Αναλυτικές πληροφορίες για την ραβδοσκοπία : www.golde-detector.gr
Αναλυτικές πληροφορίες για την ραβδοσκοπία : www.gold-detector.gr
Η ραβδοσκοπία μπορεί να γίνει με ελάχιστα όργανα, τα περισσότερα από τα οποία μπορούν να κατασκευαστούν από πολύ απλά υλικά, ώστε να εκπαιδευτούμε μόνοι μας σε αυτή την τέχνη.
Ένα καλό ραβδοσκοπικό όργανο είναι αυτό που ταιριάζει σε εμάς και που μπορούμε εύκολα να το κάνουμε να λειτουργήσει. Το εργαλείο που θα επιλέξουμε να αγοράσουμε ή που θα κατασκευάσουμε μόνοι μας θα πρέπει να ακολουθεί κάποιους βασικούς κανόνες ανάλογα με τις έρευνες που επιθυμούμε να κάνουμε.
Υπάρχουν ραβδοσκοπικά όργανα που είναι καταλληλότερα για ανίχνευση μετάλλων, όργανα που είναι καταλληλότερα για ανίχνευση υγρών στοιχείων, καθώς και όργανα που είναι καταλληλότερα για ψυχικά φαινόμενα.
Θα ξεκινήσω με τα όργανα που είναι καταλληλότερα για την ανίχνευση μετάλλων κι έχουν καλύτερη αγωγιμότητα στα ευγενή μέταλλα.
Ένα πολύ καλό όργανο, το οποίο είναι ψηλά στις προτιμήσεις των περισσότερων αναγνωρισμένων ραβδοσκόπων είναι οι βέργες Γ. Αυτό το όργανο μπορούμε να το συνδέσουμε πολύ αρμονικά με τον εαυτό μας και είναι τόσο κατανοητό στη χρήση του που μπορεί να το χρησιμοποιήσει πολύ εύκολα ακόμα κι ένας αρχάριος.
Βέργες Γ μπορούμε να φτιάξουμε και μόνοι μας με πολύ απλά υλικά. Παίρνουμε ένα χονδρό σύρμα και το κόβουμε σε δυο ίσα μέρη. Τα δύο τμήματα τα λυγίζουμε σε σχήμα Γ. Το τμήμα που βρίσκεται στην παλάμη μας το χρησιμοποιούμε ως λαβή και μπορεί να έχει μήκος από 15 έως 20 εκατοστά ανάλογα με την παλάμη μας. Το μπροστινό τμήμα της κεραίας μπορεί να έχει μήκος από 25 έως 50 εκατοστά.
Οι διαστάσεις δεν παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτές τις κατασκευές. Σημασία έχει να νιώθετε άνετα στα χέρια σας το εργαλείο.
Μπορούμε τις λαβες να τις βάλουμε μέσα σε ένα μεταλλικό κύλινδρο ώστε να γείρουν ελεύθερα. Στη συνέχεια, πρέπει να διαχωρίσουμε τις βέργες σε αριστερή και δεξιά και θα πρέπει πάντα το δεξί χέρι να κρατά τη δεξιά βέργα και το αριστερό την αριστερή.
Κρατάμε τις βέργες στα χέρια μας με το μακρύ τμήμα τους παράλληλα σε αυτά, έτσι ώστε να κοιτάζει μπροστά. Όταν ο ραβδοσκόπος εντοπίσει αυτό που ψάχνει, οι ράβδοι θα διασταυρωθούν ή θα αποκλίνουν. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται ραβδοσκοπική αντίδραση.
Καλό είναι να βάζουμε στο δεξί χέρι κι ένα μάρτυρα. Ο μάρτυρας θα πρέπει να είναι ίδιος με το αντικείμενο που ψάχνουμε, δηλαδή αν θέλουμε να βρούμε λίρες καλό είναι ο μάρτυρας να είναι λίρα για να πετύχουμε την αγωγιμότητα του μετάλλου που ψάχνουμε.
Για καλύτερη αγωγιμότητα οι βέργες μπορούν να κατασκευαστούν από ευγενή μέταλλα, όπως χαλκό, ορείχαλκο, ασήμι ή χρυσό. Ο συνδυασμός αυτών των μετάλλων θα μας δώσει πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα στις έρευνες, γιατί τα ευγενή μέταλλα έχουν την ιδιότητα να προσλαμβάνουν πολύ καλύτερα την ενέργειά μας.
Όλα τα μεταλλικά αντικείμενα που είναι θαμμένα στο έδαφος εκπέμπουν κάποια σήματα λόγω του γεγονότος ότι μαγνητίζονται από τους μαγνητικούς πόλους της γης. Αυτά τα σήματα τα λαμβάνουν τα όργανα ραβδοσκοπίας.
Στις εξειδικευμένες βέργες που είναι κατασκευασμένες από ευγενή μέταλλα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο το μήκος, το βάρος και η περιεκτικότητα του κάθε μέταλλου που έχουμε αναμείξει, ώστε να επιτύχουμε την ανίχνευση μόνο ευγενών μετάλλων. Για αυτές τις κατασκευές σας συνιστώ να απευθυνθείτε σε επαγγελματίες ραβδοσκόπους που έχουν γνώσεις κατασκευών.
Οι καταλληλότερες ώρες για τη χρήση της ραβδοσκοπίας είναι η νύχτα ή το ξημέρωμα λόγω χαμηλών παλμών στην ατμόσφαιρα.
Κατά τη διάρκεια της μέρας δεν συνίσταται η χρήση της ραβδοσκοπίας από άπειρους χρήστες γιατί η ακτινοβολία του Ήλιου και η μεγάλη θερμότητα των θερινών μηνών σε πολλές περιπτώσεις δίνει ψευδείς εκπομπές αντικειμένων που βρίσκονται θαμμένα ή στην επιφάνεια με αποτέλεσμα να μας ξεγελάει η ένδειξη των οργάνων ραβδοσκοπίας. Μερικά ακόμη φυσικά φαινόμενα που πρέπει να αποφύγουμε κατά τη διάρκεια της έρευνας είναι τα έντονα καιρικά φαινόμενα, όπως βροχοπτώσεις, συννεφιά, δυνατοί άνεμοι, αστραπές, χαμηλές ή υψηλές θερμοκρασίες κτλ.
Ο χρόνος εκπαίδευσης είναι διαφορετικός για τον κάθε χρήστη και σε κάποιες περιπτώσεις είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι σε άλλους χρήστες Θα πρέπει να είμαστε υπομονετικοί και να μην παρασυρόμαστε από την απογοήτευση. Ο καλύτερος σύμμαχός μας για τη ραβδοσκοπία είναι η γνώση και η υπομονή.
Οι κυριότεροι παράγοντες για μια επιτυχή ανακάλυψη με ένα ραβδοσκοπικό όργανο είναι ο χρόνος παραμονής του αντικειμένου στο έδαφος. Οι φρεσκοβαμμένοι στόχοι θα έχουν μικρή ή ελάχιστη ανταπόκριση, ενώ αντικείμενα που βρίσκονται στο έδαφος πολλά χρόνια δίνουν μέγιστη ανταπόκριση κι ανιχνευτικό βάθος.
Αυτό συμβαίνει καθώς τα παλαιοτέρα θαμμένα αντικείμενα γειώνονται απόλυτα με το έδαφος και απλώνουν μόρια σε αυτό λόγω μεγάλης οξείδωσης, υγρασίας, τριβής, επαφής κτλ.
Όταν ψάχνετε ένα θησαυρό, θα διαπιστώσετε ότι το όργανό σας έλκεται περισσότερο από ένα θαμμένο θησαυρό παρά από ένα αντικείμενο που βρίσκεται στην επιφάνεια. Αυτό συμβαίνει διότι όταν ένας θησαυρός είναι θαμμένος για πολλά χρόνια δημιουργούνται εκπομπές έλξεως κι επικεντρώνονται στο έδαφος που περιβάλλει το θησαυρό. Αυτό δημιουργεί ένα έντονο στίγμα σε αυτό το μέρος, το οποίο μοιάζει με ένα έντονο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο γύρω από το θησαυρό.
Το σημαντικότερο κατά τη λειτουργία ενός ραβδοσκοπικού οργάνου είναι η στάση του χειριστή και ο τρόπος που κρατά τις βέργες. Πρέπει να στεκόμαστε χαλαροί και με τα πόδια μας ελαφρώς απομακρυσμένα. Τα μπράτσα μας πρέπει να είναι κολλημένα στο σώμα μας αλλά όχι πολύ δυνατά. Δεν πρέπει να ασκούμε μεγάλη πίεση στις βέργες με τον καρπό και πρέπει να τις αφήνουμε να ισορροπήσουν ελεύθερα στα χέρια μας.
Κρατάμε τις βέργες σταθερά και φροντίζουμε να ισορροπούν στο ύψος του στήθους χαλαρά μπροστά από τον χειριστή. Θα πρέπει να κοιτάζουν μπροστά και να είναι παράλληλες μεταξύ τους σε απόσταση 20 – 45 εκατοστά. Ο κάθε χειρίστης πρέπει να ανακαλύψει την απόσταση που του ταιριάζει καλύτερα. Τη σωστή απόσταση θα την ανακαλύψει με τη μέθοδο της δοκιμής και του σφάλματος (by trial and error).
Το μεγαλύτερο μυστικό είναι η εξάσκηση, ώστε οι βέργες να μην γυρίζουν ανεξέλεγκτα. Αφού μάθουμε να τις ισορροπούμε, πρέπει να μάθουμε να βαδίζουμε κρατώντας τες.
Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει τα βήματα μας να είναι αργά και μετρημένα, δηλαδή να καλύπτουμε την ίδια απόσταση σε κάθε βήμα μας. Διαφορετικά, οι βέργες θα χάσουν την ισορροπία τους.
Αυτό μπορεί να συμβεί και όταν χαμηλώνουμε τον ένα ώμο μας. Πρέπει να κρατάμε τους ώμους μας στο ίδιο ύψος. Αφού το καταφέρουμε αυτό, αρχίζουμε τα πειράματα με ένα πολύτιμο μέταλλο το όποιο θα τοποθετήσουμε εμείς οι ίδιοι στο έδαφος και παρατηρούμε την αντίδραση των βεργών. Στην συνέχεια, βάζουμε κάποιον να κρύψει ένα αντικείμενο ώστε να δούμε και σε αυτή την περίπτωση την αντίδραση των βεργών.
Θυμηθείτε ότι ένας χαλαρωμένος και ξεκούραστος χειρίστης είναι πιο αποτελεσματικός από έναν αγχωμένο και καταπονημένο χειριστή.
Πριν ξεκινήσουμε μια έρευνα θα πρέπει να προετοιμαστούμε κατάλληλα ψυχικά και σωματικά από την προηγούμενη ημέρα .
Πρώτα φροντίζουμε να έχουμε την κατάλληλη ψυχική ηρεμία σε συνδυασμό με την καλή φυσική κατάσταση του σώματός μας .
Η σωματική ξεκούραση και η αποφυγή έντονων συναισθηματικών φορτίσεων σε συνδυασμό με την κατάλληλη διατροφή, θα εξασφαλίσει τις καταλληλότερες συνθήκες για να ξεκινήσετε μια σοβαρή έρευνα την επόμενη ημέρα.
Πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν τα ενδύματα και τα υποδήματα που θα επιλέξετε να φορέσετε κατά την έρευνα. Να αποφύγετε τα συνθετικά ρούχα που παρουσιάζουν το φαινόμενο του στατικού ηλεκτρισμού. Συνίσταται τα ενδύματά σας να είναι τα βαμβακερά ή λινά.
Όσον αφορά στα υποδήματά σας, οι σόλες θα πρέπει να είναι από δέρμα κι όχι από μονωτικό υλικό, όπως καουτσούκ, λάστιχο κτλ. Αν οι συνθήκες σας το επιτρέπουν, κάντε την έρευνα χωρίς υποδήματα ώστε να πετύχετε τη φυσική γείωση από το έδαφος.
Την ώρα της έρευνας αφαιρέστε όλα τα μεταλλικά αντικείμενα από πάνω σας κι αποφύγετε να είστε κοντά σε πηγές ενεργείας, όπως ρεύμα, κινητά τηλεφώνα, ασύρματοι κτλ.
Αποβάλετε κάθε αρνητική σκέψη και επικεντρωθείτε στο στόχο που θέλετε να βρείτε.
Για να μπορέσουμε να βρούμε το ακριβές βάθος ενός στόχου που εντοπίσαμε, μπορούμε να ακολουθήσουμε μια απλή κι αποτελεσματική μέθοδο.
Μόλις σταυρώσουν οι βέργες πάνω από ένα στόχο σταματάμε κι αρχίζουμε να περπατάμε προς τα πίσω βήμα-βήμα μέχρι οι βέργες να ξαναγίνουν παράλληλες. Όσα βήματα έχουμε κάνει τόσο είναι και το βάθος του στόχου.
Το φαινόμενο της οξείδωσης του εδάφους έχει απασχολήσει πολλούς ραβδοσκόπους, οι οποίοι μιλούν για αυτό με αρνητικά σχόλια. Θα έχετε ακούσει πολλούς ερευνητές που χρησιμοποιούν όργανα ραβδοσκοπίας να αναφέρουν ότι σε μια έρευνα ενώ είχαν εντοπίσει το στόχο ακολουθώντας όλες τις διαδικασίες των μετρήσεων, κατά την ανασκαφή ανακάλυψαν ότι δεν υπήρχε τίποτα.
Έτσι, λοιπόν, σπεύδουν να δικαιολογηθούν για να μην εκτεθούν στους παρευρισκόμενους και τους λένε ότι ο θησαυρός ήταν κάποτε εκεί αλλά κάποιος τον πήρε κι έχει μείνει στο έδαφος η ενέργειά του.
Εν μέρει αυτό είναι μια άποψη σεβαστή και ίσως σε μερικές περιπτώσεις να ισχύει, αλλά σίγουρα δεν έχουν διαβάσει σωστά τις ενδείξεις του οργάνου που χρησιμοποιούν ή στην μεγαλύτερη πλειοψηφία τους ίσως να μην ξέρουν να χειρίζονται το ραβδοσκοπικό όργανο.
Ας πάρουμε, όμως, το θέμα από την αρχή. Όταν ανακαλύψουμε ένα στόχο θα πρέπει να τον επαληθεύουμε από 3 διαφορετικές κατευθύνσεις. Αφού βεβαιωθούμε για το στόχο, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και μεθόδους απόρριψης πριν μπούμε στη διαδικασία της ανασκαφής.
Βγάζουμε από τη δεξιά βέργα (+) κι από το δεξί χέρι μας το μάρτυρα και στη θέση του βάζουμε ένα πέτρωμα από το σημείο όπου εντοπίσαμε προηγούμενως το στόχο. Ξεκινάμε τη διαδικασία έρευνας από τα σημεία που είχαμε πάρει μετρήσεις με το μάρτυρα. Αν διαπιστώσουμε ότι οι βέργες μας σταυρώσουν στο ίδιο σημείο που είχαν σταυρώσει με το μάρτυρα, το πιθανότερο είναι ο στόχος να μην είναι ενδιαφέρον.
Αν δεν σταυρώσουν πουθενά, τότε αυτό σημαίνει ότι οι μετρήσεις που κάναμε με το μάρτυρα μάλλον ισχύουν και υπάρχει ο επιθυμητός στόχος. Επίσης, οι βέργες μάλλον δεν επηρεάστηκαν από άλλους φυσικούς παράγοντες, όπως οξείδωση ή πετρώματα.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ακολουθείτε τις ίδιες διαδικασίες μετρήσεων είτε με τον μάρτυρα είτε με την απόρριψη. Την απόρριψη μπορούμε να την επαναλάβουμε και με άλλα φυσικά ορυκτά ή υγρά στοιχειά.
Για την ολοκλήρωση της έρευνας συνίσταται να χρησιμοποιήσετε περισσότερες μετρήσεις στις απορρίψεις. Αυτή η μέθοδος θα σας προφυλάξει από άσκοπες ενέργειες και θα σας διδάξει να ερμηνεύετε σωστά την αντίδραση του οργάνου.
Επιπλέον, θα διαπιστώσετε ότι οι βέργες συμπεριφέρονται πολύ διαφορετικά σε οξειδώσεις και πετρώματα. Για να γίνω πιο κατανοητός θα σας αναφέρω ότι το σταύρωμα των βεργών όταν πλησιάζουν τον υποτιθέμενο στόχο γίνεται σε πολύ αργό ρυθμό και οι βέργες δεν φτάνουν στο σημείο του κανονικού σταυρώματος. Παρόμοιες συμπεριφορές ισχύουν και για τις υπόλοιπες απορρίψεις.
Για να μπορέσουμε να επαληθεύσουμε ένα στόχο θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μια μέθοδο επιβεβαίωσής του. Για παράδειγμα, ξεκινάμε μια έρευνα για χρυσό. Στο δεξί μας χέρι κρατάμε τον μάρτυρα που αποτελείται από χρυσό. Όταν εντοπίσουμε το στόχο και τον επιβεβαιώσουμε από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις, περνάμε και στην τελική επιβεβαίωση.
Αφήνουμε το χρυσό μάρτυρα και παίρνουμε, για παράδειγμα, ένα κομμάτι χαλκού ως μάρτυρα. Αν οι βέργες μας σταυρώσουν στο ίδιο σημείο που μας οδήγησε κι ο χρυσός μάρτυρας, τότε ο στόχος δεν είναι πραγματικός.
Στην περίπτωση που οι βέργες μας πάνε σε άλλα σημεία από αυτό που μας οδήγησε ο χρυσός μάρτυρας, τότε ο στόχος είναι πιθανότερο να είναι σωστός.
Την ίδια διαδικασία πρέπει να κάνουμε και με άλλα μέταλλα που υπάρχουν στη συγκεκριμένη περιοχή .
Έστω ότι θέλουμε να ερευνήσουμε μια περιοχή όπου τα μεταλλεύματα στο έδαφος είναι πάρα πολλά, όπως στον περιβάλλοντα χώρο ενός μεταλλείου. Όμως, δεν επιθυμούμε να χρησιμοποιήσουμε συγκεκριμένο μάρτυρα. Θέλουμε να απορρίψουμε ένα μέταλλο από τα πολλά που βρίσκονται στο έδαφος, όπως τα σιδηρούχα αντικείμενα, ώστε να μπορέσουμε να ερευνήσουμε όλα τα υπόλοιπα.
Τότε στο αριστερό μας χέρι και στην αριστερή βέργα βάζουμε ένα σιδερένιο μεταλλικό αντικείμενο. Θα παρατηρήσουμε ότι οι βέργες δεν θα σταυρώσουν σε σιδηρούχο αντικείμενο αλλά σε όλα τα υπόλοιπα που επιθυμούμε να βρούμε.
Την ίδια μέθοδο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σε όλα τα μέταλλα και σε όλα τα πετρώματα.
Μια κλασική μέθοδος που χρησιμοποιούν πολλοί ραβδοσκόποι είναι να τοποθετούν στο δεξί χέρι και στη δεξιά βέργα ένα λαμπάκι.
Από το λαμπάκι θα πρέπει να αφαιρέσουμε όλα τα μεταλλικά στοιχεία που έχει και στη συνέχεια, θα πρέπει να κλείσουμε τις εισόδους με κάποιο υλικό, όπως με ένα κομμάτι πανί ή με μια θερμική σιλικόνη. Το λαμπάκι προτείνεται να είναι από πλαφονιέρα αυτοκινήτου μια που έχει το κατάλληλο μέγεθος .
Εναλλακτικά, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα μικρό γυάλινο μπουκαλάκι από δείγματα αρωμάτων ή κάτι άλλο. Κατά την έρευνα δεν θα πρέπει να έχουμε στα χέρια μας τίποτε άλλο ως μάρτυρα, ώστε να μπορεί να αποδώσει σωστά η εύρεση του κενού.
To μέγεθος του κενού μπορούμε να το καταλάβουμε περίπου από το σταύρωμα των βεργών. Αν οι βέργες σταυρώσουν γρήγορα, αυτό σημαίνει μεγάλο κενό. Αν σταυρώνουν αργά, τότε το κενό είναι μικρό.
Αυτή τη μέθοδο την χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να βρούμε σπηλιά, πηγάδι κτλ. Σημαντικό είναι σε αυτή τη συγκεκριμένη έρευνα να χρησιμοποιούμε και τον ενισχυτή σημάτων. Σε αυτό θα μας βοηθήσει αρκετά η τάση του ρεύματος.
Στο αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο υπάρχει έλλειμμα ηλεκτρονίων. Αντιθέτως, στο θετικό ηλεκτρικό φορτίο έχουμε περίσσευμα ελεύθερων ηλεκτρονίων.
Η βροχή μεταφέρει μόνο νερό ή υγρασία και μειώνει τη μονωτική ικανότητα του αέρα. Στην ατμόσφαιρα υπάρχει στατικός ηλεκτρισμός, δηλαδή περίσσευμα ηλεκτρονίων μέχρι τα ελεύθερα αυτά ηλεκτρόνια να βρουν τον δρόμο και να φτάσουν στη γη-έδαφος όπου έχει έλλειμμα.
Επειδή ο στατικός ηλεκτρισμός είναι επιδερμικό φαινόμενο, δηλαδή τα ηλεκτρόνια συγκεντρώνονται στην επιφάνεια του αγώγιμου υλικού κι όχι στο εσωτερικό του, το θέμα του στατικού ηλεκτρισμού σταματάει εκεί, δηλαδή στην επιφάνεια του εδάφους. (Το έδαφος θεωρείται αγώγιμο υλικό.)
Τα θαμμένα αντικείμενα ούτε επηρεάζονται ούτε κι έχουν καμιά σχέση με τον στατικό ηλεκτρισμό. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για την αποφόρτιση του εδάφους. Ένας αποτελεσματικός και σύντομος τρόπος είναι :
1. Να καρφώσουμε χάλκινα πασσαλάκια, 50-60 εκατοστών ή 4-5 χιλιοστών σε διάφορα σημεία γύρω από τον χώρο όπου θέλουμε να ερευνήσουμε και να τα αφήσουμε στο έδαφος για 1 ώρα περίπου.
2. Να σκαλίσουμε τη γύρω περιοχή με μια τσουγκράνα ή με ένα τσαπί σκάβοντας όσο πιο βαθιά μπορούμε, ώστε να φύγουν τα μικρά, μεταλλικά και σκουριασμένα παράσιτα από το έδαφος.
3. Στη συνέχεια εφόσον περάσει 1 ώρα, αφαιρούμε τους πασσάλους από το έδαφος και ξεκινάμε την έρευνα. Με αυτή την απλή μέθοδο πετυχαίνουμε την αποφόρτιση του εδάφους.
Γενικά το θέμα της αποφόρτισης του χώρου είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα και είναι δυνατό να αντιμετωπίσουμε πρόβλημα με πολλούς αστάθμητους παράγοντες.
Για να καταλάβετε πόσο σημαντικό είναι αυτό το θέμα, αρκεί να σας πω ότι το πρόβλημα του διαχωρισμού αντικειμένων από ένα ραβδοσκόπο είναι παιχνιδάκι μπροστά στο πρόβλημα φιλτραρίσματος του χώρου.
Υπάρχουν βέβαια και διάφορες ιδιωτικές κατασκευές, αλλά αυτές είναι κάτι πολύ προσωπικό ανάλογα με την επιλογή του κάθε ερευνητή