"Οι περιπέτειες των εξερευνητών ΙΙ" από τη Λυδία

Ημερομηνία δημοσίευσης: Feb 23, 2010 5:13:12 PM

"Η σπηλιά του Όρβιλ Τζόουνς"

Αφοί οι εξερευνητές μας έλυσαν το μυστήριο με το στοιχειωμένο σπίτι, γύρισαν στην πατρίδα τους. Εδώ και πολύ καιρό προγραμμάτιζαν να επισκεφτούν την Κίνα, για να πάρουν μέρος στη "Γιορτή του Δράκου". Είναι μια γιορτή που τελείται στην πόλη Πνομ Πενχ εδώ και 11 αιώνες. Στην αρχή γίνεται μια μεγάλη παρέλαση και στη συνέχεια πετάνε δράκους χαρταετούς για να τιμήσουν το θεό τους. Τέλος γίνεται μια εκδήλωση όπου όλοι ντύνονται μασκαράδες, χορεύουν και διασκεδάζουν. 

Οι φίλοι μας όλο κέφι και χαρά ξεκίνησαν. Είχαν μπει πολλές φορές σε αεροπλάνο, όμως ποτέ τους δεν είχαν δει τόσο όμορφα τοπία. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην πόλη της Μπαγκόγκ, που βρισκόταν δέκα ώρες μακριά. 

Όταν όμως έφτασαν, αντίκρισαν κάτι που όχι μόνο δεν τους άρεσε καθόλου, αλλά και τους στενοχώρησε πολύ. Στην πόλη δεν είχε μείνει κανένας άνθρωπος. Το μόνο που έβλεπες ήταν κατεστραμμένα σπίτια. Καθώς προχωρούσαν, είδαν έναν ηλικιωμένο κύριο. Του φρόντισαν τις πληγές του και τον ρώτησαν τι είχε συμβεί. Εκείνος τους είπε πως το φάντασμα του Όρβιλ Τζόουνς βγήκε από τον τάφο του και ζητάει εκδίκηση. Επίσης τους είπε πως ήρθε στην πόλη κσι μετέτρεψε τους ανθρώπους σε ζόμπι. Τους είπε και το λόγο για τον οποίο κάνει όλα αυτά τα πράγματα. Το 1872 ήταν ένας χρυσοθήρας πολύ πλούσιος, που τον έλεγαν Ρότζερ Πέρκινς. Όταν ο Πέρκινς ορίστηκε ως ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ασίας, ο Τζόουνς τρελάθηκε και από τότε έγινε ληστής. Σε μια μάχη σκοτώθηκε και οι άνθρωποι ησύχασαν. 

Τότε οι φίλοι μας νευρίασαν και θέλησαν να λύσουν το μυστήριο. Πήραν το γέρο άντρα και κατευθύνθηκαν προς την πιο κοντινή πόλη για να βρουν ένα μέρος να μείνουν και να σκεφτούν τι θα κάνουν. 

Τρεις μέρες περιπλανιόντουσαν σε πόλεις όπου είχε λεηλατήσει ο στρατός του και συνέλεγαν στοιχεία για να μπορέσουν να βρουν το κρυσφήγετό του. Οι μέρες περνούσαν και δεν είχαν καταφέρει ακόμα να λύσουν αυτό το μυστήριο. 

Κάποια στιγμή έφτασαν και στην πόλη Ραγκούν. Είχε λιγοστούς μα πολύ φιλόξενους κατοίκους. Ήταν χτισμένη πάνω σε ένα βουνό και υπήρχαν πολλές σπηλιές. Άκουσαν μια ιστορία που έλεγε πως όποιος πήγαινε στην πιο ψηλή σπηλιά δεν ξαναγύριζε ποτέ. 

Έτσι πήραν τη μεγάλη απόφαση να την εξερευνήσουν. Ήταν πολύ βαθιά και σκοτεινή. Στην αρχή δεν υπήρχε τίποτα παράξενο. Λίγο πιο μετά όμως άρχισαν να ακούν παράξενους θορύβους, οι οποίοι όσο προχωρούσαν γίνονταν όλο και πιο έντονοι. Ήταν τρομαγμένοι και φοβισμένοι, όταν ξαφνικά έπεσαν σε αδιέξοδο. Απογοητεύτηκαν, γιατί είχαν διανύσει πολύ δρόμο. Κάθισαν κάτω για να σκεφτούν τι θα κάνουν. 

Εκείνη τη στιγμή ένας από την παρέα των εξερευνητών, πάτησε τυχαία μια πέτρα και ο τοίχος μετακινήθηκε. Μπροστά τους αντίκρισαν ένα μυθικό κόσμο με βασιλιάδες και βασίλισσες, δράκους και τέρατα. Μεγάλα μανιτάρια τους έπιασαν και τους οδήγησαν στο παλάτι. Οι βασιλιάδες θέλησαν να τους σκοτώσουν επειδή είχαν εισβάλει στον κόσμο τους. Εκείνοι τους εξήγησαν το λόγο για τον οποίο είχαν πάει και πως δεν είχαν πρόθεση να τους πολεμήσουν. Η βασίλισσα τους εξήγησςε πως εδώ και πολλά χρόνια έχουν πόλεμο μεταξύ τους και δέχτηκαν να τους βοηθήσουν. 

Δράκοι μέσα από τον κόσμο τους οδήγησαν τους εξερευνητές στο βασίλειο του Όρβιλ Τζόουνς. Ο στρατός του ήταν έτοιμος για πόλεμο, όμως τους είπαν ότι ήθελαν να δουν το βασιλιά Όρβιλ. Αφού του εξήγησαν γιατί είχαν πάει, τον ενημέρωσαν πως σε μια εκδήλωση που έγινε στη Μαδρίτη ορίστηκε ως ο πιο πλούσιος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ και τον παρακάλεσαν να σταματήσει τον πόλεμο. Έτσι κι έγινε. Οι δυο λαοί υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης και έκλεισαν τη σπηλιά μια για πάντα, για να μην σκοτώσουν κι άλλους ανθρώπους. 

Η μεγάλη "Γιορτή του Δράκου" τελικά έγινε. Πέρασαν αξέχαστα. Οι κάτοικοι τους ευχαρίστησαν που έλυσαν το μυστήριο και εκείνοι πήραν το δρόμο της επιστροφής, αν και δεν το ήθελαν.