Στη βιτρίνα (Αντιγόνη Μεταξά/θεία Λένα)Στην βιτρίνα, τραλαλά, μια κουκλίτσα μας γελάκαι με ανοιχτά χεράκια, χαιρετά τα κοριτσάκια.Στην βιτρίνα, τραλαλά, τα ματάκια σου θωρώ,να την είχα, την κυρά μου, στη μικρή την αγκαλιά μου.Στην βιτρίνα, τραλαλά, μια κουκλίτσα μας γελά
Η Μαργαρίτα (Μιχαήλ Στασινόπουλος)Η μικρούλα, η μικρή Μαργαρίτα,να διαβάζει, δεν μπορεί, άλφα βήτα.Στα ματάκια της κυλά ένα δάκρυ,το βιβλίο της πετά σε μιαν άκρη.Το ποδάρι της χτυπά και φωνάζει,την κοιτάζουν τα παιδιά, κάνουν χάζι.Να διαβάζει, δεν μπορεί, άλφα βήτα,αχ! τι άτακτο παιδί, Μαργαρίτα.
Ο κόκορας (Βασίλης Ρώτας)Κοίτα, κοίτα ο κοκκορής μας,το καμάρι της αυλής μας,κορωνάτος, σπιρουνάτος,κορδωμένος και τριζάτος.Με το κόκκινο λειρί του,την ουρά την φουντωτή του,μοιάζει, κι-κι-ρι-κι-κι,ταγματάρχης με στολή.Πώς πετάγεται στη μάντρα,με το μάτι του σα χάντρα,και κοιτάει ψηλά και κάτουκαι τινάζει τα φτερά του.Και λαλεί σα να σαλπίζειτο λαιμό του, λες, ξεσκίζει,φοβερίζει, κι-κι-ρι,φοβερίζει όλη τη γη.Μ’ αν εκεί σαλέψει κάτι,χούι, ώσπου να κλείσει μάτι,μια στριγκλιά σκουίλα μπήζεικαι πηδάει κι όπου φύγει.Σαν κουρέλι παραδέρνειπου ένα φύσημα το παίρνει,τι κακό, κα-κα-κα-κι,να τρυπώσει, να χαθεί.
Πού ‘ναι πιο καλά (Βασίλης Ρώτας)Φεγγαράκι, φεγγαράκιπου κρέμεσαι στον ουρανό,πες μου και πού ’ναι πιο καλά,στον κάμπο ή στο βουνό;Όπου είν’ υγεία και χαράκι όπου κανένας δεν πεινάκαι κανένας δεν κρυώνειούτε πονάει εκεί είναι πιο καλά!Ποταμάκι, ποταμάκιπου τρέχεις όλο τον καιρό,πες μου και πού ’ναι πιο καλά,στην πόλη ή στο χωριό;Όπου είν’ υγεία και χαράκι όπου κανένας δεν πεινάκαι κανένας δεν κρυώνειούτε πονάει εκεί είναι πιο καλά!Χελιδόνι, χελιδόνιπου βλέπεις χώρες και χωριά,πες μου και πού ’ναι πιο καλά,στον Νότο ή στον Βοριά;Όπου είν’ υγεία και χαράκι όπου κανένας δεν πεινάκαι κανένας δεν κρυώνειούτε πονάει εκεί είναι πιο καλά!
Καληνύχτα (Μάνος Χατζιδάκις)Καληνύχτα, καληνύχτα,ξάπλωσε παιδάκιΚαληνύχτα, καληνύχτα,κι όνειρα γλυκά.Το φεγγάρι σαν το καντηλάκιμας φωτίζει, πάλι μαγικά.Καληνύχτα, καληνύχτα,κλείσε τα ματάκιατ’ αγεράκι παίζει στα κλαδιά.
Η πεταλούδα (Άγνωστος)Κάτι ψήλωσε στ’ αγέρι, κάτι λάμπει μες στο φως,ήλιος νάναι; Να ’ν’ αστέρι, για παράξενος ανθός;Από το ‘να λουλουδάκι στ’ άλλο φεύγει και πετάκαι τινάζει στ’ αγεράκι τα φτερά τα χνουδωτά.Τι χρυσό πεταλουδάκι! Τι βουλίτσες πορφυρές!Να το πρόφταινα λιγάκι μέσα ‘κει στις φυλλωσιές.
Η άνοιξη (Διονύσιος Σολωμός)Απ’ την άνοιξη που εγύρισε, ουρανός και γης ευφρανθείΜε το χόρτο και με τ’ άνθη, παίζει ο ζέφυρος τερπνά.Ήλιου αχτίνα καθαρότατη, του βουνού τα χιόνια λιώνειΠου το νέο του ξεφυτρώνει, πράσιν’ έντυμα λαμπρό.Το σιγό το κυματάκι, εις ταις άκρες του φλοισβίζεικαι τ’ ολόδροσο στολίζει, με τ’ ακοίμητα νερά.
Πρωτομαγιά (Διονύσιος Σολωμός)Αύριο θα κόψουμε κάτι λουλούδιααύριο θα ψάλουμε κάτι τραγούδιαεις την πολύανθη Πρωτομαγιά.Να, που δροσόβολη αύρα ξυπνάει,και ψιθυρίζοντας μοσχοβολάειαπό τ’ αρώματα τ’ αυγερινά.Σ’ τα φύλλα επέρναε και της καρδίας,σαν τα κινήματα της φαντασίαςπου ζωγραφίζουνε την ευτυχιά.
Η αγνώριστη (Διονύσιος Σολωμός)Ποια είναι τούτηπου κατεβαίνειασπροντυμένηΩχ το βουνό;Τώρα που τούτηη κόρη φαίνεται,το χόρτο, γένεταιάνθι απαλό.Κι ευθύς ανοίγειτα ωραία του κάλλη,και το κεφάλισυχνοκουνεί.Κι ερωτευμένο,να μη το αφήσει,να το πατήσει,παρακαλεί.Κόκκινα κι όμορφαέχει τα χείλα,ωσάν τα φύλλατης ροδαριάς,Όταν χαράζει,και η αυγούλαλεπτή βροχούλαστέρνει δροσιάς.
Όπου προς το βράδυ (Κωστής Παλαμάς)Όπου προς το βράδυπάτησες τη γηβγήκε στο σκοτάδιμια δροσοπηγή.Κι όπου ήτανε ξέρακαι βουβή ερημιάπαίζει μια φλογέραστ’ άσπρα γιασεμιά.Ρέει, τραγούδι η βρύση,κλαίει σαν προσευχήγύρω της η φύσηγίνεται ψυχή.Όπου προς το βράδυπρόβαλες, Αυγή,φούντωσε λιβάδιμια πηγή τη γη.
Στην όχθη (Κ. Χ. Μύρης)Στάσου στην όχθη και κοίτα το ρέματι κουβαλάει στο μαύρο νερόδέντρα κομμένα ψοφίμια και αίμαγέλιο κυμάτων και κλάμα χλωρόΠοιος είμαι, που πάω, ρωτάω, ζητάωτι φεύγει, τι μένει και τι δε γερνάΣτάσου στην όχθη του άπειρου χρόνουδες τι γοργά ταξιδεύει το φωςσκύψε ν’ ακούσεις το θρήνο του πόνουπου της χαράς είναι σταυραφελφόςΠοιος είμαι, που πάω, ρωτάω, ζητάωτι φεύγει, τι μένει και τι δε γερνά.Στάσου στην όχθη και δες το ποτάμιμη σε πλανέψει βουή και βυθόςγη κι ουρανό και ζωή και καλάμιτα κυβερνάει ο ίδιος ρυθμόςΠοιος είμαι, που πάω, ρωτάω, ζητάωτι φεύγει, τι μένει και τι δε γερνά.
Άρνηση (Περιγιάλι) (Γιώργος Σεφέρης)Στο περιγιάλι το κρυφόκι άσπρο σαν περιστέριδιψάσαμε το μεσημέριμα το νερό γλυφό.Πάνω στην άμμο την ξανθήγράψαμε τ’ όνομά τηςΩραία που φύσηξε ο μπάτηςκαι σβήστηκε η γραφή.Με τι καρδιά, με τι πνοή,τι πόθους και τι πάθοςπήραμε τη ζωή μας· λάθος!κι αλλάξαμε ζωή.
Το εκκρεμές (Νίκος Γκάτσος)Ήρθα σαν το γλάροστην ακρογιαλιάήρθα να σε πάρωμ εκατό φιλιά.Είν η ζωή με τ όνειρο δεμένη.Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.Στ όμορφο ταξίδικαι τ’ αλαργινόέχω για στολίδιτον Αυγερινό.Είν η ζωή με τ όνειρο δεμένη.Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.Τα φτερά μου ανοίγωβόηθα με κι εσύφτάνουμε σε λίγοστ άσπρο μας νησί.Είν η ζωή με τ όνειρο δεμένη.Έλα κι εσύ, χαρά μας περιμένει.
Χρυσοπράσινο φύλλο (Λεωνίδας Μαλένης)Γη της λεμονιάς, της ελιάςγη της αγκαλιάς, της χαράςγη του πεύκου, του κυπαρισσιούτων παλικαριών και της αγάπης.Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο.Γη του ξεραμένου λιβαδιούγη της πικραμένης Παναγιάςγη του λίβα, τ’ άδικου χαμούτ’ άγριου καιρού, των ηφαιστείων.Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο.Γη των κοριτσιών που γελούνγη των αγοριών που μεθούνγη του μύρου, του χαιρετισμούΚύπρος της αγάπης και του ονείρου.Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο.
Όλα κοιμούνται κι όλα σβήνουν (Λορέντζος Μαβίλης)Όλα κοιμούνται κι όλα σβήνουν,ο Έσπερος παλεύει μόνοςκι όλα μ’ αφήνουν πως μ’ αφήνουνκαι μόνο δεν μ’ αφήνει ο πόνος.Τα ρόδα κόκκινα αναμμένα,ξεφτίζουν στ’ ουρανού την άχνα,σαν απ’ το αίμα μου βγαλμένα,που πλημμυρίζει μου τα σπλάχνα.
Φθινόπωρο (Κώστας Χατζόπουλος)Άσε το Φθινόπωρο γύρω σου να στρώσειτ’ άνθη τα στερνά.Μια ζωή πεθαίνει, μια πνοή περνά.Τάχα σε προσμένει μια άνοιξη ξανά;Άσε το Φθινόπωρο γύρω σου να απλώσειμια στερνή ευωδιά,μια χαρά χαμένη, μέσα στην καρδιά.
Η ξανθούλα (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)Μ΄ αρέσ΄ η θάλασσα, γιατί μου μοιάζειμ΄ αρέσει, σ΄ άκουσα να λες κρυφάπότε αγριεύεται, βόγγει, στενάζεικαι πότε ολόχαρη παίζει γελά.Δεν είν΄ ολόξανθη σαν τα μαλλιά μου.Δεν είν΄ ο κόρφος μου σαν τον αφρό.Μέσα στα μάτια μου τα γαλανά μουδεν έχω κύματα, τάφο, ουρανό.Μ΄ αρέσ΄η θάλασσα, γιατί μου μοιάζεικι ας έχει μέσα της κόσμο θεριάμη στην καρδούλα μου μη δε φωλιάζειαγάπη αχόρταγη, σκληρή φωτιά.Κι εγώ εχαιρόμουνα που χολιασμένηφαρμάκι μου ‘σταζες μες στην ψυχήτη ζήλεια σου έβλεπα ξαγριωμένηστα χείλη σου έβραζε κάθε πνοή.Τότ΄ εκρεμάστηκα στην τραχηλιά σουτη φλόγα σώσβυσα με δυό φιλιά,την όψη εβύθισα μες στα μαλλιά σου,στον κόρφο σου έστησα κρυφή φωλιά.Κύμα μου ανήμερο, ψυχή μου, φθάνει.Μη μ΄ αγριεύεσαι, πλάγιασ΄ εδώΘάμαι για σένανε γλυκό λιμάνιΤι αξίζει η θάλασσα χωρίς γιαλό.
Δες, τι λαμπρό φεγγάρι (Διονύσιος Σολωμός)Δες τι λαμπρό φεγγάρι, δες τι νυχτιά περνάειμιαν αύρα δε φυσάει, δε σειέται ένα φτερό.Το αηδονάκι μόνο μες τα κλαδιά πετώντας,λυπάται κελαηδώντας, πως είναι μοναχόΜα, να η συντρόφισσά του, μαγευτικά του κράζειπουλί μου μη σε νοιάζει κι εγώ είμ’ εδώ μ’ εσέ.Λόγια γλυκά είναι τούτα που ηχούνε στην καρδιά μουμα εγώ στην ερημιά μου, δεν τ’ άκουσα ποτέ