Η επιστημολογία του Goethe
Rudolf Steiner:
Η επιστημολογία του Goethe
Απόσπασμα από την εισαγωγή στα επιστημονικά συγγράμματα του Goethe
… H επιστημονική κοσμοθεωρία του Γκαίτε δεν διατυπώθηκε ποτέ ως ένα ολοκληρωμένο σύνολο, ούτε αναπτύχθηκε πάνω σε μια βασική αρχή. Το μόνο που έχουμε μπροστά μας είναι μεμονωμένες παρουσιάσεις, από τις οποίες όμως μπορούμε να δούμε πώς η μια ή η άλλη σκέψη εμφανίζονται μέσα από το πρίσμα του τρόπου σκέψης του… Το ότι ανεπιφύλακτα δεχόμαστε ότι ο Γκαίτε δεν διατύπωσε ποτέ τις βασικές του αρχές ως συνεκτικό σύνολο, δεν σημαίνει, ωστόσο, με κανένα τρόπο την αποδοχή του ισχυρισμού ότι η κοσμοθεωρία του Γκαίτε δεν πηγάζει από ένα ιδανικό κέντρο, το οποίο να μπορεί να διατυπωθεί με αυστηρά επιστημονικό τρόπο.
Ας δούμε καθαρά το ζήτημα. Αυτή η εσωτερική αρχή που δρούσε στο πνεύμα του Γκαίτε και που οδηγούσε όλες τις δημιουργίες του, τις οποίες διαπερνούσε και τις έδινε ζωή, δεν θα μπορούσε να αποκαλυφθεί ως έχει, με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Ακριβώς επειδή διαπότιζε όλο το έργο του Γκαίτε, δεν μπορούσε ταυτόχρονα να εμφανίζεται στη συνείδησή του ως κάτι ξεχωριστό…
Η αποστολή του ερμηνευτή του Γκαίτε είναι να ακολουθήσει τις διάφορες επιδράσεις και εκδηλώσεις αυτής της αρχής, μέσα από μια συνεχή ροή, ώστε να σκιαγραφήσει μετά το ιδανικό της περίγραμμα, ως ολοκληρωμένο σύνολο. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να δούμε τα εξωτερικά έργα του Γκαίτε στο σωστό φως, αν φτάσουμε σε μια καθαρή και ακριβή διατύπωση του επιστημονικού περιεχομένου της εν λόγω αρχής και αναπτύξουμε, με επιστημονική συνέπεια, όλες τις διάφορες πλευρές της, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να δούμε πώς αυτές εξελίσσονται από ένα και το αυτό κέντρο.
… H θεωρία της γνώσης – η οποία έχει γίνει ένα κύριο επιστημονικό θέμα στις μέρες μας – υποτίθεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο από μια διεξοδική απάντηση στο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να φτάσουμε σε γνώση; Αναφορικά με τον Γκαίτε, το ερώτημα θα είχε ως εξής: Πώς συνέλαβε ο Γκαίτε αυτή τη δυνατότητα γνώσης;
… Το ερώτημα «Τι είναι γνώση;» είναι λοιπόν ο πρωταρχικός στόχος κάθε θεωρίας γνώσης. Όσον αφορά τον Γκαίτε, ως εκ τούτου, η αποστολή μας θα είναι να δείξουμε πώς αντιλαμβανόταν εκείνος τη διαδικασία της γνώσης.
Η διαμόρφωση μιας επί μέρους εκτίμησης, δηλαδή η διαπίστωση ενός δεδομένου ή μιας σειράς δεδομένων – την οποία σύμφωνα με τον Καντ θα μπορούσαμε ήδη να αποκαλέσουμε γνώση – από την άποψη του Goethe δεν είναι ακόμη σε καμιά περίπτωση γνώση…
Η αποστασιοποίηση από τον κόσμο των αισθήσεων – και την αμεσότητά του – είναι ενδεικτική της άποψης του Goethe για το τι είναι πραγματική γνώση. Αυτό που δίνεται άμεσα είναι η εμπειρία. Στη διαδικασία της γνώσης, όμως, δημιουργούμε μια τέτοια εικόνα του άμεσου γεγονότος, η οποία περιέχει πολύ περισσότερα απ’ όσα μας προσφέρουν οι αισθήσεις – που φυσικά είναι οι μεσολαβητές όλων των βιωμάτων. Για να γνωρίσουμε τη φύση, υπό την έννοια του Goethe, δεν πρέπει να αγκιστρωνόμαστε στα δεδομένα. Η φύση πρέπει μάλλον, στη διαδικασία της γνώσης, να μας αποκαλύψει τον εαυτό της ως κάτι ουσιαστικά ανώτερο απ’ ότι εμφανίζεται αρχικά…
Μια αληθινή γνώση αναγνωρίζει ότι η άμεση μορφή του κόσμου που μας δίνουν οι αισθήσεις δεν αποτελεί ακόμα την ουσιαστική του μορφή, η οποία εν τούτοις μας αποκαλύπτεται στη διαδικασία της γνώσης. Η λειτουργία της γνώσης μας δίνει εκείνο που μας αποκρύβουν οι αισθήσεις, αλλά που είναι εξ’ ίσου πραγματικό……
Το νέο ερώτημα που προβάλλει τώρα είναι: Πώς σχετίζεται το άμεσο βίωμα με την εικόνα που δημιουργείται κατά την πορεία της γνώσης; …
Αρχικά ο κόσμος μας παρουσιάζεται ως μια πολυσύνθετη μορφή στο χώρο και στο χρόνο. Αντιλαμβανόμαστε τα επιμέρους φαινόμενα διαχωρισμένα στο χώρο και στο χρόνο: κάποιο χρώμα εδώ, κάποιο σχήμα εκεί, ένας ήχος κλπ. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τον ανόργανο κόσμο κι ας διακρίνουμε με μεγάλη ακρίβεια ανάμεσα σ’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, και σ’ εκείνο που μας προσφέρει η γνωστική διαδικασία. Βλέπουμε μια πέτρα να κινείται προς το τζάμι ενός παραθύρου, να το σπάει και τελικά να πέφτει κάτω. Ποιο είναι το άμεσο βίωμα που μας δίνεται εδώ; Μια ακολουθία οπτικών εντυπώσεων, από τις θέσεις που κατέλαβε διαδοχικά η πέτρα, μια σειρά ηχητικών εντυπώσεων, όπως η θραύση του γυαλιού, η κίνηση των θραυσμάτων κλπ. Αν δεν θέλουμε να εξαπατήσουμε τους εαυτούς μας, πρέπει να πούμε: Τίποτα άλλο δεν μας δίνει το άμεσο βίωμα, παρά ένα ασύνδετο πλήθος αισθητήριων εντυπώσεων.
… Αν από την αρχή δεχόμασταν το άμεσο βίωμα ως ένα σύμπλεγμα νοητικών εικόνων (παραστάσεων), αυτό θα ήταν σίγουρα μια προκατάληψη. Όταν έχουμε ένα αντικείμενο μπροστά μας, βλέπουμε τη μορφή του και το χρώμα του, αντιλαμβανόμαστε ένα βαθμό σκληρότητας κλπ. Κατά πόσον αυτό το σύμπλεγμα των εικόνων που δέχονται οι αισθήσεις μας είναι κάτι έξω από μας ή απλώς ένα σύνολο νοητικών εικόνων, δεν το γνωρίζουμε αρχικά. Όσο λίγο γνωρίζουμε από την αρχή – δίχως τη σκεπτική διαδικασία – ότι η θερμοκρασία μιας πέτρας οφείλεται στη θέρμανση από τις ακτίνες του ήλιου, το ίδιο λίγο γνωρίζουμε ποια είναι η σχέση του δεδομένου κόσμου με την ικανότητά μας να δημιουργούμε παραστάσεις (νοητικές εικόνες)…
… Η αλήθεια δεν είναι η ταύτιση μιας παράστασης (νοητικής εικόνας) με το αντικείμενό της, αλλά η έκφραση της σχέσης ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα αντιληπτά δεδομένα.
Ας επιστρέψουμε στο παράδειγμα της πέτρας και του παραθύρου. Συνδέουμε τις οπτικές εντυπώσεις που προέρχονται από τις ανεξάρτητες θέσεις που καταλαμβάνει η πέτρα καθώς κινείται. Η σύνδεση αυτή μας δίνει μια καμπύλη (την τροχιά) και απ’ αυτή φτάνουμε στους νόμους της κίνησης. Αν επιπλέον λάβουμε υπόψη μας τις φυσικές ιδιότητες του γυαλιού και κατανοήσουμε την κινούμενη πέτρα ως την αιτία, τη δε θραύση του γυαλιού ως το αποτέλεσμα κλπ, τότε έχουμε διαπεράσει τα δεδομένα με έννοιες, ώστε να τα καταλάβουμε. Όλη αυτή η διαδικασία, που συμπυκνώνει την πολυμορφία των εντυπώσεων σε μια εννοιολογική μονάδα, συμβαίνει μέσα στη συνείδησή μας. Η ιδεατή σύνδεση των αντιληπτών εικόνων δεν δίνεται από τις αισθήσεις, αλλά συλλαμβάνεται απολύτως αυτόνομα από το πνεύμα μας…
Το πεδίο λοιπόν όπου οι αντιληπτές εικόνες εμφανίζονται στην ιδεατή τους σχέση και όπου η σχέση αυτή λειτουργεί ως εννοιολογική αντίστροφη-εικόνα των αντιληπτών εικόνων, αυτό το πεδίο είναι η ανθρώπινη συνείδηση…
… Οι αισθήσεις δεν μας λένε αν τα πράγματα βρίσκονται σε κάποια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα ότι αυτό είναι το αίτιο κι εκείνο το αποτέλεσμα. Για τις αισθήσεις, όλα τα πράγματα είναι εξίσου σημαντικά στη συγκρότηση του κόσμου. Η δίχως σκέψη παρατήρηση δεν υποδεικνύει ότι ένας σπόρος βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο εξέλιξης από έναν κόκκο άμμου στο δρόμο. Για τις αισθήσεις και οι δύο έχουν την ίδια σημασία, αν φαίνονται όμοιοι εξωτερικά…
… Οι αισθήσεις δεν μας δίνουν καμιά ένδειξη για το αν αυτό που μας μεταφέρουν είναι μια πραγματική ύπαρξη ή απλά μια νοητική εικόνα (παράσταση). Ο αισθητός κόσμος προβάλλει μπροστά μας στιγμιαία… Αν θέλουμε να τον δεχτούμε στην καθαρή του μορφή, πρέπει να αποφύγουμε να του προσάψουμε κάποια χαρακτηριστική περιγραφή. Ένα πράγμα μπορούμε μόνο να πούμε: Βρίσκεται μπροστά μας, μας δίνεται. Αυτό, όμως, δεν λέει απολύτως τίποτα γι αυτό τον αισθητό κόσμο. Μόνο αν προχωράμε με αυτόν τον τρόπο, αποφεύγουμε τα εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο μας, για μια αμερόληπτη κρίση σχετικά με τα δεδομένα. Αν απ’ την αρχή προσάπτουμε ιδιαίτερους χαρακτηρισμούς στα δεδομένα, τότε παύουμε να είμαστε ελεύθεροι από προκαταλήψεις… Δεν θα μπορούσαμε μ’ αυτόν τον τρόπο να φτάσουμε σε μια επιστημολογία ελεύθερη από υποθέσεις και παραδοχές…
… Δεχόμαστε τα δεδομένα όπως είναι: ως μια πολυσύνθετη κατάσταση πραγμάτων, που θα μας αποκαλυφθεί αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να αφεθεί σ’ αυτή. Αφήνοντας το ίδιο το αντικείμενο να μιλήσει, ανοίγουμε μια προοπτική για να αποκτήσουμε αντικειμενική γνώση. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι τα φαινόμενα που αντικρίζουμε θα μας αποκαλύψουν όλα όσα χρειαζόμαστε, εφόσον δεν τα εμποδίζουμε οι ίδιοι, εξ αιτίας τυχόν προκαταλήψεων, να προσεγγίσουν ελεύθερα τη δύναμη της κρίσης μας με αυτά που μας μεταβιβάζουν…
Κατά πόσο οι πνευματικές μας δυνάμεις επαρκούν για να συλλάβουμε τη βασική ουσία των πραγμάτων, πρέπει να δοκιμαστεί από εμάς τους ίδιους σε σχέση με τα πράγματα. Ίσως διαθέτουμε τις πιο ανώτερα εξελιγμένες πνευματικές δυνάμεις, αλλά αν τα πράγματα δεν μας αποκαλύπτουν τίποτα για τον εαυτό τους, τότε το χάρισμά μας δεν ωφελεί…
… Το άμεσα δεδομένο, στην μορφή που το περιγράψαμε, μας αφήνει ανικανοποίητους. Μας φέρνει αντιμέτωπους με μια πρόκληση, με ένα αίνιγμα που πρέπει να επιλύσουμε. Μας λέει: «εδώ είμαι, αλλά η μορφή που με αντικρίζεις δεν είναι η αληθινή μου μορφή». Καθώς ακούμε αυτή τη φωνή απ’ έξω, με την όλο αυξανόμενη συνείδηση ότι βλέπουμε τη μισή πραγματικότητα, ότι αντιμετωπίζουμε μια ύπαρξη που μας κρύβει την καλύτερη πλευρά της, τότε μέσα μας αγγέλλει την παρουσία της η δραστηριότητα εκείνου του οργάνου, μέσω του οποίου μπορούμε να αποκτήσουμε γνώση της άλλης πλευράς της πραγματικότητας, να συμπληρώσουμε την υπόλοιπη μισή και να την κάνουμε ολόκληρη. Συνειδητοποιούμε ότι πρέπει να συμπληρώσουμε με τη σκέψη μας όσα δεν βλέπουμε, δεν ακούμε, κλπ. Η σκέψη καλείται να λύσει τα αινίγματα που θέτουν οι εντυπώσεις των αισθήσεων.
Θα κατανοήσουμε αυτή τη σχέση μόνον αν πρώτα ερευνήσουμε για πιο λόγο δεν είμαστε ικανοποιημένοι από την αισθητή πραγματικότητα, ενώ ικανοποιούμαστε από μια πραγματικότητα, την οποία έχουμε σκεφτεί διεξοδικά. Η αισθητή πραγματικότητα εμφανίζεται μπροστά μας ως κάτι τετελεσμένο. Απλώς υπάρχει. Εμείς δεν έχουμε συμβάλει καθόλου στην ύπαρξή της όπως είναι. Νιώθουμε λοιπόν τον εαυτό μας αντιμέτωπο με μια ξένη οντότητα, την οποία δεν έχουμε παράγει – στη δημιουργία της οποίας δεν ήμασταν καν παρόντες. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ήδη υπάρχουσα κατάσταση. Όμως, για να μπορέσουμε να συλλάβουμε πλήρως κάτι, πρέπει να γνωρίσουμε πώς έφτασε να γίνει αυτό που είναι, να ακολουθήσουμε δηλαδή τα βήματα που οδήγησαν στη δημιουργία του. Αυτό είναι που διαφέρει στη σκέψη. Ένα σύμπλεγμα σκέψεων δεν προβάλλει μπροστά μας, παρά μόνον όταν εμείς οι ίδιοι μετέχουμε στη δημιουργία του. Εμφανίζεται στο πεδίο της αντίληψής μας, μόνο χάρη στο γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι το ανασύρουμε από τη σκοτεινή άβυσσο της μη-διάκρισης. Οι σκέψεις δεν αναδύονται μέσα μας ως έτοιμες υπάρξεις, όπως οι εντυπώσεις των αισθήσεων. Απεναντίας, όταν εμπεδώνουμε μια έννοια στην πλήρη της μορφή, έχουμε επίγνωση ότι εμείς οι ίδιοι την έχουμε φέρει σ’ αυτή τη μορφή. Αυτό λοιπόν που έχουμε μπροστά μας, εμφανίζεται όχι ως κάτι πρώτο, αλλά μάλλον ως κάτι τελευταίο, ως η ολοκλήρωση μιας διαδικασίας που είναι τόσο αναπόσπαστα συνδεδεμένη μαζί μας, ώστε πάντα βρισκόμασταν μέσα σ’ αυτή.
Αυτό ακριβώς πρέπει να εκπληρωθεί με ένα πράγμα που εισέρχεται στον ορίζοντα της αντίληψής μας, ώστε να μπορέσουμε να το κατανοήσουμε. Τίποτα δεν πρέπει να παραμένει συγκαλυμμένο. Τίποτα δεν πρέπει να εμφανίζεται ως ήδη τετελεσμένο. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να το ακολουθούμε μέχρι το στάδιο της ολοκλήρωσής του. Αυτός είναι ο λόγος που η άμεση μορφή της πραγματικότητας, την οποία συνήθως αποκαλούμε εμπειρία, μας παρακινεί να την επεξεργαστούμε επιστημονικά. Όταν βάζουμε τη σκέψη μας σε κίνηση, τότε αποκαλύπτουμε τους αρχικά κρυφούς παράγοντες που καθορίζουν τα δεδομένα. Ανυψώνουμε τους εαυτούς μας από το προϊόν στην παραγωγή του. Φτάνουμε στο στάδιο όπου οι εντυπώσεις των αισθήσεων γίνονται διαφανείς, με τον ίδιο τρόπο όπως και οι σκέψεις. Έτσι, η ανάγκη μας για γνώση ικανοποιείται…
… Για να εξερευνήσουμε την ουσία ενός πράγματος, πρέπει να ξεκινήσουμε από το κέντρο του κόσμου των σκέψεων και από εκεί να εργαστούμε, έως ότου εμφανιστεί στη ψυχή μας ένα σύμπλεγμα σκέψεων, το οποίο φαίνεται πανομοιότυπο με το αντικείμενο που βιώνουμε εξωτερικά. Όταν λοιπόν μιλάμε για την ουσία ενός πράγματος ή ακόμα και όλου του κόσμου, δεν εννοούμε τίποτα άλλο, παρά τη σύλληψη της πραγματικότητας ως σκέψη, ως ιδέα. Στην ιδέα αναγνωρίζουμε εκείνο το στοιχείο από το οποίο πρέπει να εξάγουμε όλα τα άλλα: την βασική αρχή των πραγμάτων…
Μόνον όταν συναντάμε κάτι που δεν μας παραπέμπει έξω από τον εαυτό του, αποκτάμε τη συνείδηση: Τώρα βρισκόμαστε μέσα στο κέντρο. Εδώ μπορούμε να παραμείνουμε. Η συνείδηση ότι βρισκόμαστε μέσα σε ένα πράγμα, είναι αποκλειστικά το αποτέλεσμα της αντικειμενικής φύσης αυτού του πράγματος, του γεγονότος ότι περιέχει την αρχή του. Καταλαμβάνοντας την ιδέα, αποκτούμε πρόσβαση στον πυρήνα του κόσμου…
Έχουμε καθήκον, σε σχέση με κάθε ξεχωριστή ύπαρξη, να εργαστούμε μ’ αυτήν με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί ότι πηγάζει από την ιδέα, ότι διαλύεται εντελώς ως ανεξάρτητο πράγμα και συγχωνεύεται με την ιδέα, στο στοιχείο της οποίας νιώθουμε ότι μεταφερόμαστε. Το πνεύμα μας έχει αποστολή να διαμορφώσει τον εαυτό του με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι ικανό να διαβλέπει όλη την εξωτερική πραγματικότητα που του δίνεται, ώστε να εμφανίζεται ότι πηγάζει από την ιδέα. Πρέπει να προσπαθούμε να γίνουμε ακούραστοι εργάτες για τη μεταμόρφωση κάθε εμπειρικού αντικειμένου, έως ότου εμφανιστεί ως τμήμα της ιδεατής εικόνας μας για τον κόσμο.
Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο όπου έχει την αφετηρία του ο Γκαιτεανικός τρόπος θεώρησης του κόσμου…… Η σχέση μεταξύ ιδέας και πραγματικότητας, όπως την παρουσιάσαμε εδώ, είναι αυτό που πραγματικά κάνει ο Γκαίτε στις έρευνες του. Ο Γκαίτε διείσδυσε στην καρδιά των πραγμάτων, ακριβώς με τον τρόπο που δείξαμε ότι είναι ο σωστός. Ο ίδιος θεωρούσε την εσωτερική εργασία του, ως μια ζωντανή ικανότητα εξιχνίασης (Heuristik), η οποία, αναγνωρίζοντας μια άγνωστη, αμυδρά-αισθητή αρχή (την ιδέα), ζητά να την εισάγει στον εξωτερικό κόσμο (Αφορισμοί σε πρόζα). Όταν ο Γκαίτε αξιώνει από τον άνθρωπο να καλλιεργήσει τα όργανα της αντίληψής του (Αφορισμοί σε πρόζα), αυτό σημαίνει απλά ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να παραδίδεται σε όσα του μεταφέρουν οι αισθήσεις του, αλλά να τις κατευθύνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να του δείχνουν τα πράγματα στο σωστό τους φως.