅμως μὴ «δικαιωθείς», προσέφυγεν εἰς τὸν ἐν Νάξῳ Γάλλον Πρόξενον, ὅστις διὰ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Γάλλου Πρεσβευτοῦ ἀνεφέρθη εἰς τὴν Ὑψηλὴν Πύλην, ἀπαιτήσας τὴν τιμωρίαν τῶν αὐθαιρετούντων Φιλωτιτῶν καὶ ἰδίως τοῦ Ψαρρᾶ.

Ἡ Ὑψηλὴ Πύλη πράγματι διέταξε τὸν βοεβόδαν νὰ σταματήση τὴν αὐθαιρεσίαν, ἀλλὰ καὶ νὰ συλλαβὴ τὸν Ψαρᾶν καὶ νὰ τὸν ἀπόστειλη σιδηροδέσμιον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν διὰ νὰ δικασθῇ. Ὅταν συνελήφθη ὁ Ψαρρᾶς, «ὅλο τὸ χωριὸ τὸν ἔκλαψε», διότι ἦτο πλέον βέβαιον, ὅτι τὸν ἐπερίμενεν ἀποκεφαλισμός. Ὡδηγήθη εἰς τὴν τρομερὰν Φυλακήν, ὁποὺ παρέμεινεν ἐπὶ δύο μῆνας ὑπὸ ἀπανθρώπους συνθήκας. Ἀλλὰ καθὼς ἦτο «γερὸ κόκκαλο», κατώρθωσε ν᾿ ἀνθέξῃ τὰ βασανιστήρια καὶ νὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὸ δικαστήριον. Εἰς αὐτὸ παρίστατο καὶ ὁ Μπαρότζι, συνοδευόμενος καὶ ἀπὸ Γραμματέα τῆς Γαλλικῆς Πρεσβείας ἐν Κωνσταντινουπόλει.

Ἀρξαμένης τῆς δίκης, ὁ δικαστὴς ἤνοιξε τὴν δικογραφίαν καὶ ἀνέγνωσε τὸ ὄνομα τοῦ κατηγορουμένου: Ἀναγνώστης Στέφανος Ψαρρᾶς. «Ἔκπληκτος ὕψωσε τὴν κεφαλήν του καὶ ἀτενίσας πρὸς τὸ ἑδώλιον τοῦ κατηγορουμένου ἀνεγνώρισε τὸν ψυχοπατέρα του ἀπὸ τὸ Φιλώτι καὶ Σωτῆρα του εἰς τὸ ναυάγιον τοῦ Καλαντοῦ. Ἦταν τὸ δωδεκάχρονον τουρκάκι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ὁ Ψαρρᾶς εἶχε περιθάλψει κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ ναυαγίου, ἦταν ὁ Γιώργης (Χουσεΐν) ποὺ διέμεινεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ψαρρᾶ ὡς πραγματικὸν παιδὶ του ἐπὶ ἓξ χρόνια καὶ τὸ ὁποῖον ἔγινε δικαστής. Ἡ Παναγία τὸν ἔστειλε εἰς τὴν κρίσιμον αὐτὴν ὥραν τοῦ Ψαρρᾶ; Ὁ δικαστὴς διέταξεν ἀμέσως νὰ λύσουν τὸν γέροντα κατηγορούμενον καὶ ἐκάλεσε τὸν Μπαρότζι ν᾿ ἀναπτύξῃ τὴν κατηγορίαν του. Ἐνῷ ὁ Μπαρότζι ἠγόρευε, ὁ δικαστὴς Χουσεῒν μπέης εἶχεν ἐστραμμένα τὰ μάτια του πρὸς τὸν κατηγορούμενον, μὲ μεγάλην συγκίνησιν, χωρὶς νὰ παρακολουθῇ τὰ ὅσα τοῦ καταμαρτυροῦσε ὁ Μπαρότζι· ἀναπολοῦσε ἴσως στιγμὰς ποὺ ἔζησε μαζὶ μὲ τὸν ψυχοπατέρα του, τὴν ψυχομητέρα του, τὰ ἄλλα παιδιὰ τοῦ Φιλωτίου, ἀκόμη καὶ μὲ τὰ γιδοπρόβατα εἰς τὸ Καλαντὸν κ.ἄ.

Μόλις ἐτελείωσεν ὁ Μπαρότζι τὴν κατηγορίαν, ὁ δικαστής, χωρὶς κἂν νὰ καλέσῃ τὸν κατηγορούμενον νὰ ἀπολογηθῇ, ἠγέρθη καὶ μὲ φωνὴν παλλόμενης ἀπήγγειλε τὴν ἀπόφασίν του εἰς ἄλλην περίπτωσιν θὰ ἔλεγεν ἁπλῶς «ἔνοχος» καὶ καταδίκη «εἰς θάνατον». Ἀντ᾿ αὐτοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς: «Ἐν ὀνόματι τοῦ Σεπτοῦ ἡμῶν Ἄνακτος Σουλτάνου Ἀχμέτι τοῦ Γ´ (Σελὶμ) κηρύττω ἀθῷον τὸν κατηγορουμενον καὶ λαμβάνω τὴν ἀπόφασιν νὰ τελειώσῃ τὴν ἐκκλησίαν τοῦ χωρίου του χωρὶς νὰ τὸν ἐμποδίσῃ κανείς».

Μετὰ τὴν ἀπαγγελίαν τῆς τοιαύτης ἀποφάσεως, ὁ μὲν Μπαρότζι μὲ τὸν Γάλλον διπλωμάτην ἀπῆλθον κατησχημένοι «μὲ τὴν οὐρὰν ὑπὸ τὰ σκέλη», ὁ δὲ γέρων Ψαρρᾶς ἔμεινεν ἀποσβολωμένος ἀπὸ ἔκπληξιν καὶ συγκίνησιν, ἀναμεμιγμένων μὲ ἀπορίαν καὶ χαράν. Δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀντιληφθῇ πόθεν ἐπέμφθη τὸ θεῖον δῶρον. Ἐνῷ προηγουμένως τὸ θολὸν καὶ ἄπελπιν βλέμμα του ἔβλεπε τὸ σκότος, ἤδη φῶς ἱλαρὸν περιέλουσε τὸ πρόσωπόν του. Ἔμεινεν ἀκίνητος, μὴ δυνάμενος ν᾿ ἀντιληφθῇ ποῖος ἅγιος «τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι», μέχρις ὅτου τὸν ἐπλησίασεν ὁ δικαστὴς μὲ τὰ μάτια πλήρους χαρᾶς καὶ συγκινήσεως καὶ τοῦ εἶπε: «Κᾶμε τὸ καλὸ καὶ ρίχτο στὸ γιαλό!», «πατέρα Στέφανε, δὲν μὲ γνωρίζεις;»· «Εἶμαι ὁ Χουσεΐν, ὁ Γιώργης, τὸ ψυχοπαίδι σου". Ὁ Ψαρρᾶς ἔμεινεν ἄφοβος. Ἐπηκολούθησαν σκηναὶ ἀφάτου συγκινήσεως μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν. Ἔμειναν ἐναγκαλισμένοι κλαίοντες ἀπὸ χαρὰν καὶ συγκίνησιν. Τὸ βλέμμα τοῦ «γερόλυκου» Ψαρρᾶ ἔλαμψε καὶ τότε κατάλαβε ἀπὸ ποῦ προῆλθεν ἡ σωτηρία του. Ηὐχαρίστησε τὸν Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν, διότι τοῦ ἔστειλαν τὸν Σωτῆρα του καὶ μάλιστα ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ τούτου τοῦ παιδιοῦ του. «Μέγας εἶσαι Κύριε καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου», ἐψιθύρισεν ὁ γερο-Ψαρρᾶς.

Ὁ Χουσεῒν Μπέης ὡδήγησε τὸν Ψαρρᾶν εἰς τὸ ἀνάκτορό του καὶ τὸν ἐφιλοξένησεν ἐπὶ ἕνα μήνα καὶ ὅταν ἡτοιμάσθη νὰ ἀναχωρήση διὰ τὴν Νάξον τοῦ ἔδωσε δύο «κασέλες» γεμάτες δῶρα, μία σακκούλα φλουριά, μία κουμπούρα καὶ ἕνα σουλτανικὸν φιρμάνι διὰ νὰ μὴ τὸν πειράζῃ κανείς. «Πατέρα», τοῦ εἶπε, «μὲ τὰ φλουριὰ θὰ χτίσης τὴν Ἐκκλησία μὲ ἕνα μεγάλο καμπαναριὸ καὶ μὲ τὸ φιρμάνι πᾶρε ὅσον τόπον θέλεις καὶ ὅταν βγῇς στὴ Χώρα ρῖχνε μερικὲς κουμπουριὲς εἰς πεῖσμα τῶν Φράγκων καὶ ἂν σὲ πειράζῃ τοῦρκος δεῖξε τὸ φιρμάνι». Τοῦ ἐνοικίασε ἕνα μεγάλο καΐκι καὶ τὸν κατευώδωσε. «Ὢ πόσον διάφορος ἦτο ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς ἄλλου εὐεργετηθέντος τουρκόπαιδος, ὁ ὁποῖος, ἀντὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν εὐεργέτην καὶ Σωτῆρα του Ἕλληνα, τὸν ὡδήγησεν εἰς τὴν ἀγχόνην (βλ. ἐν τόμ. 3, Κρήτη, Ῥέθυμνον, ὑπὸ «Μηλιώτισσα» ἀρ. 34).

Ὅταν ὁ Ψαρρᾶς ἔφθασεν εἰς τὴν Νάξον καὶ ἐβγῆκε καλοντυμένος καὶ μὲ τὴν κουμπούραν εἰς τὴν μέσην, ἐγένετο ἀντιληπτὸς ἀπὸ τὸν βοεβόδαν, ὁ ὁποῖος μὲ δύο τούρκους τσελεπῆδες τὸν ἐπλησίασαν, διὰ νὰ τοῦ ζητήσουν τὸν φόρον διὰ τὰ πράγματα ποὺ ἔφερε (τελωνειακὸν δασμὸν) καὶ διὰ νὰ τοῦ πάρουν τὴν κουμπούραν ποὺ ἔφερεν εἰς τὴν μέσην του. Μόλις ὅμως ὁ Ψαρρᾶς τοὺς ἔδειξε τὸ φιρμάνι τοῦ Σουλτάνου, ἐκεῖνοι ἔσκυψαν καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν. Ἡ εἴδησις ὅτι ὁ Ψαρρᾶς ἔφθασεν εἰς τὴν Νάξον διεδόθη εἰς ὅλο τὸ νησὶ καὶ οἱ Φιλωτίτες τοῦ ἐπεφύλαξαν ἐνθουσιώδη ὑποδοχὴν μὲ τσαμποῦνες, τουμπάκια, τραγούδια καὶ μπιστολιές».

Τὴν ἑπόμενην ὁ Ψαρρᾶς κατέσχεσεν ὁλόκληρον τὸν λαχανόκηπον τοῦ Μπαρότζι καὶ ἐκήρυξε αὐτὸ κτῆμα τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ ἕνα ἀκόμη κτῆμα διὰ νεκροταφείου. Οὕτω μὲ τὰ χρήματα τοῦ Χουσέιν Μπέη ποὺ ἔφερεν ὁ Ψαρρᾶς κατεσκευάσθη ὁ περικαλλέστατος ναὸς τῆς Παναγίας τῆς Φιλωτίτισσας μὲ τὸ ὡραιότατον κωδωνοστάσιον, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι καλλωπισμοί, ἐτελέσθησαν δὲ τὰ ἐγκαίνια τὴν 15ην Αὐγούστου 1718. Εἰς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν φλογερὸν καὶ ἐνάρετον πατριώτην Στέφανον Ψαρρᾶν, οἱ συμπατριῶται του Φιλωτίτες ἐνετοίχισαν ἐπὶ τοῦ κωδωνοστασίου μαρμαρίνην πλάκα μὲ τὴν μορφήν του, ἥτις καὶ σώζεται μέχρι σήμερον διὰ νὰ ὑπενθυμίζῃ τὸ ρητὸν τοῦ ἁπλοϊκοῦ καὶ μεγαλοψύχου ἐκείνου συγχωριανοῦ των, ποὺ τόσην εὖρεν ἐπαλήθευσιν: «κᾶμε τὸ καλὸ καὶ ρίχ᾿ το στὸ γιαλό».

Ἀναφέρεται ἀκόμη καὶ μία ἄλλη, σχετικὴ μὲ τὴν προσπάθειαν τῶν Φιλωτιτῶν νὰ ἀνεγείρουν τὸν ναόν, παράδοσις: Τῷ 1714, ὅτε οἱ Φιλωτίται διεξήγαγον τὸν κατὰ τοῦ Μπαρότζι ἀγῶνα των, διὰ νὰ ἀνακτήσουν τὸν χῶρον, ὅπου θὰ ἀνήγειρον τὸν ναόν των, ἤτοι ἀναμφισβητήτως εἰς χρόνον πρὸ τῆς προεκτιθεμένης περιπέτειας τοῦ Ψαρρᾶ, ἀπέστειλαν πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Κοσμᾶν τὸν ἀπὸ Ἀλεξανδρείας, μεθ᾿ ἱκετηρίου γράμματος τῶν κατοίκων τοῦ Φιλωτίου, πρεσβείαν ἐκ τῶν ἱερέων Γεωργίου Γρατσία καὶ Νικ. Ψαρρᾶ, ἵνα ὁ Παναγιώτατος εὐδοκήσῃ καὶ ἀπαλλάξη τὸν ὑπὸ οἰκοδόμησιν ναὸν ἀπὸ τῆς ἁρπάγης τοῦ φεουδάρχου Μπαρότζι. Κατὰ τὸν Νικ. Κεφαλληνιάδην (ἔνθ᾿ ἀνωτ. σ.18), δὲν εἶναι γνωστὸν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς τοιαύτης ἐνεργείας τῶν Φιλωτιτῶν. Τὸ πιθανώτερον πάντως εἶναι ν᾿ ἀπέβη ἄκαρπος ἡ ἐνέργεια αὕτη, δι᾿ ὃ καὶ ἠκολούθησεν ἡ «αὐθαιρεσία» τῶν Φιλωτιτῶν καὶ ἡ δίωξις τοῦ Ψαρρᾶ καὶ τὰ ἐπακολουθήσαντα.

Ὁ ναὸς τῆς Παναγίας τῆς Φιλωτίτισσας κεῖται ἐπὶ τῆς πλατείας τοῦ Φιλωτίου, σκιαζομένης ὑπὸ μεγάλων πλατάνων. Εἶναι τρίκλιτος βασιλικὴ καὶ θεωρεῖται ἓν ἐκ τῶν σημαντικωτέρων θρησκευτικῶν μνημείων τῆς Νάξου. Ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν προκαλοῦν τὰ ὑψούμενα τρία κωδωνοστάσια. Τὸ κεντρικόν, ἐπὶ τοῦ ὁποίου, ὡς προαναφέρεται, ἔχει ἐντοιχισθῆ ἡ πλὰξ μὲ τὴν μορφήν τοῦ Στεφάνου Ψαρρᾶ, φέρει τὴν χρονολογίαν 1810 καὶ γλυπτὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας βρεφοκρατούσης· ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ἀναγράφεται ἡ χρονολογία 1873, ἐπὶ δὲ τοῦ ἀριστεροῦ ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή: «Δωρεὰ Μ.Α. Λεοντίου 1958». Ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ τοίχου ὑπάρχει ἐντοιχισμένη θαυμασία γλυπτὴ εἰκὼν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, εἰς τὸ ἄνω μέρος τῆς ὁποίας παριστῶνται ἄγγελοι, εἰς τὸ μέσον ἡ Κοίμησις καὶ ἡ χρονολογία 1779 καὶ εἰς τὸ κάτω μέρος ὁ δικέφαλος βυζαντινὸς ἀετός, πλαισιούμενος ἀπὸ διακοσμητικὰ φυτά. Ἐπὶ τῆς κεντρικῆς πύλης τοῦ ναοῦ ἀναγράφεται ἡ χρονολογία 1874, εἰς δὲ τὴν ἀριστερὰν ἡ χρονολογία 1718, ἥτις, κατὰ τὰ προεκτιθέμενα, εἶναι ἡ τοιαύτη τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ.

Ἐσωτερικῶς, ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τὸ τέμπλον, κατασκευασμένον ἐκ φαιοῦ μαρμάρου, ἑξαιρετικῶς διακεκοσμημένον. Εἶναι ὑψηλόν, σχεδὸν ἐγγίζον τὸν θόλον, καθ᾿ ὅλον δ᾿ αὐτοῦ τὸ μῆκος ὑπάρχουν κιονίσκοι συνδεόμενοι μὲ τὸ τέμπλον διὰ φουρουσίων (καλλιτεχνικῶν καμπυλῶν). Τὸ Βημόθυρον εἶναι ἁγιογραφημένον, ἀπολῆγον εἰς μεγάλον ξύλινον σταυρόν, ἑκατέρωθεν τοῦ ὁποίου εἰκονίζονται τὰ λυπηρά. Ἡ τιμωμένη εἰκὼν τῆς Παναγίας τῆς Φιλωτίτισσας φέρει ἀργυροῦν κάλυμμα καὶ τὴν ἐπιγραφήν: «Διὰ χειρὸς Σεβαστιανοῦ Σμυρναίου 1800», ἡ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν τοιαύτην: «τῶν εὑρισκομένων συνδρομητῶν ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ Ναξίων τὸ ἀφιερώνουν εἰς χωρίον Φιλότι, 1873», νοουμένων τῶν ἐν Σμύρνη βουτσάδων (βαρελοποιῶν). Ὁ Ἄμβων εἶναι ἐπίσης μαρμάρινος, ὁμοιάζων πρὸς ἐκεῖνον τῆς Ἀπεραθίτισσας (Παναγίας τῆς Ἀπειράνθου, ἀνωτ. ἀρ.8). Εἶναι ὡσαύτως μαρμάρινος καὶ ὁ Δεσποτικὸς Θρόνος, φέρων δύο κιονίσκους Κορινθιακοῦ ρυθμοῦ καὶ ἑκατέρωθεν δύο μαρμάρινους καθιστοὺς λέοντας.

Κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως (15 Αὐγ.) λαμβάνει χώραν Παναξιακὸς πανηγυρικὸς ἑορτασμός, προσερχομένων πάντων τῶν Φιλωτιτῶν, ἀκόμη καὶ τῶν ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ διαμενόντων, τῶν ναυτιλλομένων καὶ πολλῶν ἐξ ἁπανταχοῦ της Ἑλλάδος, ὅπου πάντες μὲ εὐλάβειαν «συναθροίζονται ἐκ περάτων», διὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ τόπου των, τὴν Φιλωτίτισσαν, νὰ ἀνταλλάξουν νοσταλγικὸν χαιρετισμὸν μὲ τοὺς συμπατριῶτάς των καὶ νὰ χορέψουν ὅλοι τὴν Ναξιώτικην σούσταν. http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/agiologion/panagia_filwtitissa_naxos.htm

Paulo Coelho, "Heaven and Hell"

"Heaven and Hell"

by Paulo Coelho

"A man, his horse and his dog were traveling down a road. When they were passing by a gigantic tree, a bolt of lightning struck and they all fell dead on the spot. But the man did not realize that he had already left this world, so he went on walking with his two animals; sometimes the dead take time to understand their new condition…

The journey was very long, uphill, the sun was strong and they were covered in sweat and very thirsty. They were desperately in need of water. At a bend in the road they spotted a magnificent gateway, all in marble, which led to a square paved with blocks of gold and with a fountain in the center that spouted forth crystalline water. The traveler went up to the man guarding the gate.

“Good morning. What is this beautiful place?”

“This is heaven.”

“How good to have reached heaven, we’re ever so thirsty.”

“You can come in and drink all you want.”

“My horse and my dog are thirsty too.”

“So sorry, but animals aren’t allowed in here.”

The man was very disappointed because his thirst was great, but he could not drink alone; he thanked the man and went on his way. After traveling a lot, they arrived exhausted at a farm whose entrance was marked with an old doorway that opened onto a tree-lined dirt road.

A man was lying down in the shadow of one of the trees, his head covered with a hat, perhaps asleep. “Good morning,” said the traveler. “We are very thirsty – me, my horse and my dog.” “There is a spring over in those stones,” said the man, pointing to the spot. “Drink as much as you like.” The man, the horse and the dog went to the spring and quenched their thirst. Then the traveler went back to thank the man.

“By the way, what’s this place called?”

“Heaven.”

“Heaven? But the guard at the marble gate back there said that was heaven!”

“That’s not heaven, that’s hell.”

The traveler was puzzled. “You’ve got to stop this! All this false information must cause enormous confusion!”

The man smiled: “Not at all. As a matter of fact they do us a great favor. Because over there stay all those who are even capable of abandoning their best friends…”

- http://paulocoelhoblog.com/