Η ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ: Η Τέχνη και ο Τεχνίτης.* 

*Πρωτοδημοσιεύτηκε με την ευκαιρία της έκθεσης Η ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ στο Καλλιτεχνικό και Πνευματικό Κέντρο ΩΡΑ τον Φεβρουάριο του 1980.


Η Χαρακτική, δηλαδή η τέχνη να χαράζεται ένα οχέδιο πάνω σ' ένα σκληρό υλικό, είναι πολύ παλιά.

Σε σπηλιές της παλαιολιθικής ακόμα εποχής, βρίσκουμε τις πρώτες εκδηλώσεις αυτής της τέχνης σε χαράγματα πάνω στους βράχους καθώς και σε παραστάσεις χαραγμένες σε κόκκαλα, κέρατα ή μικρές πέτρινες πλάκες.

Αυτά τα πρώτα δείγματα της ανθρώπινης ευαισθησίας, εξελίχτηκαν από τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, οι οποίοι την 4η καί 3η χιλιετηρίδα μας έδωσαν καταπληκτικά σχέδια χαραγμένα σε αγγεία, αριστοτεχνικούς σφραγιδόλιθους και τα πρώτα στοιχεία της γραφής.

Η Χαρακτική στο ξύλο εφαρμόστηκε στην αρχή της εποχής μας από τους ίδιους λαούς για το τύπωμα πάνω σε ύφασμα, καί από τους Κινέζους τον 6ο αιώνα, για το τύπωμα κειμένων σε χαρτί. Πρέπει ν' αναφέρουμε, ότι οι Κινέζοι είχαν ανακαλύψει το χαρτί από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και είναι οι πρώτοι που το χρησιμοποίησαν για να τυπώσουν γραπτά.

Ο 14ος αιώνας βλέπει τη μεγάλη εξέλιξη του χαρτιού και τη γέννηση της τυπωμένης εικόνας, γιατί στην πραγματικότητα το χαρακτικό άρχισε να υπάρχει από τη στιγμή που ένα σχέδιο τυπώθηκε στο χαρτί. Τέλος, οι καλόγεροι του Μεσαίωνα είναι οι πρώτοι που χάραξαν εικόνες στο ξύλο και τύπωσαν τις πρώτες ξυλογραφίες. Ο εμπορικός και θρησκευτικός όμως χαρακτήρας αυτών των εικόνων, δείχνει, ότι κάθε καλλιτεχνική φροντίδα είχε παραμερίσει. Αυτές οι εικόνες προορίζονταν για τους πιστούς της εκκλησίας η οποία ήταν παντοδύναμη το μεσαίωνα, και αποτέλεσαν προπαγάνδα στην υπηρεσία της πίστης.

Για πολύ καιρό η χαρακτική είχε ένα προορισμό χρησιμότητας, θα πρέπει να περιμένει την Αναγέννηση για να της δοθεί ο χαρακτήρας του έργου τέχνης. Θα θεωρηθεί εν τούτοις σαν δευτερεύουσα τέχνη, κατώτερη, αφού συχνά ο σκοπός της θα είναι να αναπαράγει, τα αριστουργήματα της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής.

Τον 19ο αιώνα επί τέλους ελευθερώνεται από τον υπηρετικό χαρακτήρα της και θεωρείται σαν μια καθαρή και ανεξάρτητη τέχνη.

Μέχρι τότε, θεωρούσαν σαν τελειότητα της χαρακτικής Τέχνης, την απαράλαχτη απομίμηση ενός πίνακα ή ενός σχεδίου. Μέσα σ' αυτή την οπτική γωνία αναπτύχθηκαν οι τεχνικές της σε συνδυασμό με τα διάφορα υλικά.

Έτσι χρησιμοποιήθηκε το λιθογραφικό κραγιόνι, με το οποίο μπορεί να γίνει τέλεια απομίμηση ενός σχεδίου με μολύβι, έτσι χρησιμοποιήθηκε η ακουατίντα στη χαλκογραφία, με την οποία εύκολα μπορούν να δοθούν οι τόνοι και οι διαφάνειες μιας ακουαρέλλας.

Το χαρακτικό της απομίμησης είναι η εκτέλεση ενός έργου άλλου καλλιτέχνη από ένα επαγγελματία χαράκτη. Η αισθητική αξία αυτού του έργου της αναπαραγωγής, βρίσκεται μόνο στην τεχνική, η οποία εξαρτάται από την ικανότητα και τις λύσεις που θα δώσει ο τεχνίτης, για να ερμηνεύσει σωστά το πρωτότυπο. Όμως, η αναπαραγωγή, ή καλύτερα η ερμηνεία όσο τέλεια κι αν γίνει, δεν θα δώσει ποτέ την αλήθεια του πρωτότυπου. Το πρωτότυπο έργο, βγαλμένο από μιαν εσωτερική ανάγκη του καλλιτέχνη, έχει μέσα του την ίδια τη ζωή του δημιουργού. Η απομίμηση αποδίδει μόνο την εξωτερική του εμφάνιση. Η εσωτερική του αλήθεια η ζωή δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να ξαναδωθεί.

Μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η αστική τάξη και οι διανοούμενοι, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον, για την απόκτηση έργων τέχνης, υπογεγραμμένων από τα πιο γνωστά ονόματα της σύγχρονης εποχής. Οι εκδότες και οι γκαλερί, μυρίστηκαν έγκαιρα από πού φυσούσε ο άνεμος και εξαπέλυσαν την τεχνική της λιθογραφίας, παρακινώντας τους καλλιτέχνες, να κάνουν έγχρωμες λιθογραφίες σε μέγεθος μάλιστα αρκετά μεγάλο για ν' αντικαταστήσουν τους πίνακες των μοντέρνων εσωτερικών.

Αυτές οι λιθογραφίες τυπωμένες από 100 έως 250 αντίτυπα, επωλούντο φθηνά συγκριτικά με τη ζωγραφική και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, γιατί εύκολα μπορούσε κανείς να κρεμάσει στο σπίτι του ένα έργο του Renoir, του Matisse ή του Manet.

Όμως, οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες αυτούς, κατρακυλώντας μπροστά στις δυσκολίες της τεχνικής, έδιναν το σχέδιό τους στον τεχνίτη λιθογράφο, ο οποίος αναλάμβανε τη μεταφορά του στην πέτρα και την εκτύπωσή του. Το ίδιο έκαναν όταν ήθελαν το έργο τους να γίνει χαλκογραφία. Μ' αυτό τον τρόπο, γέμισαν οι γκαλερί λιθογραφίες και χαλκογραφίες γνωστών καλλιτεχνών, χωρίς ποτέ τους οι ίδιοι να αγγίξουν την πέτρα ή το μέταλλο.

Αυτή η παρανομία πήρε μεγάλες διαστάσεις γιατί τα χαρακτικά αυτά, υπογεγραμμένα από τον Braque, τον Picasso, τον Chagal και άλλα γνωστά ονόματα, επωλούντο με το όνομα «πρωτότυπα».

Το εμπόριο της εστάμπας είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει η χαρακτική την αρχική της ποιότητα και ο κόσμος την εμπιστοσύνη του στο χαρακτικό έργο. Γι' αυτό, για να προστατευτεί η χαρακτική και το κοινό, έγιναν μεγάλα συνέδρια στο Παρίσι, στη Βιέννη και τη Νέα Υόρκη, τα οποία έδωσαν τους όρους που πρέπει να τηρεί ένα χαρακτικό για να θεωρείται πρωτότυπο έργο τέχνης.

Στίς 18 Δεκεμβρίου του 1964 το Εθνικό Συνέδριο των Γάλλων Χαρακτών έδινε τον ακόλουθο ορισμό σχετικά με το πρωτότυπο χαρακτικό: «Θεωρούνται σαν χαρακτικά, οι πρωτότυπες εστάμπες και λιθογραφίες, που έχουν τυπωθεί από μια ή περισσότερες πλάκες, με οποιαδήποτε τεχνική, εκτός από τις μηχανικές και φωτομηχανικές μεθόδους, αλλά το σχέδιο, η χάραξη και η εκτύπωση να είναι έργο του ίδιου καλλιτέχνη. Μόνο τα χαρακτικά που πληρούν αυτούς τους όρους έχουν το δικαίωμα να ονομάζονται «πρωτότυπα».


Το τρίτο διεθνές συνέδριο Πλαστικών Τεχνών υιοθέτησε στη Βιέννη το 1960 τις ακόλουθες αποφάσεις αναφορικά με τη χαρακτική.


Και το Print Council of America το 1964 για να φωτίσει τους Αμερικανούς συλλέκτες και το κοινό και να τους προφυλάξει από μερικούς ασυνείδητους εμπόρους της τέχνης, εδημοσίευσε την παρακάτω κήρυξη:

«Το πρωτότυπο χαρακτικό είναι ένα έργο τέχνης όταν ανταποκρίνεται στα παρακάτω κριτήρια»:

Αυτά που αναφέρθηκαν και τα οποία καταξιώνουν το χαρακτικό σαν έργο τέχνης δεν φαίνεται να έχουν γίνει πολύ γνωστά, γιαυτό προσφέρονται ακόμα στο κοινό ή εκτίθενται στίς γκαλερί, σύγχρονα χαρακτικά, που στην εμφάνιση φαίνονται σαν πρωτότυπα ενώ δεν είναι.


Αυτές οι λιθογραφίες ή μεταξοτυπίες, αριθμημένες και υπογεγραμμένες, δεν είναι καμμιά φορά, παρά απομιμήσεις χαραγμένες από ειδικούς τεχνίτες, ή μηχανικές απομιμήσεις πιο συχνά, κάποιας ακουαρέλλας, γκουάζ ή σχεδίου.

Οι διαπιστώσεις αυτές θα μπορούσαν να φανούν απαισιόδοξες και να δώσουν μια άσχημη εικόνα για τη χαρακτική τέχνη.

Θα μπορούσαν ακόμα να γεννήσουν το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν ο καθ' ένας πού αγοράζει ένα χαρακτικό να είναι βέβαιος για τη γνησιότητα του;

Είναι πράγματι ένα σοβαρό πρόβλημα που έχει απασχολήσει τους ειδικούς και το κοινό εδώ και αρκετά χρόνια. Πολλές χώρες έχουν πραγματογνώμονες, τους expert όπως τους λένε, οι οποίοι παρέχουν τις πληροφορίες τους στους συλλέκτες και το κοινό για τη γνησιότητα μιας γκραβούρας ή μιας λιθογραφίας. Έχουν ερευνήσει το χαρακτικό έργο όλων των μεγάλων καλλιτεχνών και έχουν καταγράψει όλα τα αντίτυπα που οι ίδιοι οι καλλιτέχνες είχαν αριθμήσει όταν ευρίσκοντο στη ζωή.

Όταν όμως πρόκειται για χαρακτικά σύγχρονων καλλιτεχνών, εδώ τα νερά είναι ακόμα πολύ θολά.

Δυστυχώς, δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα ούτε για τη γνησιότητα του έργου, ούτε για τον αριθμό των αντιτύπων.

Πολλοί καλλιτέχνες πέρα από τα αριθμημένα τους αντίτυπα βγάζουν και άλλα χωρίς αριθμό και τα ονομάζουν «epreuves» δοκίμιο. Βεβαίως υπάρχει το δικαίωμα για τον καλλιτέχνη, να βγάζει ένα περιορισμένο αριθμό αντιτύπων για δική του χρήση.

Πρέπει όμως κι' αυτά να τα αριθμεί με λατινικά στοιχεία.

Η γνώση της τεχνικής, ο ιδιαίτερος δηλαδή τρόπος δουλειάς μιας χαλκογραφίας, ξυλογραφίας ή λιθογραφίας, είναι νομίζω απαραίτητη για να εκτιμήσει κανείς σωστά ένα χαρακτικό έργο

Γιατί το χαρακτικό δεν πρέπει να εκτιμηθεί μόνο για το θέμα που παρουσιάζει, αλλά για την πλαστικότητα της γραφής του, για το παιχνίδι στα μαύρα και στα άσπρα, στα φώτα και στις σκιές, για την ισορροπία του γραφισμού του ο οποίος συνδέεται με την ποιότητα του χαρτιού και με το χρώμα της μελάνης. Είναι ακόμα χρήσιμη η γνώση της τεχνικής για να αναγνώσει κανείς ένα κλισέ από μια χαλκογραφία, μια λιθογραφία από μια τσιγγογραφία ή μια μεταξοτυπία.

Αλλά ας παρακολουθήσομε τώρα τις τρεις βασικές αρχές της χαρακτικής δηλαδή της ξυλογραφίας, της χαλκογραφίας και της λιθογραφίας.

Το ξύλο, το πλάγιο και το όρθιο είναι από τα πρώτα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για χάραξη.

Πλάγιο ξύλο, είναι μια πλάκα, μια σανίδα δηλαδή κομμένη στην κατεύθυνση του δέντρου. Η κερασιά, η καρυδιά, η αχλαδιά, η μηλιά είναι τα είδη που προτιμούνται πιο πολύ, γιατί η μάζα τους είναι ομοιογενής καί όταν στεγνώσουν δεν σκάνε.

Το όρθιο πάλι ξύλο είναι κομμένο σε ροδέλες, κάθετα δηλαδή στον κορμό, οι οποίες τετραγωνίζονται και κολλιούνται για να δημιουργήσουν μεγαλύτερη επιφάνεια. Τα πολύ σκληρά ξύλα όπως το τσιμισίρι, το κελεμπέκι και άλλα είναι τα πιο κατάλληλα γι' αυτή την τεχνική. Η χάραξη στο όρθιο και στο πλάγιο ξύλο έχει σαν σκοπό να αφαιρέσει όλα τα άσπρα του σχεδίου και να αφήσει μόνο τα σχήματα που θέλομε να τυπωθούν. Έτσι θα έχομε ένα ανάγλυφο σχέδιο που θα δεχτεί το χρώμα μ' ένα κύλινδρο για να τυπωθεί στο χαρτί.


Ξυλογραφία:


Χαλκογραφία:

Αντίθετα με την ξυλογραφία, στη χαλκογραφία το σχέδιο χαράσσεται σε βάθος είτε με το νιτρικό οξύ όταν κάνουμε eau-forte, είτε μόνο με τη βελόνα όταν κάνουμε burin. Ο χαλκός είναι το μέταλλο που χρησιμοποιείται πιο πολύ, αλλά έχει ανάγκη από μια διαδικασία αρκετά σχολαστική μέχρι να γίνει κατάλληλος για χάραγμα.



Λιθογραφία:

Η μέθοδος που προκάλεσε επανάσταση στο τομέα των γραφικών τεχνών είναι η λιθογραφία.


Η αρχή της λιθογραφίας στηρίζεται στην φυσική ιδιότητα το λίπος να διώχνει το νερό. Έτσι ένα σχέδιο, φτιαγμένο μ' ένα λιπαρό κραγιόνι ή μελάνι πάνω σε μια λεία πέτρα που η υπόλοιπη επιφάνειά της είναι υδρόφιλη, μπορεί αν μια φορά υγραίνεται και μια φορά μελανώνεται να μας δώσει πολλά αντίτυπα. Το χρώμα που θα περάσει μ’ ένα κύλινδρο, θα κρατηθεί μόνο στα λιπαρά μέρη, ενώ η υγρή επιφάνεια της πέτρας θα το αρνηθεί.


Πρέπει να καταλάβουμε καλά, πως η ανάλυση ενός καλλιτεχνικού έργου δεν μπορεί ν' αντικαταστήσει το ίδιο το έργο και να προξενήσει επομένως την καλλιτεχνική συγκίνηση που μας δίνει η θέα αυτού του ίδιου του έργου.

«Οι εικαστικές τέχνες, λέει κάπου ο Γκαίτε, είναι μια γλώσσα που τη χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να φανερώσει εκείνο που δεν μπορεί να το πει με λόγια».

Κάθε εικαστικό καλλιτέχνημα είναι καμωμένο από υλικό ολότελα διαφορετικό από τις λέξεις.

Χρώματα, μάρμαρο, μέταλλα, πέτρες κλπ., δεν έχουν καμμιά σχέση με τις λέξεις και τις φράσεις.

Γι' αυτό είναι αδύνατο με τις καλλίτερες, τις πιο πετυχημένες φράσεις να αντικαταστήσει κανείς την εντύπωση, το θαυμασμό που προξενεί το ίδιο το εικαστικό καλλιτέχνημα και που ονομάζουμε καλλιτεχνική συγκίνηση. Γιατί απλούστατα το καλλιτέχνημα αυτό δεν είναι, παρά η ενιαία εκείνη εντύπωση, που τίποτε δεν μπορεί να την αντικαταστήσει.