Γιάννης Μπασλής
Εκπαιδευτικός Φιλόλογος - Συγγραέας
Εκπαιδευτικός Φιλόλογος - Συγγραέας
Με αφορμή την έκθεση χαρακτικής του Βασίλη Χάρου στο Κολλέγιο Αθηνών το 1997.
Όταν πριν από καιρό προσκλήθηκα να πω δυο λόγια για τον συνάδελφο Βασίλη, άρχισε να με πιάνει άγχος, παρά το γεγονός ότι έχω αρκετή εμπειρία από ομιλίες.
Άγχος όχι γιατί δεν είχα τι να πω αλλά γιατί είχα τόσο πολλά να πω για το Βασίλη, που έπρεπε να τα πω όμως μέσα σε λίγο χρόνο. Έτσι, αναγκάστηκα να βάλω τα πιο πολλά απ’έξω και να πω λίγα για το Βασίλη. Τα υπόλοιπα θα τα συμπληρώσεται εσείς.
Απ’ όλες τις δραστηριότητες του ανθρώπου, μόνο μία έχει αποκλειστική έδρα την καρδιά. Η Τέχνη.
Όλες οι άλλες έχουν έδρα τους πρώτιστα το νου. Γι’αυτό κι όποιος μετέχει της Τέχνης, είναι «πολίτης εις των ιδεών την πόλη», που λέει ο Καβάφης.
Είτε ως καλλιτέχνης δημιουργός, είτε ως άτομο που χαίρεται το δημιούργημα του καλλιτέχνη και μπορεί να νιώθει αυτή τη μοναδική χαρά που οδηγεί στην ευτυχία και ξέρουμε ότι η ευτυχία είναι υπόθεση της καρδιάς και όχι του νου.
Κι αυτός ήταν ο λόγος που η απουσία της τέχνης από τη ζωή, η Αμουσία, ήταν αφόρητη για τους αρχαίους Έλληνες.
Αφόρητη όχι επειδή ισοδυναμεί με άχαρη ζωή, αλλά προπαντός με ζωή τυφλή, απαίδευτη, ακαλλιέργητη.
Κάθε μορφή τέχνης δηλαδή είναι γι’αυτούς πάντα πάνω απ’όλα παιδευτική αποστολή. Δε θεωρούσαν δηλαδή την τέχνη μια απλή τέρψη αλλά παιδεία και μάλιστα έξοχη, την κατ’εξοχήν παιδεία.
Φορέας αυτής της υψηλής παιδείας, φυσικά, είναι ο καλλιτέχνης που οφείλει, από την άμορφη αλλά τρομακτικά ζωντανή ανθρώπινη ύλη, να πάρει εκείνα τα στοιχεία με τα οποία θα μορφώσει το δικό του πόνο και όνειρα, θ’ ακούσει τη θεά μούσα, όπως έκαμε ο πρώτος Ευρωπαίος ποιητής Όμηρος, και θα πλάσει ύστερα τους καημούς και τα όνειρα του ανθρώπου.
Κι αυτά τα πάθη και όνειρα θα προσπαθήσει, με τη γλώσσα του κώδικα της τέχνης του, να τα διδάξει και σε μας ως ο ξεχωριστός μας δάσκαλος, ώστε και εμεις που δεν έχουμε το δώρο της θείας μανίας, να γίνουμε μέσω της τέχνης του, μέτοχοι ουσιαστικοί και των δικών μας ονείρων, που εκείνος μπόρεσε να δει και να πλάσει όντας η συνείδηση της εποχής του.
Αυτή όμως η ενορατική επικοινωνία με τους καημούς και τα όνειρά μας, που γίνεται μέσα από τα έργα του καλλιτέχνη, η ανακάλυψη δηλαδή οδών και οδηγών στη Μούσα, εξαρτάται από την ευαισθησία, την παιδεία του καθενός, τα κλειδιά που στη ζωή του έχει αποκτήσει για ν’ανοίξει τις πόρτες της τέχνης.
Όσα περισσότερα κλειδιά επικοινωνίας με τη Μούσα έχει αποκτήσει κανείς, κλειδιά που ο καλλιτέχνης δάσκαλος τα διδάσκει, τόσο ευτυχέστερος γίνεται.
Η γλώσσα όμως αυτή των κλειδιών της τέχνης, η μύηση δηλαδή στα μυστικά της ώστε να μπορούμε να την αποκωδικοποιήσουμε και εμείς οι άμουσοι, είναι αγώνισμα των ανθρώπων μέγα. Και απαιτεί δια βίου μαθητεία, που ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια στο σχολείο και την ευθύνη αυτής της μύησης, μόνο ο ίδιος ο καλλιτέχνης μπορεί να την αναλάβει.
Είναι όμως μια βαριά ευθύνη, δύσκολο έργο η μύηση των παιδιών στα μυστικά της τέχνης.
Γιατί ο δάσκαλος-καλλιτέχνης, από τη μια βιώνει καθημερινά το άγχος και την αγωνία της μύησης των παιδιών και από την άλλη δεν παύει να παράγει έργο, που απευθύνεται όχι μόνο σε όλους τους σύγχρονούς του, αλλά και στις μελλοντικές γενιές.
Στην περίπτωση των παιδιών, την ευθύνη της καλλιτεχνικής παιδείας την έχει αποκλειστικά ο καλλιτέχνης-δάσκαλος.
Στην άλλη περίπτωση, μεγάλο μέρος της ευθύνης φέρνει ο ακροατής, θεατής του καλλιτεχνικού δημιουργήματος, με τον οποίο ο δημιουργός έρχεται έμμεσα σε επαφή μέσα από το έργο του, όπως και θα γίνει απόψε με τα έργα που θα δούμε.
Ο ένας έχει διπλό ρόλο γιατί είναι, πρώτον, δάσκαλος παιδιών και, δεύτερον, δάσκαλος συνανθρώπων. Ο άλλος είναι είναι μόνο δάσκαλος συνανθρώπων.
Ο πρώτος θεωρητικά είναι λιγότερο ελκυστικός, αφού απαιτεί λιγότερο χρόνο για καλλιτεχνική δημιουργία και πολύ μεγάλη αφοσίωση στα παιδιά. Γι αυτό και λίγοι αντέχουν μια τέτοια ευθύνη.
Χρειάζεται να έχεις μέσα σου απέραντη αγάπη για τα παιδιά, για να αναλάβεις και να αντέξεις ένα δεύτερο φορτίο. Δάσκαλος σε μικρά παιδιά και εφήβους, να μάθει δηλαδή και μιαν άλλη τέχνη. Το δασκαλίκι.
Ο Βασίλης Χάρος, από τη μεγάλη αγάπη του προς τα παιδιά, επέλεξε από την αρχή το βαρύ φορτίο που απαιτεί ο διπλός του ρόλος. Να γίνει ο μορφωτής του κόσμου και ο σμιλευτής της ψυχής των παιδιών. Γι αυτό και στη Σχολή Καλών Τεχνών, υπότροφος όντας του Ι.Κ.Υ, δεν αρκέστηκε να γνωρίσει τα μυστικά της τέχνης του αποκτώντας το πτυχίο της χαρακτικής, καθώς και της Βυζαντινής αγιογραφίας.
Επεδίωξε και πέτυχε ν’αποκτήσει όλο το επιστημονικό υπόβαθρο που απαιτείται για τον δάσκαλο. Το πτυχείο, ο επιστημονικός του οπλισμός στα παιδαγωγικά.
Για τα τυπικά αυτά προσόντα βρήκε αμέσως δουλειά ως δάσκαλος του σχεδίου στο Κέντρο Τεχνολογικών εφαρμογών.
Νοιώθει όμως ότι δεν έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το Παρίσι είναι ο στόχος του τώρα. Τον πετυχαίνει παίρνοντας πάλι υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. Τρία χρόνια, από το 1970 έως ρο 1973, τον ωρίμασαν ως καλλιτέχνη και ως δάσκαλο.
Κι αφού δίδαξε δύο χρόνια στις σχολές μαθητείας και στη σχολή αγγειοπλαστικής στο Μαρούσι, το 1975 τύχη αγαθή τον έφερε εις το Κολλέγιο Αθηνών να συνεχίσει το έργο λαμπρών καλλιτεχνών δασκάλων. Του Νάκη Καλτσονάκη, του Κώστα Πλακωτάρη, του Κώστα Μαλάμου και άλλων.
Είκοσι τρία τώρα χρόνια ζούμε τον αγώνα και την αγωνία του να μυήσει στα μυστικά της τέχνης πρώτα παιδιά από δώδεκα έως δεκαεννέα χρόνων κι ύστερα παιδιά από είκοσι μέχρι εβδομήντα χρόνων. Αυτά δηλαδή που παρακολουθούν μαθήματα τέχνης στην επιμόρφωση ενηλίκων.
Διαφορετικές ηλικίες, διαφορετικές ομάδες, διαφορετικοί στόχοι, διαφορετική αφομοιωτική ικανότητα σημαίνει σχεδιασμός και χτίσιμο διαφορετικών αναλυτικών προγραμμάτων.
Μόχθος πολύς. Για τον Βασίλη Χάρο όμως δεν υπάρχει μόχθος, βάρος.
Αν ο δικός του μόχθος πρόκειται να ωφελήσει τους μαθητές του.
Γιατί έχει το μεγάλο του κουσούρι ο Βασίλης, κουσούρι δυσεύρετο σήμερα. Δεν μπορεί να πει όχι. Προπαντός στους μαθητές του.
Όσες πίκρες κι αν σημαίνει αυτό για τον ίδιο. Θ’αναφέρω ενδεικτικά ένα παράδειγμα.
Σε μια ομάδα μαθητών, πριν από είκοσι χρόνια, που είχαν διάθεση για ουσιαστικότερη γνωριμία με την τέχνη, είχε οργανώσει ένα άτυπο εργαστήριο, στο οποίο συναντιόνταν τα μεσημέρια. Ένδεκα απ’ αυτούς τους μαθητές, που ήταν υποψήφιοι στην Αρχιτεκτονική, ζήτησαν την επόμενη χρονιά να ενταχτεί η δραστηριότητά τους στα μαθήματα επιλογής.
Η διεύθυνση όμως είχε καθορίσει τον αριθμό δώδεκα ως ελάχιστο για τη λειτουργία μιας επιλογής. Πως όμως να αρνηθεί ο Βασίλης τη βοήθειά του; Η επιλογή λειτούργησε, αλλά κάπως ιδιότυπα. Τα μεσημέρια και σε κάθε ευκαιρία. Μπορεί ο Βασίλης να μην πήρε δραχμή από την άτυπη επιλογή. Κέρδισε όμως την χαρά να πετύχουν και οι ένδεκα εις την Αρχιτεκτονική.
Ένα άλλο κουσούρι του Βασίλη είναι η αγάπη και η αφοσίωσή του στο Κολλέγιο. Όσες πίκρες κι αν αυτό του έχει δώσει.
Πρόθυμος πάντα να στηρίξει κάθε ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει το σχολείο. Ο όμιλος τέχνης είναι πάντα από τους πιο ζωντανούς, με εκθέσεις έργων, διαγωνισμούς υψηλού επιπέδου, τόσο ώστε ο μεγάλος μας ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης κάποτε, που κλήθηκε ως μέλος της επιτροπής να βραβεύσει το καλύτερο έργο μαθητή, να δηλώσει ότι δεν θα ήθελε να ξαναβρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση. Δεν μπορούσε να βρει το καλύτερο, γιατί τα θεωρούσε όλα εξαιρετικά.
Όταν δημιουργήθηκε το G.C.E στο σχολείο μας, δεν είχε τη σημερινή γραφειοκρατία και μορφή με τα τμήματα, μαθήματα, αμοιβές καθηγητών κ.τ.λ.
Τότε ο διευθυντής Mr. Salmon παρακάλεσε το Βασίλη να διενεργήσει τις εξετάσεις του μαθήματος «art».
Ο Βασίλης δεν αρκέστηκε στην ευθύνη των εξετάσεων, βοήθησε και προετοίμασε τους υποψήφιους στο εργαστήρι του. Βέβαια, πάλι χωρίς αμοιβή. Αλλά όταν μετά τον Salmon το G.C.E διοργανώθηκε με τη σημερινή του μορφή, με συστηματικά μαθήματα και αμοιβές, ο Βασίλης δεν ξανακλήθηκε.
Μια άλλη, τέλος, δραστηριότητα, που στήριξε από την αρχή, ήταν αυτή της επιμόρφωσης των ενηλίκων. Φυσικά το μάθημά του ήταν από τα πιο ελκυστικά.
Αυτά τα λίγα, αν και θα μπορούσα ώρες να μιλώ για τη σχέση του με τους μαθητές και τους συναδέλφους.
Με τους μαθητές, μιας που διαθέτει μια αρετή, που ως δάσκαλος σφόδρα εγώ προσωπικά ζηλεύω. Φαντάζομαι και οι άλλοι συνάδελφοι. Την γαλήνια ηρεμία και υπομονή, που οφείλεται ίσως στο ήρεμο νησί του. Τα κύθηρα.
Μια τέτοια όμως αρετή προϋποθέτει γνώση του αντικειμένου που διδάσκει, αγάπη γι αυτό και τα παιδιά, σεβασμό στην προσωπικότητα του παιδιού και να είσαι έτοιμος να συγχωρήσεις τις σκανδαλιές του.
Το πως ο Βασίλης Χάρος υπηρέτησε την τέχνη και έφτασε στην πιο ψηλή κορφή, δεν είμαι σε θέση να το κρίνω. Να χαρώ ίσως μπορώ τα έργα, που σήμερα εκτίθενται. Είμαι όμως σε θέση να πω πως έχει ανεβεί στην πιο ψηλή κορφή της δασκαλοσύνης.
Αυτή που γράφει δάσκαλος με κεφαλαίο Δ».