Δράσεις και κατασκευές
Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2013
Διαβάσαμε και επεξεργαστήκαμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Μάρως Λοΐζου :"Οι περιπέτειες του χαμόγελου"
Το πιο καλόκαρδο χαμόγελο του κόσμου επισκέπτεται χώρες μακρινές και τόπους άγνωστους και δίνει χαρά σε όλους όσους την έχουν ανάγκη. Δίνει ελπίδες, λύνει διαφορές, διώχνει μακριά τη δυστυχία, τα δάκρυα και τον πόλεμο. Κάνει τους ανθρώπους, τα ζώα, τα άψυχα πράγματα, ακόμα και πολιτείες ολόκληρες να χαμογελούν και να δείχνουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα αναφέρεται στην διχοτομημένη Κύπρο.
...Κι όταν τα δυο χαμόγελα, το Τούρκικο και το Ελληνικό συναπαντήθηκαν εκεί ψηλά, κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν κι ενώθηκαν. Ένα χαμογελαστό συννεφάκι πάνω από τη διχοτομημένη Λευκωσία. Και κάθε φορά που φυσούσε ο θαλασσινός αγέρας κι έπαιρνε το χαμογελαστό συννεφάκι μια κατά εδώ μια κατα κει, το'βλεπαν οι άνθρωποι από κάτω και μπερδεύονταν ποιο είναι το τούρκικο και ποιο το ελληνικό..
Οι μαθητές διαβάζουν επιστολές- μηνύματα γνωστών συγγραφέων προς τα παιδιά για να τους εμπνεύσουν χαρά και αγάπη για τα βιβλία. Συγγραφέων όπως η Σώτη Τριανταφύλλου,ο Θανάσης Βαλτινός, η ΄Αλκη Ζέη και Βαγγέλης Ηλιόπουλος .
Φαντάζονται και σκιτσάρουν τα πρόσωπα των συγγραφέων και δημιουργούν κολάζ.
Τέλος γνώρισαν τους συγγραφείς μέσω διαδικτύου.
Λίγες μέρες πριν την επέτειο του Πολυτεχνείου διαβάσαμε το βιβλίο της Κατερίνας Μουρίκη : «Λίγα γαρίφαλα για το Πολυτεχνείο» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διάπλαση
Δύσκολο να μιλήσεις σε παιδιά για τα γεγονότα του Πολυτεχνείο.
Η συγγραφέας δίνει στα παιδιά την ευκαιρία να μάθουν απλά και κατανοητά την αξία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Μέσα από τις μεστές ατάκες παππού και τις παιδιάστικες ερμηνείες του δεύτερου περνούν έννοιες όπως «Ελευθερία», «Δημοκρατία», «χούντα», «Λαϊκός ξεσηκωμός».
Η σοφία και οι μνήμες του παππού Περικλή ανταμώνουν με την παιδική αφέλεια του Αλέξανδρου που κάνει συνειρμούς και συσχετίζει όσα βλέπει και ακούει με την προσωπική του καθημερινότητα.
Παιδικές σκέψεις που παρότι προκαλούν γέλιο κρύβουν μικρές και μεγάλες αλήθειες της ζωής μας.
Η δυναμική εικονογράφηση του Νίκου Χριστοφοράκη συμπληρώνει εικαστικά το κείμενο δημιουργώντας κατάλληλη ατμόσφαιρα στους μικρούς αναγνώστες.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο μικρός Αλέξανδρος μας βάζει μέσα στο κλίμα της αφήγησής του:
«Γεια σας! Με λένε Αλέξανδρο και πηγαίνω στο νηπιαγωγείο.
Η αδελφή μου, πάει στην Τρίτη τάξη και τη λένε Ελευθερία, όπως και τη γιαγιά.
Όμως ο παππούς Περικλής πότε-πότε τη γιαγιά τη λέει « Χούντα» κι εκείνη κάνει ότι θυμώνει. Μάλλον δεν της αρέσουν τα χαϊδευτικά ονόματα. Το κατάλαβα τελευταία όταν η αδελφή μου ζήτησε να τη φωνάζουμε Φρίντα κι η γιαγιά έβαλε τις φωνές.
«Δεν μας χρειάζονται ξενόφερτα ονόματα!» είπε κοφτά κι η αδελφή μου ξέσπασε:
Σάμπως ξενόφερτο δεν είναι και το «Χούντα» που σε λέει ο παππούς; Τελικά έγινε στο σπίτι επανάσταση για το όνομα της Ελευθερίας μας. Καλά που μπήκε στη μέση ο παππούς Περικλής και έβαλε τα πράγματα στη θέση τους:
«Οι καιροί αλλάζουν, Χούντα μου! Τόπο στα νιάτα!» φώναξε.
Έτσι η γιαγιά Χούντα κατάθεσε τα όπλα και η Ελευθερία μας –δηλαδή η Φρίντα- νίκησε. Τώρα τι με έπιασε και σας λέω τα οικογενειακά μας; Εγώ είχα σκοπό να σας μιλήσω για το Πολυτεχνείο!»
-Τα παιδιά μετά την ανάγνωση και την επεξεργασία του βιβλίου απάντησαν στο παρακάτω φύλλο εργασίας
2ο Πρότυπο Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο
Πόλεως Ρόδου
Λογοτεχνικός –Φιλαναγνωστικός Όμιλος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Μαντέψτε τον τίτλο του βιβλίου που μόλις ακούσατε
---------------------------------------------------------------------- Τι σημαίνει;
α) Ελευθερία
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
β) Δημοκρατία
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
γ) Χούντα
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πώς πολέμησαν οι φοιτητές τη Χούντα;
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ποια είναι η χαρακτηριστική κίνηση που κάνει ο παππούς όταν δυσκολεύεται να απαντήσει στις ερωτήσεις του εγγονού;
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τι ζητάει στο τέλος ο Αλέξανδρος από τον παππού του;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Όνομα:---------------------------------
Κατασκεύασαν γαρίφαλα με τα οποία διακόσμησαν τις αφίσες του σχολείου και έγραψαν συνθήματα για τη γιορτή του Πολυτεχνείου
Η πολιτεία που δεν είχε Χριστούγεννα
Πώς είναι να ζεις σε μία γκρίζα και σιωπηλή πολιτεία;
Πώς γίνεται οι μόνες παιδικές φωνές που ακούγονται να βγαίνουν μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης;
Μουντά χρώματα, κουρασμένα βήματα.
Πού πήγαν τα Χριστούγεννα;
Ποιος θα τα φέρει πίσω;
Πρόκειται για μια χριστουγεννιάτικη ιστορία πιο αληθινή από ποτέ!
Υπάρχουν άραγε ακόμη τα Χριστούγεννα;
Ή ζούμε ένα κακέκτυπο τους που καμία ουσία δεν έχει.
Η ιστορία της Ευρυδίκης Αμανατίδου παρουσιάζει μια πολιτεία που δεν
γιορτάζουν πια τα Χριστούγεννα με έθιμα και παραδόσεις. Όλοι ασχολούνται με το θέμα της επιβίωσης τους στο βαρύ χειμώνα
και κανείς δεν εξηγεί στα παιδιά τη σημασία της γιορτής.
Κι όμως η ανατροπή θα έρθει από τα ίδια τα παιδιά.
Η γιαγιά του Μανόλη και της Σοφίας τους άνοιξε το βιβλίο των χριστουγεννιάτικων εθίμων. Ένα βιβλίο γεμάτο από κάλαντα, χριστόψωμο, στολισμένα καραβάκια και καλικάντζαρους.
Σε λίγο 2 αγόρια και 3 κορίτσια, αποφασίζουν να γίνουν οι ''τρομοκράτες'' των
Χριστουγέννων... αποφασίζουν να πουν τα κάλαντα και να μεταδώσουν το μήνυμα της χαράς και της αγάπης σε όλους τους κατοίκους της πολιτείας.
Κι εκεί που νόμιζες ότι οι φωνές των παιδιών θα φέρουν την ειρήνη και τη γαλήνη..ακούς φωνές ντροπιαστικές...
''Να φύγουν. Με κλωτσιές να φύγουν!''.
Και τα Χριστούγεννα δεν ήρθαν σε αυτή τη πολιτεία.
Στη δική σας ήρθαν;
Tην παραμονή Χριστουγέννων του 2012, η Ιωάννα Χάβιαρη διαβάζει στην εκπομπή της «Ραδιομυθιστόρημα» του ελληνικού ραδιοφωνικού σταθμού 2mm (Σίδνεϋ, Αυστραλία) το παραμύθι της Ευρυδίκης Αμανατίδου,
«Η πολιτεία που δεν είχε Χριστούγεννα».
Εμείς το ακούσαμε μερικές μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 2013
Αν θέλετε μπορείτε να το κατεβάσετε δωρεάν
στην παρακάτω διεύθυνση http://issuu.com/saita.publications/docs/h_politeia_pou_den_eixe_xristougenna/11.
Η ακρόαση του μας παρακίνησε να ζωγραφίσουμε :
¨Την πολιτεία που είχε
Χριστούγεννα¨
Κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει σ' έναν απόμερο δρόμο μιας πολύβουης πολιτείας, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει: ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα, τρεμοσβήνοντας, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούν κάτι...
Ένα ρακένδυτο μικρό αγόρι κάνει φίλο του ένα παραμελημένο δέντρο, σ’ έναν απόμερο δρόμο μιας μεγαλούπολης.
Μια μέρα -παραμονή Χριστουγέννων- το δέντρο, έχοντας δει τα όμορφα Χριστουγεννιάτικα δέντρα στα παράθυρα των γύρω σπιτιών, ζητά απ’ το μικρό του φίλο να το στολίσει κι αυτό έτσι. Όμως, ο μικρός δεν έχει στολίδια ή χρήματα να τα αγοράσει, δεν έχει απολύτως τίποτα...
Πώς μπορεί να κάνει το καχεκτικό δέντρο να δείχνει όμορφο, στο βρώμικο και απόμερο πεζοδρόμιο; Κι όμως, αυτή είναι μια νύχτα διαφορετική, που εκπληρώνονται όνειρα, μια νύχτα μαγική!!
Διήγημα, δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Ἰούλιος 2007
(μετὰ τὶς μεγάλες πυρκαγιὲς σὲ Πάρθνηθα καὶ Ὑμηττό)
Τὸ δέντρο
Σ᾿ ἕνα ἄχαρο πεζοδρόμιο μιᾶς πολύβουης πολιτείας ἦταν κάποτε ἕνα ἄσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανεὶς δὲν τὸ πρόσεχε. Κανεὶς δὲν τὸ φρόντιζε. Κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τὴν παραμικρὴ σημασία. Τὰ φύλλα του εἶχαν μαραζώσει, εἶχαν πέσει ἀπὸ καιρὸ κι εἶχε ἀπομείνει γυμνό, σκονισμένο καὶ καχεκτικό.
Ποτὲ δὲν εἶχε γνωρίσει τοῦ δάσους τὴ δροσιά. Δὲν εἶχαν κελαηδήσει ποτὲ στὰ φύλλα του πουλιά, μὲ δυσκολία νὰ τὸ ἄγγιζε ποῦ καὶ ποῦ κάποια πονετικὴ ἡλιαχτίδα ποὺ γλιστροῦσε στὰ κρυφὰ ἀνάμεσα στὶς μουντὲς καὶ ἄχαρες πολυκατοικίες ποὺ τὸ περιστοίχιζαν.
Οἱ περαστικοὶ διάβαιναν δίπλα του μὲ ἀδιαφορία, βλοσυροὶ καὶ βιαστικοί, χωρὶς νὰ τοῦ δίνουν καθόλου σημασία, μερικοὶ μάλιστα πετοῦσαν ἀποτσίγαρα, φλούδια ἀπὸ κάστανα καὶ λερωμένα χαρτομάντηλα κι ἄλλοι φτύνανε στὸ χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω ἀπὸ τὴ ρίζα του.
Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔφταναν ὅλα αὐτά, κατάλαβε ἀπὸ κάτι μηχανικοὺς μὲ σκοῦρες καμπαρντίνες καὶ κρεμαστὰ μουστάκια, ποὺ ἔσκυβαν καὶ μουρμούριζαν κι ὅλο μετροῦσαν σκυθρωποί, ὅτι θὰ πλάταιναν τὸ δρόμο πλάι του. Κι ἂν συνέβαινε αὐτό, τί τύχη τὸ περίμενε; Θὰ τὸ πελέκιζαν, θὰ τὸ ξερίζωναν; Θὰ τὸ πετοῦσαν μήπως στὰ σκουπίδια;
Ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο δειλινὸ τὸ δέντρο αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ. Στὰ ὁλόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουρτίνες χριστουγεννιάτικα ἔλατα, ποὺ χαρωπὰ παιδιὰ τὰ στόλιζαν μὲ κόκκινα κεριά, καμπανοῦλες, ἀγγελούδια, ἀσημένια πέταλα καὶ γιορτινὲς γιρλάντες καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θὰ ἤθελε νὰ εἶναι ἔτσι κι αὐτό. Χριστουγεννιάτικο ἔλατο στὴ θαλπωρὴ ἑνὸς σπιτιοῦ. Νὰ τὸ φροντίζουν, νὰ τὸ στολίζουν, νὰ τὸ καμαρώνουν...
Τὸ παιδί
Ἦταν κι ἕνα παιδί. Τὶς μέρες ἔκανε δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ. Τὰ βράδια κοιμόταν στὸ πάτωμα ἑνὸς κρύου πλυσταριοῦ στὴν αὐλὴ ἑνὸς ἐγκαταλελειμμένου κτιρίου μὲ ἑτοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανεὶς δὲν τὸ πρόσεχε. Κανεὶς δὲν τὸ φρόντιζε. Κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τὴν παραμικρὴ σημασία. Τὰ μάγουλά του εἶχαν χλωμιάσει, τὰ χέρια του εἶχαν ροζιάσει, τὰ μάτια του εἶχαν γεμίσει θλίψη.
Ποτὲ δὲν εἶχε γνωρίσει τὴ ζεστασιὰ μιᾶς ἀγκαλιᾶς, τὴ θαλπωρὴ ἑνὸς ἀληθινοῦ σπιτιοῦ.
Ἐκεῖνο τὸ κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ τὸ ἀγόρι αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ, γιατί εἶχε μάθει ὅτι μετὰ τὶς γιορτὲς θὰ κατεδάφιζαν τὸ μιζεροκτίριο μὲ τὸ πλυσταριὸ καὶ δεθά῾χε ποῦ νὰ μείνει.
Τυλιγμένο στὸ τριμμένο του παλτό, κοιτοῦσε ἀπ᾿ τὰ φωτισμένα παράθυρα τὰ λαμπερὰ σαλόνια μὲ τὰ γκὶ καὶ τὰ μπαλόνια, τὶς φρουτιέρες μὲ τὰ ρόδια καὶ τὰ χρυσωμένα κουκουνάρια, ἔβλεπε γελαστὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια νὰ κρεμοῦν στὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια ἀστραφτερὰ καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θά ῾θελε νὰ στόλιζε κι αὐτὸ ἕνα ἔλατο σὲ κάποιου τζακιοῦ τὸ ἀντιφέγγισμα, μὲ τὰ δῶρα ὑποσχέσεις μαγικὲς ὁλόγυρά του...
Πῶς τό ῾φερε ἡ τύχη ἔτσι κι ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο βράδυ καὶ συναντήθηκαν κάποια στιγμὴ τὸ δέντρο ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο τὸ παιδί...
Ἡ συνάντηση
Ἐκεῖνο τὸ δειλινὸ τὸ παιδὶ γυρνοῦσε ἄσκοπα στοὺς δρόμους τῆς πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματοῦσε σὲ κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τὴ μύτη του στὸ τζάμι καὶ κοιτοῦσε μὲ μάτια ἐκστατικὰ ὅλα ἐκεῖνα τὰ λαχταριστά, σὲ μιὰ βιτρίνα λόφοι ἀπὸ μελομακάρονα, κουραμπιέδες καὶ πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα μὲ σοκολατάκια, σὲ μιὰ ἄλλη ζαχαρένιοι Ἁγιο-Βασίληδες μὲ μύτες ἀπὸ κερασάκια καὶ μία παραμυθένια πριγκίπισσα ἀπὸ πορσελάνη νὰ κοιτάζει ἀπὸ τὸ ἁψιδωτὸ παράθυρο ἑνὸς φιλντισένιου κάστρου καὶ λίγο παρακάτω, σὲ μιὰ ἄλλη βιτρίνα, μιὰ ὀνειρεμένη τρόικα μὲ ἕναν πρόσχαρο ἁμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια μὲ κόκκινες στολὲς καβάλα σὲ ἄλογα πιτσιλωτὰ νὰ καλπάζουν στοιχισμένα στὴ σειρὰ καὶ στὸ βάθος ἕνα ὀπάλινο παλάτι σὲ μία χιονισμένη στέπα.
Ἔτσι ὅπως περπατοῦσε μὲ τὰ μάτια στραμμένα στὶς καταστόλιστες βιτρίνες, ἔπεσε ἄθελά του πάνω σ᾿ ἕναν περαστικὸ μὲ καμηλὸ παλτὸ καὶ γκρενὰ κασκὸλ ποὺ γύριζε στὸ σπίτι του φορτωμένος μὲ σακοῦλες καὶ πακέτα ποὺ φύγανε ἀπὸ τὰ χέρια του, σκόρπισαν στὸ δρόμο ἐδῶ καὶ κεῖ. Τὸ παιδὶ ἔχασε τὴν ἰσορροπία του, γλίστρησε, τὸ κεφάλι του χτύπησε μὲ φόρα στὸ πεζοδρόμιο, ἔνιωσε μία σκοτοδίνη. Ὁ περαστικός τοῦ ῾βαλε ὀργισμένος τὶς φωνές, τὸ κατσάδιασε γιὰ τὰ καλά.
Τὸ ἀλητάκι σηκώθηκε, τό ῾βαλε στὰ πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ἕνα σοκάκι μὲ μία ὑπαίθρια ἀγορά, ἔστριψε ἕνα δυὸ στενὰ καὶ βρέθηκε στὸ δρόμο μὲ τὸ παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο νὰ πάρει ἀνάσα, ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα, τὰ χνωτισμένα, ἀχνοφαίνονταν τὰ γιορτινὰ σαλόνια μὲ τὰ ἔλατα τὰ στολισμένα.
- Ὄμορφα δὲν εἶναι; Ἀκούει τότε μιὰ φωνή.
Ἦταν τὸ δέντρο τοῦ δρόμου.
- Πολύ. Ἀποκρίθηκε τὸ παιδί, χωρὶς νὰ παραξενευτεῖ καθόλου ποὺ ἕνα δέντρο μιλοῦσε, τοῦ ἄρεσε νὰ τοῦ μιλάει κάποιος χωρὶς νὰ τὸ σπρώχνει, χωρὶς νὰ τὸ κατσαδιάζει, χωρὶς νὰ τὸ ἀποπαίρνει.
- Στόλισέ με! - ψιθύρισε τὸ δέντρο - Στόλισέ με καὶ ἐμένα ἔτσι!
- Μακάρι νὰ μποροῦσα! Πικρογέλασε τὸ παιδί.
- Προσπάθησε, σὲ παρακαλῶ. Ἴσως αὐτά, ξέρεις, νά ῾ναι τὰ στερνά μου Χριστούγεννα, νὰ μὴν δῶ ἄλλα.
- Γιατί τὸ λὲς αὐτό;
- Ἄκουσα ὅτι θὰ πλατύνουν τὸ δρόμο, πελέκι ἢ ξεριζωμὸς μὲ περιμένει, ἕνα ἀπὸ τὰ δυό... Δὲν εἶμαι σίγουρο ἀκόμα.
Τὸ παιδὶ σκέφτηκε ὅτι θὰ κατεδάφιζαν τὸ ἑτοιμόρροπο κτίριο μὲ τὸ ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, τὸ καταφύγιό του. Σὲ λίγο δὲν θά ῾χε οὔτε ῾κεῖνο ποῦ νὰ μείνει. Σὲ κάποιο χαρτόκουτο ἴσως;
- Στόλισέ με! Παρακάλεσε ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ δέντρο. Τὸ παιδὶ κοίταξε ὁλόγυρά του.
- Μὲ τί; Ἀπόρησε.
- Ὅ,τι νά ῾ναι... κάτι θὰ βρεῖς ἐσύ!! Δὲν μπορεῖ.
- Καλά... Ἀφοῦ τὸ θέλεις τόσο πολύ, κάτι θὰ βρῶ νὰ σὲ στολίσω...
Συμφώνησε τὸ παιδὶ κι ἄρχισε νὰ ψάχνει.
Τὰ στολίδια
Ἐκείνη τὴ στιγμή, λὲς καὶ κάτι ψυχανεμίστηκε ὁ οὐρανός, ἔπιασε νὰ χιονίζει, τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνό... Χάδι ἁπαλὸ σκέπαζε ἀνάλαφρα μὲ πάλλευκες νιφάδες στὰ ὁλόγυμνα κλωνιὰ τοῦ παραμελημένου δέντρου.
Πῆρε τότε τὸ μάτι τοῦ παιδιοῦ κάτι νὰ ἀστράφτει λίγο παραπέρα. Μιὰ παρέα πλουσιόπαιδα, ποὺ εἶχαν περάσει ἀπὸ τὸ δρόμο λίγο νωρίτερα, εἶχαν πετάξει χρωματιστὰ χρυσόχαρτα ἀπὸ τὶς καραμέλες ποὺ ἔτρωγαν μὲ λαιμαργία τὴ μία μετὰ τὴν ἄλλη. Τὸ ἀγόρι μάζεψε ἕνα ἕνα τὰ πεταμένα χρυσόχαρτα, τὰ μάλαξε μὲ τὰ δάχτυλά του καὶ ἔπλασε ἀστραφτερὲς πράσινες μπλὲ καὶ βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετὰ ξήλωσε τὰ κουμπιὰ τοῦ φθαρμένου παλτοῦ καὶ μὲ τὶς κλωστὲς κρέμασε τὶς φανταχτερὲς μπαλίτσες στὰ χιονοσκέπαστα κλωνιὰ τοῦ δέντρου.
- Εὐχαριστῶ! Εἶπε τὸ δέντρο, ἀνατριχιάζοντας ἀπ᾿ τὴ χαρά του.
- Μὲ τί ἄλλο ἄραγε νὰ τὸ στολίσω; Μονολόγησε τὸ παιδί.
Λὲς κι εἶχε ἀκούσει τὰ λόγια του, μιὰ νοικοκυρὰ τρεῖς δρόμους παρακάτω ἄδειασε μὲ φόρα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μιᾶς κουζίνας μία λεκάνη μὲ σαπουνάδα σὲ μία πλακόστρωτη αὐλή. Ὁ ἄνεμος πῆρε ἕνα πανάλαφρο σύννεφο ἀπὸ σαπουνόφουσκες καὶ τὶς ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, τὸ ἀγόρι τὶς εἶδε νὰ πλησιάζουν στραφταλίζοντας στὸ φεγγαρόφωτο, τὶς κοίταξε μὲ τέτοια λαχτάρα ποὺ ἐκεῖνες, λὲς καὶ κατάλαβαν τὴν ἐπιθυμία του, ἄφησαν τὸν ἄνεμο νὰ τὶς φέρει ἕνα - δυὸ γύρους καὶ νὰ τὶς κρεμάσει στὰ κλωνιὰ τοῦ δέντρου.
- Ὅσο πάω κι ὀμορφαίνω! Καμάρωσε τὸ δέντρο.
- Σίγουρα ὀμορφαίνεις! Συμφώνησε τὸ ἀγόρι σφίγγοντας γύρω του τὸ παλτὸ γιατὶ ἔκανε πολύ, πάρα πολὺ κρύο...
- Κοίτα! Ἔρχονται!
Ἕνα φωτεινὸ σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στὸ σκοτάδι.
- Ἐλᾶτε! Τὶς κάλεσε μὲ τὸ βλέμμα τὸ παιδί.
Καὶ οἱ πυγολαμπίδες, λάμψεις ἀλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ὀνειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στὰ κλωνιὰ τοῦ δέντρου.
Τὸ κρύο γινόταν ὅσο πήγαινε πιὸ τσουχτερό. Τὸ χιόνι ἔπεφτε ὁλοένα πιὸ πυκνό. Τὸ ἀγόρι σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ τότε τὸ εἶδε! Εἶδε τὸ πεφταστέρι κι ἐκεῖνο, λὲς καὶ συνάντησε τὸ βλέμμα του, διέγραψε στὸ σκοτάδι μία φαντασμαγορικὴ χρυσαφένια τροχιὰ καὶ ἀκούμπησε ἀπαλὰ στὴν κορφὴ τοῦ δέντρου.
Καὶ ἦταν τώρα πράγματι ὄμορφο τὸ δέντρο λουσμένο στὸ φεγγαρόφωτο μὲ τὰ χρυσαφένια μπαλάκια νὰ στραφταλίζουν, τὶς σαπουνόφουσκες νὰ σιγοτρέμουν, τὶς πυγολαμπίδες νὰ ἀναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στὰ χιονισμένα τοῦ κλωνιὰ καὶ τὸ πεφταστέρι ν᾿ ἀνασαίνει χρυσαφένιο φῶς στὴν κορφή του.
- M᾿ ἔκανες τόσο, μὰ τόσο ὄμορφο - εἶπε τὸ δέντρο στὸ παιδὶ - Σ᾿ εὐχαριστῶ πολύ. Σ᾿ εὐχαριστῶ ἀληθινά... Πόσο θά ῾θελα νὰ μποροῦσα νὰ σοῦ χάριζα κι ἐγὼ ἕνα δῶρο...
- Μπορεῖς! Ἀποκρίθηκε τὸ παιδὶ χουχουλίζοντας τὰ χέρια - Ἄσε με, σὲ παρακαλῶ, νὰ καθίσω στὴ ρίζα σου γιὰ λίγο. Νιώθω τόσο, μὰ τόσο κουρασμένο, πονάω... καὶ δὲν ἔχω ποῦ νὰ πάω...
- Ἀμέ! Ἔλα, κάθισε. Κάθισε στὴ ρίζα μου ὅσο θέλεις. Εἶπε τὸ δέντρο.
- Καὶ νὰ δεῖς... Θὰ κάνω ἐγὼ μία εὐχὴ γιὰ σένα.
Τὸ παιδὶ σήκωσε τὸ γιακᾶ, τυλίχτηκε στὸ παλιό του πανωφόρι, κάθισε στὸ χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, ἀγκάλιασε τὸ κορμὶ τοῦ δέντρου καὶ σφίχτηκε ὅσο μποροῦσε πιὸ κοντά του.
Τὸ ταξίδι
Τὸ χιόνι ἔπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Ὅλο του τὸ σῶμα ἔτρεμε, τὰ χέρια του εἶχαν μουδιάσει, τὰ δόντια του χτυποῦσαν. Ἔκλεισε τὰ μάτια γιὰ νὰ τὰ προστατέψει ἀπὸ τὶς ριπὲς τοῦ χιονιοῦ, ὅταν ξαφνικὰ - τί παράξενο - ἄκουσε ἐκεῖνον τὸν ἦχο... Τὸν ἦχο τὸν χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ἕνα μαστίγιο ἀκούστηκε νὰ κροταλίζει, ἄλογα νὰ καλπάζουν ρυθμικά.
Ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἀπίστευτο! Στὰ μελανιασμένα χείλη του ἄνθισε ἕνα χαμόγελο. Ἀπὸ βάθος τοῦ δρόμου, θαμπὰ στὴν ἀρχή, ἀλλὰ ὅλο καὶ πιὸ ξεκάθαρα, τὴν εἶδε. Εἶδε τὴν παραμυθένια τρόικα μὲ τὰ ἀσημένια κουδουνάκια νὰ πλησιάζει φορτωμένη δῶρα διαλεχτά. Τὴν ὁδηγοῦσε ἕνας ροδομάγουλος ἁμαξᾶς μὲ γούνινο σκοῦφο, κόκκινη μύτη καὶ πυκνὴ κυματιστὴ γενειάδα. Πίσω ἀπὸ τὴν τρόικα κάλπαζαν στρατιῶτες μὲ πορφυρὲς στολές, καβάλα σὲ περήφανα ἄλογα στολισμένα μὲ χρυσαφένιες φοῦντες...
Παραξενεύτηκε τὸ παιδί. Πῶς βρέθηκε ἐδῶ αὐτὴ ἡ τρόικα φορτωμένη τόσα δῶρα; Καὶ οἱ καβαλάρηδες; Κάπου τοὺς ἤξερε. Κάπου τοὺς εἶχε ξαναδεῖ!
Ἡ τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τὰ ἄλογα χρεμέτισαν, ὁ ἁμαξὰς χαμογέλασε, ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς ἅμαξας πρόβαλε τὸ πρόσωπο τῆς πριγκιποπούλας.
- Τί ὄμορφο δέντρο! - Χαμογέλασε - Ποιὸς νὰ τὸ στόλισε ἄραγε;
- Ἐγώ! Ἀποκρίθηκε τὸ παιδί.
- Ἀλήθεια;
- Ναί.
- Ἔλα μαζί μου τότε. Ἔλα νὰ στολίσεις ἔτσι ὄμορφα καὶ τὸ ἔλατο τοῦ βασιλιᾶ, νὰ ζήσεις στὸ παλάτι μας παντοτινά.
- Δὲν πάω πουθενὰ χωρὶς τὸ δέντρο μου! Ἀπάντησε τὸ ἀγόρι.
Ἡ πριγκιποπούλα ἔδωσε τότε ἐντολὴ καὶ οἱ στρατιῶτες τοῦ βασιλιὰ ἔσκαψαν βαθιά, πήρανε τὸ δέντρο μαζὶ μὲ τὶς ρίζες του καὶ τὸ φύτεψαν σὲ μία πορσελάνινη γλάστρα, μετὰ τὸ φόρτωσαν στὴν τρόικα.
Γελώντας πρόσχαρα, ὁ ἁμαξᾶς ἅπλωσε τὸ χέρι του, βοήθησε τὸ παιδὶ νὰ ἀνέβει στὴν ἅμαξα νὰ κάτσει πλάι του, τὰ ἄλογα στράφηκαν, τὸν κοίταξαν μὲ τὰ μεγάλα τους μάτια καὶ ρουθούνισαν ἀνυπόμονα.
Ὅλα τὰ κτίρια, ὅλα τὰ φανάρια, ὅλες οἱ βιτρίνες, τὰ πάντα, εἶχαν τώρα ἐξαφανιστεῖ. Μπροστά τους ἀνοιγόταν μία ἀπέραντη στέπα κι ἐκεῖ στὸ βάθος μέσα ἀπὸ τὰ διάφανα πέπλα τοῦ χιονιοῦ ἀχνοφαίνονταν μαγευτικοὶ οἱ μεγαλόπρεποι τροῦλοι κι οἱ ἁψιδωτὲς πύλες τοῦ ὀπάλινου παλατιοῦ!
Ὁ ροδομάγουλος ἁμαξᾶς τράβηξε τὰ γκέμια. Κροτάλισε τὸ μαστίγιο, τὰ ἄλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας ὅλο καὶ πιὸ γοργά... λὲς κι εἴχανε φτερά... Σὲ λίγο ἡ τρόικα κι ἡ ἀκολουθία της εἶχαν χαθεῖ στὸ βάθος τῆς χιονισμένης στέπας.
Τὸ χιόνι ποὺ συνέχισε ὁλοένα πιὸ πυκνὸ τὸ σιωπηλὸ χορό του ἔσβησε σχεδὸν ἀμέσως τὰ ἴχνη ἀπὸ τὶς ρόδες καὶ τὰ πέταλα τῶν ἀλόγων..
Λένε οἱ παλιοί...
Λένε οἱ παλιοὶ ὅτι τὸ πεζοδρόμιο ἐκεῖνο ἦταν κάποτε κάπως πιὸ φαρδύ, ὅτι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο ἐκεῖ.
Διηγοῦνται ἐπίσης οἱ παλιοὶ ὅτι ἕνα χριστουγεννιάτικο πρωὶ βρῆκαν στὴ ρίζα τοῦ δέντρου ξεπαγιασμένο ἕνα παιδὶ σκεπασμένο ἀπὸ τὸ χιόνι, τυλιγμένο σ᾿ ἕνα τριμμένο παλτὸ χωρὶς κουμπιά, μὲ ἕνα γαλήνιο χαμόγελο, ἕνα χαμόγελο εὐτυχίας ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπό του.
Λένε ἀκόμα ὅτι ἀπὸ τότε κάθε παραμονὴ Χριστουγέννων, γύρω στὰ μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξηγήσει. Ἕνα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνοῦν ἐπίμονα τρεμοσβήνοντας σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο, λὲς καὶ κάτι ἀναζητοῦν, λὲς καὶ γυρεύουνε νὰ θυμηθοῦνε κάτι, ὅτι ἕνας ἄνεμος ἀναπάντεχος φέρνει, ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποῦ, ἀνάλαφρες σαπουνόφουσκες καὶ χρυσόχαρτα ἀστραφτερά, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα ὑπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στὸν οὐρανὸ μία φαντασμαγορικὴ τροχιὰ καὶ πέφτει στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ἐκεῖνο.
Ἔτσι λένε...
Ποιὸς ξέρει;
Από το διήγημα αυτό δημιουργήθηκε η ελληνική τηλεοπτική ταινία κινουμένων σχεδίων, παραγωγής 2010, σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Ράππα, βασισμένη σε μια ιστορία του Ευγένιου Τριβιζά. Διάρκεια: 30΄.
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/prose/eygenios_tribizas_ena_dentro1.gif
2ο Πρότυπο Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο
Πόλεως Ρόδου
Λογοτεχνικός –Φιλαναγνωστικός Όμιλος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ποιοι είναι οι ήρωες του της ταινίας;
------------------------------------------------------------------------------------------------
Πού διαδραματίζεται η ιστορία;
------------------------------------------------------------------------------------------------
Ποια εποχή;
------------------------------------------------------------------------------------------------
Πώς τους συμπεριφέρονται οι άλλοι άνθρωποι και γιατί;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τι πιστεύετε για τους άστεγους;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πώς ζουν χωριστά οι ήρωες και πώς νιώθουν ;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ποια σχέση δημιουργήθηκε μεταξύ τους;
------------------------------------------------------------------------------------------------
Πώς ένιωσαν;
------------------------------------------------------------------------------------------------
Τι ζήτησε το δέντρο από το παιδί;
------------------------------------------------------------------------------------------------
Ποια ευχή έκανε το παιδί και τι ζήτησε;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τι συνέβη στο τέλος;
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τι ρόλο έπαιξαν τα τραγούδια στην ταινία;
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Όνομα: .......................................................
Κατασκευή χριστουγεννιάτικων καρτών
Χρόνια Πολλά
Καλά Χριστούγεννα