Η ανάπτυξη της ορχήστρας, συνδέεται με την εξέλιξη της οργανικής μουσικής και της όπερας κατά τον 17ο αιώνα και την εποχή του μπαρόκ. Πριν από την περίοδο αυτή, υπήρχαν μικρά μουσικά σύνολα (consort, ensemble). Με την ραγδαία εξέλιξη της όπερας, οι ορχήστρες της εποχής άρχισαν σταδιακά να παίρνουν μια τυποποιημένη μορφή και αυστηρότερη δομή.
Μπαρόκ ορχήστρα:
Αρχικά, η μπαρόκ ορχήστρα αποτελούνταν μόνο από έγχορδα και επιπρόσθετα όργανα του λεγόμενου συνεχούς βάσιμου ή μπάσο κοντίνουο (basso continuo), όπως ήταν το τσέμπαλο ή το λαούτο. Στα πλαίσια της αναζήτησης και άλλων ηχοχρωμάτων, προστέθηκαν σταδιακά και πνευστά όργανα όπως το όμποε. Χάλκινα πνευστά όργανα και κρουστά, χρησιμοποιούνταν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις για τον ιδιαίτερο "χρωματισμό" των μουσικών έργων.
Στα τέλη της μπαρόκ περιόδου, οι ορχήστρες διακρίνονται για τα εξής χαρακτηριστικά τους:
Κυριαρχούν τα έγχορδα,
Χρησιμοποιούνται λίγα ξύλινα πνευστά όπως όμποε, φλάουτο ή φαγκότο,
Χάλκινα πνευστά ή κρουστά χρησιμοποιούνται κατά περίσταση,
Είναι ολιγομελείς με 10-12 έγχορδα και περίπου 6 πνευστά (πλήρης ορχήστρα),
Η ορχήστρα διευθύνεται ουσιαστικά από τον μαέστρο ο οποίος παίζει το συνεχές βάσιμο στο τσέμπαλο.
Χαρακτηριστικά δείγματα μπαρόκ ενορχηστρώσεων αποτελούν οι ορχηστρικές εισαγωγές των Χαίντελ και Μπαχ αυτής της περιόδου.
Κλασική συμφωνική ορχήστρα:
Κατά την μετάβαση από την μπαρόκ στην κλασική μουσική περίοδο, η ορχήστρα υπέστη σημαντικές μεταβολές σε συνδυασμό με αλλαγές και στην ίδια την μουσική και ειδικότερα την γέννηση της Συμφωνίας, που αποτελεί και την κατεξοχήν ορχηστρική μορφή σύνθεσης.
Αυτή την εποχή, η συμφωνική ορχήστρα με τη σημερινή της μορφή, άρχισε να διαμορφώνεται με τη Σχολή του Μανχάιμ και την εκτέλεση έργων σημαντικών συνθετών όπως του Μπετόβεν και του Μότσαρτ. Ο αριθμός των εκτελεστών αυξάνεται σημαντικά ενώ παράλληλα γίνεται για πρώτη φορά η ταξινόμηση των εγχόρδων σε διακριτές ομάδες (πρώτα και δεύτερα βιολιά, βιόλες, βιολοντσέλα και κοντραμπάσα). Τα πνευστά όργανα αποκτούν μόνιμη θέση και μεταξύ αυτών είναι και τα χάλκινα. Σε άμεση συσχέτιση και με τις μεγάλες δημόσιες συναυλίες που καθιερώνονται, η κλασική συμφωνική ορχήστρα διαθέτει επίσης δυνατότερο ήχο.
Τα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας προέρχονται από πολλούς λαούς όλου του κόσμου, κυρίως όμως της Ανατολής και διαμορφώθηκαν από την Αναγέννηση και το Μπαρόκ μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Στη μουσικολογία διαχωρίζονται τα μουσικά όργανα, ανάλογα με τον τρόπο που παράγουν τον ήχο, σε ιδιόφωνα, μεμβρανόφωνα, χορδόφωνα, αερόφωνα και ηλεκτρόφωνα. Στη μουσική πρακτική έχει επικρατήσει όμως για τα όργανα της ορχήστρας μία διαφορετική κατάταξη.
Η κλασική συμφωνική ορχήστρα αποτελείται από τέσσερις βασικές κατηγορίες οργάνων:
Συνολικά η συμφωνική ορχήστρα μπορεί να αποτελείται από περισσότερους από 50 εκτελεστές, ενώ οι μεγαλύτερες ορχήστρες μπορεί να πλησιάζουν και τα 100 όργανα.