Ψύλλος είναι ο τίτλος μιας χειρόγραφης εφημεριδούλας, που εκδίδει και συντάσσει ένας δωδεκάχρονος μαθητής, σ' ένα απομονωμένο χωριό της ορεινής Ολυμπίας. ο Ηλίας Σεϊτανίδης. «Ψύλλος» είναι όμως κι ο ίδιος ο μικρός Ηλίας, γιατί είναι τόσο πολύ ταυτισμένος με την εφημερίδα του, ώστε κανείς πια να μην τον φωνάζει με το πραγματικό του όνομα. Κι όπως γράφει ο ίδιος σ' ένα φύλλο της εφημερίδας του, «ο Ψύλλος είναι ένα όνειρο, τα ταξίδια που θέλω να κάνω, είναι το σπάσιμο των συνόρων του μικρού χωριού μου, είναι τα φτερά που με βοηθούν να πετάξω μακριά...». Μια διεισδυτική ματιά στην ελληνική επαρχίαστα τέλη της δεκαετίας του '60. Πολυβραβευμένη ταινία σε παγκόσμιο επίπεδο, και πρώτη κινηματογραφική απόπειρα του σκηνοθέτη, με απολαυστικές ερμηνείες. ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΠΥΡΟΥ
Ο Άρης Σιούτης διορίζεται δάσκαλος στην έκτη τάξη ενός δημόσιου σχολείου της Αθήνας και ανακαλύπτει ότι ένας από τους μαθητές του, ο Λευτέρης Μουρατίδης, είναι σχεδόν αναλφάβητος και απομονωμένος από τους συμμαθητές του. Αποφασίζει να βοηθήσει το παιδί να βγει από το αδιέξοδο, όμως αντιμετωπίζει πολλαπλά εμπόδια: οι συνάδελφοί του είναι ηττοπαθείς και δεν πιστεύουν ότι μπορεί να γίνει κάτι, ο ίδιος ο Λευτέρης δύσπιστος, οι γονείς του δεν είναι πολύ συνεργάσιμοι, ενώ και η συμπεριφορά των υπόλοιπων παιδιών δεν είναι πάντοτε φιλική απέναντι στο Λευτέρη
Στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, εκτυλίσσεται η ιστορία της ταινίας αυτής που σκηνοθέτησε ο Γκρεγκ Τάλλας (Γρηγόρης Θαλασσινός), που για ένα διάστημα εργάστηκε στο Χόλιγουντ, σκηνοθετώντας διάφορες ταινίες, ανάμεσά τους και την περιπέτεια εποχής «Η σειρήνα της Ατλαντίδας», με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Μοντέζ. Πρωταγωνιστές της ταινίας, μια ομάδα ορφανών παιδιών, που, όταν τα ορφανοτροφεία της Θεσσαλονίκης επιτάσσονται από τους Γερμανούς, καταφεύγουν σ' ένα απομακρυσμένο, μισογκρεμισμένο κτίριο και, έχοντας φτιάξει μια καλόκαρδη «συμμορία», κλέβουν από τους Γερμανούς και τους μαυραγορίτες για να συντηρούνται αλλά και να βοηθούν τους ανθρώπους γύρω τους, μαζί κι εκείνους της Αντίστασης. Παρά τα περισσότερα από 50 χρόνια που τη βαραίνουν, η ταινία του Γκρεγκ Τάλλας παρακολουθείται με εξαιρετικό ενδιαφέρον, κι αυτό εξαιτίας όχι μόνο των γυρισμένων σε φυσικά ντεκόρ σκηνών της (τη Θεσσαλονίκη στις αρχές της δεκαετίας του '50) αλλά και του ρεαλισμού και της δύναμης των σκηνών της που συχνά φέρνουν στο νου την κλασική νεορεαλιστική ταινία «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη» του Ροσελίνι. Με καλοστημένες σκηνές -ανάμεσά τους και μια σκηνή με θέατρο σκιών-, με προσεγμένη φωτογραφία του Μιχαήλ Γαζιάδη που δίνει την όλη ατμόσφαιρα της εποχής, με τους μικρούς ερασιτέχνες πρωταγωνιστές να παίζουν πειστικά τους ρόλους τους και σωστό ρυθμό, ο Τάλλας έφτιαξε μια ειλικρινή, συγκινητική ταινία, που δεν έχασε τη φρεσκάδα της. Το «Ξυπόλυτο Τάγμα» ακόμα και σήμερα αποτελεί ένα από τα αξιολογότερα επιτεύγματα του ελληνικού νεορεαλισμού στην 7η Τέχνη. Μαζί με την υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Μιχαήλ Γαζιάδη και την θαυμάσια συμφωνική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη (με τη Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών), αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι ηθοποιοί, εκτός από τον Νίκο Φέρμα και την Μαρία Κωστή, είναι ερασιτέχνες! (Τα 63 από τα 66 παιδιά που πήραν μέρος στα γυρίσματα, ο Γκρεγκ Τάλλας τα πήρε από αναμορφωτήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης).
"Εκπαιδευτικός, παιδαγωγός, καθηγητής, δάσκαλος. Όποιο όνομα κι αν του δώσουμε, η σημασία είναι η ίδια. Λειτούργημα με μεγάλη ευθύνη, που απαιτεί δύναμη κι επιμονή. Πώς να οδηγήσεις σωστά υπερβαίνοντας τις δυσκολίες που δημιουργούν οι συνθήκες, προσεγγίζοντας τόσο διαφορετικές προσωπικότητες, ξιφομαχώντας με τις σειρήνες που τόσο γοητευτικά και με όπλα μεγαλύτερα προσπαθούν να παρασύρουν το νέο προς άλλους δρόμους εύκολους αλλά μάταιους, κενούς κι επικίνδυνους;
Παράλληλα, έρχεται να προστεθεί και η απαξίωσή του δασκάλου από την κοινωνία. Οι αξίες και οι στόχοι του αληθινού σχολείου τίθενται υπό αμφισβήτηση. Τα λόγια του δασκάλου ηχούν ρομαντικά και παρωχημένα. Η πολιτεία τον πολεμά. Αποτιμά πολύ φθηνά το έργο του. Επιδιώκει να τον απογυμνώσει από τον ρόλο του και να τον εξαθλιώσει.
Έχει συμβεί και αλλού και σε άλλες εποχές. Τότε πάλι κάποιοι θέλησαν να επιβάλουν το σκοτάδι, την εξαθλίωση, την εκμετάλλευση. Φάνηκε να κερδίζουν τις μάχες. Όχι όμως και τον πόλεμο. Η ιστορία δείχνει ότι η ανθρώπινη φύση είναι τελικά προορισμένη να αναζητά την αλήθεια και την πραγματική ευτυχία εκεί όπου οδηγεί η γνώση. Και οι δάσκαλοι στέκονται πάντα αρωγοί. Δεν έμαθαν να σωπαίνουν και να καταθέτουν εύκολα τα όπλα. Συνεχίζουν να οδηγούν, να συμπορεύονται, να πλάθουν έναν κόσμο όπου οι μαθητές τους μπορούν ακόμα να ονειρεύονται…
Αυτούς τους δασκάλους σε ολόκληρο τον κόσμο τιμά η UNESCO έχοντας καθιερώσει την 5η Οκτωβρίου ως Παγκόσμια Ημέρα των Εκπαιδευτικών. Ένας τέτοιος δάσκαλος υπήρξε και ο Σ. Φρενέ. CELESTIN FREINET (1896-1966)
Είναι ο δάσκαλος του τυπογραφείου και της εισαγωγής του κινηματογράφου στο δημοτικό σχολείο. Το 1923 εισάγει το τυπογραφικό πιεστήριο και τυπώνει τα κείμενα των παιδιών, εκδίδοντας τις πρώτες σχολικές εφημερίδες. Είναι γνωστός μέσα από την ταινία του Jean Paul Sanois «Σκασιαρχείο» (1949), καθώς και από το βιβλίο του «Το Σχολείο του λαού». Βασικές αρχές της παιδαγωγικής του είναι:
⦁ Η παιδαγωγική της εργασίας (pédagogie du travail), κατά την οποία οι μαθητές ενθαρρύνονται να μάθουν κατασκευάζοντας προϊόντα ή προσφέροντας υπηρεσίες.
⦁ Η μάθηση που βασίζεται στην δοκιμή και στο λάθος (tâtonnement expérimental).
⦁ Η συνεργατική μάθηση (travail coopératif)
⦁ Τα κέντρα ενδιαφέροντος (complexe d'intérêt), δηλαδή τα ενδιαφέροντα των παιδιών και η φυσική τους περιέργεια να είναι τα σημεία εκκίνησης για μία διαδικασία μάθησης
⦁ Η μέθοδος του περιβάλλοντος (méthode naturelle) που σχετίζεται με την αυθεντική μάθηση με την χρήση των πραγματικών εμπειριών των παιδιών.
⦁ Η Δημοκρατία , καθώς πεποίθησή του ήταν πως όταν τα παιδιά διοικούν δημοκρατικά , μαθαίνουν να αναλαμβάνουν την ευθύνη για την εργασία τους και για ολόκληρη την κοινότητα .
Το έργο του Φρενέ ζει στο όνομα της Παιδαγωγικής του Φρενέ ή του Κινήματος του Μοντέρνου Σχολείου, τα οποία εφαρμόζονται σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο. Το Κίνημα του Μοντέρνου Σχολείου που βασίζεται στις πρακτικές του Freinet, έχει γίνει ένα διεθνές δίκτυο από εκπαιδευτικούς και σχολεία. Το 1957, η Διεθνής Ομοσπονδία του Κινήματος του Μοντέρνου Σχολείου (FINEM), ιδρύθηκε για να οργανώσει εθνικές ομάδες σε όλο τον κόσμο. Οργανώνουν ένα διεθνή συνέδριο κάθε δύο χρόνια για τον συντονισμό των εργασιών και την ανταλλαγή ιδεών. Τη ζωή και τις καινοτόμες παιδαγωγικές μεθόδους του Σ. Φρενέ παρουσιάζει η ταινία: «Φρενέ: ο δάσκαλος που άφηνε τα παιδιά να ονειρεύονται» (2006).
( ROBERTO BENIGNI. Εφτά υποψηφιότητες για Οσκαρ)
Ιταλία, 1939. Ο Guido (Roberto Benigni), είναι ένας Εβραίος βιβλιοπώλης. Σαν άνθρωπος είναι τρυφερός και τον χαρακτηρίζει μια παιδική αθωότητα. Με κέφι, χιούμορ και αισιοδοξία αναζητεί την τύχη του και τον έρωτα, αδιαφορώντας για τον αυξανόμενο αντισημιτισμό και τον μουσολινικό φασισμό εκείνης την εποχής. Ερωτεύεται την Dora, μια όμορφη δασκάλα την οποία παντρεύεται και κάνουν έναν γιό τον Joshua (Giorgio Cantarini). Ο Guido είναι αποφασισμένος να προστατέψει το γιο του από τη βάρβαρη πραγματικότητα της ζωής τους και αυτή του η απόφαση δυστυχώς δεν διαψεύδεται, όταν στέλνεται μαζί με τον γιο του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. H Dora (Nicoletta Braschi) επιβιβάζεται κι εκείνη στο ίδιο τρένο, αλλά στην συνέχεια χωρίζονται. O Guido έτσι επινοεί ένα ψέμα λέγοντας στον γιό του ότι στο στρατόπεδο παίζουν ένα παιχνίδι όποιος μαζέψει τους περισσότερους πόντους κάνοντας υπομονή απέναντι στις κακουχίες θα είναι ο μεγάλος νικητής ο οποίος θα πάρει ένα μεγάλο τάνκ. Το κερδίζει τελικά; Η συνέχεια επι της οθόνης. Αυτό που κάνει το ‘La vita e bella’ ξεχωριστό είναι ότι ασχολείται με το δράμα του Ολοκαυτώματος από μια άλλη οπτική γωνία, αυτή του παιδιού. Ο μικρός Guido βλέπει όλη την ιστορία να εξελίσσεται με μια αθωότητα και φυσικά απόλυτη άγνοια. Χωρίς υπερβολή μπορεί να χαρακτηριστεί ως ύμνος στον αγώνα του ανθρώπου για επιβίωση και παράλληλα ένας υπέροχος σαρκαστικός χλευασμός στη ζοφερότητα και τη σκοτεινιά του θανάτου. Μια εξαιρετική ταινία που αξίζει να τη δείτε!!! Παρακάτω μπορείτε να δείτε απόσμασμα της ταινίας.
Καλοκαίρι 1960, σ’ ένα γραφικό χωριό της Χίου, τελευταίες μέρες του σχολικού έτους, η φιλία δυο αγοριών της Δ’ τάξης του Δημοτικού κλονίζεται. Το σχολείο κλείνει και τα δυο παιδιά περνούν ένα μεγάλο μέρος του καλοκαιριού χώρια. Ο ένας εξ αυτών, βοηθά τη μητέρα του στα μαστιχόδεντρα, τα δέντρα που πληγώνονται και δακρύζουν την αστραφτερή τους μαστίχα. Ο άλλος, ακολουθεί τον δικό του, μοναχικό του δρόμο και προσπαθεί να ξεφύγει από τη δική του αυταρχική μάνα, που συνηθίζει να τον κυνηγά με τον πλάστη στα σοκάκια του χωριού. Μια τυχαία συνάντησή τους κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας καταδίωξης γίνεται αφορμή να επανασυνδεθούν και να περάσουν μαζί το υπόλοιπο καλοκαίρι. Με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, Το Δέντρο Που Πληγώναμε, είναι μια από τις σπουδαιότερες και πλέον ποιητικές ταινίες του ελληνικού αλλά και παγκόσμιου κινηματογράφου.