Ο Niels Henrik Abel γεννήθηκε το 1802 στο Findo της Νορβηγίας, γιος πάστορα και πολύτεκνης οικογένειας. Το 1815 εγκαταστάθηκε στην Χριστιανία (σημ. Όσλο) για να συνεχίσει τις σπουδές του στην τοπική καθεδρική σχολή και το 1818 είχε την τύχη να συναντήσει τον B. Hombloe, ένα δάσκαλο ο οποίος αναγνώρισε αμέσως την ασυνήθιστη φυσική ροπή του Abel για τη μαθηματική έρευνα. Τον ενθάρρυνε σε όλη τη ζωή του και του δημοσίευσε μετέπειτα πολλά έργα. Ο θάνατος του πατέρα του το 1820 έθεσε την πολυμελή οικογένεια του Abel σε μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες και χρέη από τα οποία ποτέ δεν κατάφερε να απαλλαγεί.
Το 1821 εισήλθε στο Πανεπιστήμιο της Χριστιανίας και ασχολήθηκε με ζητήματα μακροτέρας πνοής από τα στενά πανεπιστημιακά μαθήματα. Πολλές εργασίες του όντας φοιτητής δημοσιεύτηκαν σε νορβηγικά περιοδικά, οι οποίες περιείχαν τα σπέρματα των κυριότερων ιδεών που ανέπτυξε αργότερα και τον οδήγησαν στην αθανασία.
Το 1825 πέτυχε μια υποτροφία της νορβηγικής κυβέρνησης για να μεταβεί στα μεγάλα μαθηματικά κέντρα της Ευρώπης. Μετέβη διαδοχικά στην Κοπεγχάγη, στο Αμβούργο και τέλος στο Βερολίνο, όπου ήρθε σε επαφή με τους μεγάλους μαθηματικούς της εποχής. Στο Βερολίνο γνωρίστηκε με τον Ελβετό Jakob Steiner και από κοινού έγιναν βασικοί συνεργάτες του Crelle, o οποίος είχε μόλις εκδόσει μαθηματικό περιοδικό το οποίο έγινε το κορυφαίο παγκοσμίως.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Abel απέφυγε το Γκέτινγκεν όπου μεσουρανούσε ο Gauss "επειδή δεν κατόρθωσε να υπερνικήση την αποστροφήν του προς την ιδέαν να πλησιάση τον πρίγκηπα των μαθηματικών".
Φεύγοντας από το Βερολίνο στις αρχές καλοκαιριού του 1826 έκανε μια στάση στην Πράγα πιθανώς επειδή είχε ακούσει για τις εργασίες του B. Bolzano και στις 10 Ιουλίου 1826 έφθασε στο Παρίσι το άλλο μεγάλο μαθηματικό κέντρο.
Εκεί εργάστηκε με τόση διάθεση ώστε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους παρουσίασε στη Γαλλική Ακαδημία Επιστημών το μέγα υπόμνημα "Επί μιας γενικής ιδιότητος μιας ευρύτερης κατηγορίας υπερβατικών συναρτήσεων".
Η κρίση της εργασίας δόθηκε στους Legendre και Cauchy, όμως ο δεύτερος έχασε το υπόμνημα και η κρίση δεν ολοκληρώθηκε. O Legendre πάντως εντυπωσιάστηκε από το μαθηματικό ταλέντο του Abel λέγοντας την φράση "τι κεφάλι έχει αυτός ο νεαρός Νορβηγός!" (quelle tête celle du jeune Norvégien!).
Ο Abel έχοντας εξαντλήσει όλες τις οικονομικές του δυνατότητες αναγκάστηκε τα Χριστούγεννα του 1826 να φύγει από το Παρίσι για το Βερολίνο όπου έμεινε μέχρι τον Μάιο του 1827, όταν και επέστρεψε στην Χριστιανία. Κατά την ολιγόμηνη παραμονή του στο Βερολίνο δημοσίευσε στο περιοδικό Crelle μερικές σπουδαίες εργασίες.
Επιστρέφοντας στην Χριστιανία παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα για τα προς το ζην και τον Δεκέμβριο του 1828 μετέβη στο Froland φιλοξενούμενος της οικογένειας της μνηστής του. Όμως το δριμύ ψύχος και η εύθραυστη υγεία του τον οδήγησαν στον θάνατο μετά από μια πνευμονία στις 6 Απριλίου 1829.
Ο Crelle που ήθελε τον Abel στο Βερολίνο κατόρθωσε να βρει για αυτόν μια θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο, αλλά το γράμμα του έφτασε στη Νορβηγία δύο μέρες μετά τον θάνατο του Abel.
Το μαθηματικό έργο του Abel διακρίνεται από μεγάλο βάθος, πρωτοτυπία και αυστηρότητα. Οι εργασίες του αφορούν την Άλγεβρα, Ανάλυση και θεωρία αριθμών.
Και αυτός, όπως ο Bolzano και ο Cauchy εργάστηκαν για την αυστηροποίηση της Ανάλυσης και των μαθηματικών γενικότερα.
Το κορυφαίο ίσως επίτευγμα του Abel είναι η απόδειξη περί του αδυνάτου της επίλυσης πολυωνυμικών εξισώσεων βαθμού μεγαλύτερου του τέταρτου μέσω γενικών τύπων.
Πολλά έργα του Abel δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του. Το 1902, για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, η νορβηγική Ακαδημία Επιστημών συγκέντρωσε και δημοσίευσε τα έργα του, ενώ το 1929 η νορβηγική κυβέρνηση κατασκεύασε μνημείο του Abel στο Όσλο για τα 100 χρόνια από το θάνατό του.
Το 2002 η νορβηγική κυβέρνηση θεσμοθέτησε το "βραβείο Abel" για τα μαθηματικά προς τιμήν του.
Πηγή: "Γεωμετρικές διαδρομές" του Σωτήρης Χρ. Γκουντουβάς
Ο Ρόμπερτ Χουκ (Robert Hooke, 28 Ιουλίου 1635 – 3 Μαρτίου 1703) ήταν Άγγλος φυσικός και αρχιτέκτονας, ο οποίος διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην επιστημονική επανάσταση τόσο με το πειραματικό όσο και με το θεωρητικό έργο του.
Έγινε κυρίως γνωστός για τον νόμο της ελαστικότητας που φέρει το όνομά του (νόμος του Χουκ) και για το βιβλίο του «Μικρογραφία» που εισάγει για πρώτη φορά τον όρο κύτταρο. Την περίοδο που σπούδαζε στην Οξφόρδη εργάστηκε ως βοηθός του Ρόμπερτ Μπόιλ για τον οποίο μάλιστα κατασκεύασε και μία αντλία κενού την οποία χρησιμοποίησε ο Μπόιλ για τα πειράματά του που τον οδήγησαν στην διατύπωση του πρώτου νόμου των αερίων. Παρατηρώντας τα απολιθώματα έγινε από τους πρώτους που συνέλαβαν την ιδέα της εξέλιξης.
Ο Χουκ μελέτησε επίσης το φαινόμενο της διάθλασης, από το οποίο συμπέρανε πως το φως έχει κυματική φύση. Επίσης ο Χουκ κατέληξε στον νόμο της παγκόσμιας έλξης την ίδια περίοδο με τον Νεύτωνα, δείχνοντας πως από τους νόμους του Κέπλερ προκύπτει αυτός ο νόμος. Ο Νεύτων όμως απέδειξε πως οι νόμοι του Κέπλερ προκύπτουν από τον γενικότερο νόμο της παγκόσμιας έλξης.
Ο Χουκ ήταν επίσης σημαντικός αρχιτέκτονας και εργάστηκε στην ανοικοδόμηση του Λονδίνου μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1666. Επίσης υπήρξε πρωτοπόρος στην έρευνα για την κατασκευή χαρτών εξελίσσοντας τον συγκεκριμένο τομέα.
Η ζωή του Χουκ μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους. Στην πρώτη που ήταν λαμπρός επιστήμονας αλλά φτωχός, στην δεύτερη που κατόρθωσε να ευημερήσει ύστερα από σκληρή εργασία και στην τρίτη που χαρακτηρίστηκε από έντονες επιστημονικές διαμάχες.
Ο Χουκ γεννήθηκε στη νήσο Γουάιτ της Μάγχης και ήταν ο τελευταίος από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν διευθυντής στο τοπικό σχολείο και είχε την δυνατότητα να διδάξει το γιο του. Η οικογένειά του ήταν φιλομοναρχική, κάτι που πέρασε και στον Ρόμπερτ. Όταν ο πατέρας του πέθανε, άφησε στον Ρόμπερτ ένα ποσό για να σπουδάσει. Είχε στο μυαλό του πως θα γινόταν ωρολογοποιός ή σχεδιαστής. Ο Χουκ ήταν πολύ ικανός φοιτητής και γρήγορα κατάφερε να μπει στο σχολείο του Γουεστμίνστερ όπου έγινε γνώστης Λατινικών, Ελληνικών, Ευκλείδειας Γεωμετρίας και κάποιων βασικών αρχών μηχανικής.
Στην συνέχεια ο Χουκ πήγε στην Οξφόρδη όπου σπούδασε στο Wadham College. Εκεί εργάστηκε ως βοηθός του Τόμας Γουάιλις και του Ρόμπερτ Μπόιλ. Είχε σημαντική συμβολή στην διατύπωση πρώτου νόμου των αερίων, καθώς κατασκεύασε μία αντλία κενού την οποία χρησιμοποίησε ο Μπόιλ για τα πειράματά του που τον οδήγησαν στην διατύπωση της θεωρίας του.
Το 1655 ο Χουκ ασχολήθηκε με την αστρονομία. Βελτίωσε τον μηχανισμό του εκκρεμούς και βρήκε μία νέα μέθοδο για τον υπολογισμό του γεωγραφικού μήκους.
Ήταν από τους ιδρυτές της Βρετανικής Βασιλικής Εταιρίας που ιδρύθηκε το 1660.
Το 1665 εξέδωσε το πολύ σημαντικό του έργο, την «Μικρογραφία» η οποία περιείχε παρατηρήσεις που είχε κάνει με το τηλεσκόπιο. Στο βιβλίο αυτό εισήγαγε την έννοια του κυττάρου για να περιγράψει την δομή των βιολογικών οργανισμών. Το όνομα το εμπνεύστηκε παρατηρώντας με το μικροσκόπιο την μορφή φλούδας από φελλό, στον οποίο τα κύτταρα έχουν την μορφή μικρών κελιών. Στο βιβλίο αυτό αναφέρει και ορισμένες ιδέες για το φαινόμενο της καύσης που εκείνη την περίοδο εξακολουθούσε να αποτελεί μυστήριο.
Μετά την μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου το 1666 ο Χουκ εργάστηκε ως αρχιτέκτονας για την ανοικοδόμηση της πόλης. Θεωρήθηκε ιδιαίτερα αξιόλογος αρχιτέκτονας.
Ο Χουκ χαρακτηριζόταν αρκετά οξύθυμος, κυρίως στα τελευταία χρόνια της ζωής και ενεπλάκη σε κάποιες διαμάχες που πήγαζαν από την αφοσίωση του στις θεωρίες του αλλά και στην θερμή προσήλωσή του στο βασιλικό καθεστώς. Η φήμη του υπέφερε λόγω της διαμάχης του με τον μεγάλο Άγγλο φυσικό Νεύτωνα, του οποίου η μεγάλη φήμη επισκίασε το έργο του Χουκ. Οι σύγχρονες έρευνες, όμως, αποκατέστησαν την φήμη του και το μέγεθος της προσφοράς του.
Ο Χουκ πέθανε στο Λονδίνο στις 3 Μαρτίου του 1703 σε ηλικία 68 ετών.
Πηγή:Δίκτυο Μετεωρολογίας