Αιγίς
Ο Δίας τινάζει την Αιγίδα και παγιδεύει το φώς,
Οι πρώτες σταγόνες, ως δακτύλιοι χάους, προσφέρονται στην Θάλασσα.
Ταξίδι
Το ταξίδι τελειώνει, η πορεία πλέον καθοδική,
μπροστά μας η αλλοπρόσαλλη Έρημος της Πραγματικότητας.
Επίλλυο
Οι Παλιοί Θεοί έφυγαν μας άφησαν,
Στην θέση τους βρέθηκαν Ξένοι, Νέοι και Άπειροι,
Σφάλλουν συχνά οι Επήλυδες,
Και οι άνθρωποι καταλαβαίνουν πια ότι
Πάντα υπάρχει χώρος για κάτι χειρότερο.
“Από μια πόλη δεν απολαμβάνεις τα επτά ή τα τριάντα επτά θαύματα, αλλά την απάντηση που δίνει σε κάποιο ερώτημα σου.”
Italo Calvino, Οι Αόρατες Πόλεις
Πόλη αρχαία και ευκλεής,
Θρύλος για όσους την γνωρίζουν μόνο μέσα από τους ποιητές,
Εκείνη όμως ξέρει καλύτερα (οι αιώνες της έδωσαν αυτή την γνώση-σ εκείνη κ σε δυό-τρεις ακόμη),
Τα ερωτήματα χρειάζονται την Γλώσσα, και αυτή είναι αναγκαστικά απατηλή,
Όποια απάντηση κι αν πάρεις θα είναι ψεύτικη όσο κι αν σου αρέσει,
Αυτή είναι η μόνη αλήθεια, και η Πόλη την κάνει διακριτικά γνωστή σε όσους περιβάλλει,
Προσφέροντας τους αφειδώς τον Ζόφο και το Παράλογο ακόμη και στην τετριμμένη καθημερινότητα.
Αλλά και αυτοί επιμένουν, υπομένοντας το δίδαγμα της,
Έμαθαν να απολαμβάνουν το ότι κανένα ερώτημα δεν έχει τελικά σημασία.
Θάλασσα
Άνθρωποι των πλοίων, νομάδες της Θάλασσας,
Ιππεύουν ατσάλινες πολιτείες, ακολουθούν υδάτινες λεωφόρους, και δαψιλεύουν τους ανθρώπους των Στεριών.
Μα τελικά αργά ή γρήγορα έρχεται η ώρα που η Θάλασσα λαμβάνει τα διόδια,
Υψώνει ένα βουβό πελώριο κύμα, που εν μέσω του σκότους καταπίνει τις κινούμενες πολιτείες στο διάβα του,
Και εγγράφει τους νομάδες τους στα δημοτολόγια των πόλεων των πνιγμένων που είναι διάσπαρτες στους βυθούς της.
Η Θάλασσα έχει απέραντη μνήμη.
Παρίες
Δύο κουρελήδες έχουν πιάσει την κουβέντα, ελέγχοντας το δέσιμο μιας στοίβας που μοιάζει κυρίως από σιδερικά.
Αυτή είναι άλλωστε η δουλειά τους.
Ψάχνουν στην άγρια νύχτα-την μέρα θα ήταν αδύνατο!-για να βρουν ότι μεταλλικό μπορεί να είναι χρήσιμο σε οποιονδήποτε,
και το στοιβάζουν για να το πουλήσουν μετά.
Πολλές φορές κάνουν αναγκαστικά φασαρία αταίριαστη για εκείνες τις ώρες, και οι περίοικοι τους καταριούνται δυνατά,
έτσι οι παρίες μας ξεμακραίνουν όλο και περισσότερο στην άκρη της δύσκολης τους νύχτας.
Μα απόψε-τι τύχη!-τους βρήκε ένα μπουκάλι φθηνό κόκκινο κρασί, και απ’ ότι φαίνεται τους ζάλισε.
Αλλά και τους θωράκισε από τις κατάρες.
Έχουν μαζέψει πάλι την στοίβα τους-ακόμη πιο φτωχή απ’ ότι συνήθως αλλά περίεργα ετερόκλητη.
Κοιτάζοντας την ζαλισμένοι, αναρωτιούνται για τις μορφές και τις γεωγραφίες αυτού του κόσμου-το κρασί δεν ήταν σίγουρα καλό!
Ο ένας-Αλέξανδρο τον λένε από έναν άγνωστο του θείο-πιάνει ένα έλασμα.
Κοιτά το δεν μοιάζει στον Ελλήσποντο! Τώρα που το μαζέψαμε ένιωσα Ηφαιστίωνα σαν να τον περάσαμε μαζί, έχοντας έναν στρατό γενναίων.
Και αυτό το κομμάτι ξύλου-αλήθεια αυτό γιατί το πήραμε;-όταν το άγγιξα το ένιωσα σαν θραύσμα δόρατος, και μου είπε ότι άθελα του σε τραυμάτισε στο στήθος, σε ένα χωριό κοντά στον Τίγρη.
Και αυτό το κομμάτι ύφασμα, ένα κουρέλι είναι που όμως όταν το βρήκα μου φάνηκε σαν να το είχα και παλιά σαν πανωφόρι όταν με έσπρωξες να δροσιστώ στον Ινδό για να ξεσκάσω από τις σκοτούρες των ανταρσιών.
Και αυτό το κρασί, είναι σαν αυτό που ήπιες στα Εκβάτανα και σε αρρώστησε.
Και μου είπε ότι αύριο θα φύγεις Ηφαιστίωνα, και ότι εγώ θα δεν θα αργήσω να σε ακολουθήσω.