Ξεκίνησα να γράφω το κείμενο αυτό κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας για το Μνημόνιο. Δεν μπορούσα να πιστέψω στα αυτιά μου ότι ακόμα και εκείνη τη στιγμή, ύστερα από τόσες μέρες διαβουλεύσεων, ενώ το κέντρο της Αθήνας καιγόταν και ενώ ο απλός λαός ψάχνει απεγνωσμένα να βρεί ένα στήριγμα για να μπορέσει να ανέβει το γολγοθά που τον περιμένει, υπήρχαν βουλευτές που παραβίαζαν τους κανόνες της Βουλής και αντί να δηλώσουν τη ψήφο τους, έβρισκαν την ευκαιρία να ρητορεύσουν! Για μένα αυτό είναι άλλη μια λυπηρή ένδειξη ότι πολλοί ΄Ελληνες (και δυστυχώς πολλοί από αυτούς απόφασίζουν για το μέλλον της χώρας μας) ακόμα και αυτές τις δύσκολες ώρες δεν έχουν συνειδητοποιήσει τη κρισιμότητα της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει σαν χώρα και έθνος. Πολλές φορές όντως, το ατομικό συμφέρον υπερισχύει του συνολικού. Πολλές φορές όντως, λανθασμένες αντιλήψεις δημιουργούν έντονα συναισθήματα που οδηγούν σε παρορμητικές αποφάσεις που είναι τελικως ενάντια σε αυτά που επιδιώκουμε, είτε αυτά είναι προς όφελος του ατομικου ήτου κοινωνικού συμφέροντος. Αλλά όπως και να έχει, η χώρα μας είναι μπροστά σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι, όπου κάθε απόφαση, ατομική και συνολική, θα έχει πολυ σημαντικές μακροχρόνιες επιπτώσεις για εμάς και τα παιδιά μας. Και τέτοιες ωρες, πρέπει όλοι μας να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας και να αποφασίσουμε τι θέλουμε.
Ζω αυτές τις στιγμές από το εξωτερικό, την Αγγλία συγκεκριμένα, όπου ζω και εργάζομαι ως πανεπιστημιακός καθηγητής τα τελευταία 18 χρόνια. Μπορεί να είμαι μακριά από φίλους και οικογένεια, και να μη μπορω κατά βάθος να καταλάβω το δράμα που ζούνε, αλλά έτσι ίσως μπορώ να έχω μια πιο ψύχραιμη αντίδραση στα γεγονότα και πιο νηφάλια αντιμετώπιση των πραγμάτων. ‘Ετσι λοιπόν πιστεύω ότι όλοι μας πρέπει να αποφασίσουμε, ατομικά στην αρχή και έπειτα συνολικά μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, ως προς τα κάτωθι:
- Θέλουμε ως λαός να είμαστε μέλος της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, ή ένα ιστορικό και περήφανο μεν, περιθωριοποιημένο δε, μικρό κράτος στη νότια Ευρωπη?
Το διάγγελμα του Κου Παπαδήμου και οι εξηγήσεις του γιατί η χρωκοπία θα ήταν καταστροφική για τη χώρα μας με καλύπτουν πλήρως. Το μόνο που θα τονίσω εδώ είναι ότι αρκεί οι πιο παλιοί να φέρουν στις μνήμες τους, και να ενημερώσουν τους νεότερους, για τα ανέκδοτα και τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν στην ανεπτυγμένη Ελλάδα τη δεκαετία του 80 για χώρες φτωχές και απομονωμένες τότε όπως η Αλβανία και Βουλγαρία.
΄Οποιος επίσης πιστεύει ότι η Ευρώπη θα μας ξαναδεχθεί στους κόλπους της μετά από 10 χρόνια, ή όσα χρόνια χρειαστούν για να ορθοποδήσει η χώρα μας, φοβάμαι ότι τρέφει αυταπάτες. Για όσους πιστεύουν ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας είναι εναντίον μας με τιμωριτικές τάσεις, χωρίς αίσθημα αλληλεγγύης, θα πω ότι είναι καιρός πια να σταματήσουμε να βλέπουμε παντού εχθρούς. Το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει βασιστεί εξ’αρχής στην οικοδόμηση μιας οικονομίας που (θα) διέπεται από έναν υψηλό βαθμό αξιοπιστίας. Αξιοπιστίας που θα πληγεί ανεπανόρθωτα (κατά τα πιστεύω των αρχιτεκτόνων) αν υπάρχει στην Ε.Ε. και Ευροζώνη μια χώρα, είτε αυτή λέγεται Ελλάδα είτε Ιταλία ή Βέλγιο, ή όπως αλλιώς θέλει ο κάθε ένας, που να έχει (είχε) υπέρογκο χρέος χωρίς διάθεση να υιοθετήσει τις απαραίτητες διαρθρωτικές οικονομικές αλλαγές. Ο λόγος που τέτοια αξιοπιστία είναι πολύ σημαντική, φαίνεται με τον πλέον πειστικό τρόπο από το κόστος δανεισμού της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, χωρών που είχαν παρόμοιο χρέος με την Ελλάδα σε σχέση με το Ακαθάριστο Εθνικό Προιόν δύο με τρία χρόνια πρίν. Οι χώρες αυτές, και όχι μόνο, είχαν το σθένος και τη κοινωνική συνοχή να υιοθετήσουν τα απαραίτητα μέτρα πριν είναι αργά στα μάτια των κεφαλαιοαγορών (με την Ιταλία να περιμένει όντως μέχρι να βρεθεί ένα βήμα πριν το γκρεμό) με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού τους να συγκρατηθεί σε επίπεδα που διατηρούν το χρέος τους βιώσιμο. Γι’ αυτό και δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει – αλλά να μας λυπεί και ταυτόχρονα να μας εγείρει– η προ ημερών δήλωση του Κου Μόντι ότι «Η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα...εμείς κρατήσαμε τις υποσχέσεις μας και πήραμε τα απαραίτητα μέτρα...». Γι’αυτό και σαν χώρα θα έπρεπε να παραδειγματιστούμε από τις οικονομικές πολιτικές του Ηνωμένου Βασιλείου τα τελευταία δυο χρόνια, όπου ένα μείγμα εισπρακτικο-διαρθρωτικών μέτρων φαίνεται να εξασφαλίζουν τη μείωση του χρέους με πολύ λίγες σχετικά κοινωνικές αντιδράσεις και παρά τη μείωση της ανάπτυξης και το κίνδυνο μιας δεύτερης ύφεσης. Και αυτό μας φέρνει στην επόμενη απόφαση που πρέπει να πάρουμε σαν χώρα.
- Θέλουμε η χώρα μας να αποτινάξει τα κακώς κείμενα της οικονομίας μας ή όχι, και αν ναι, πως?
Φυσικά και δεν μπαίνω σε μία συζήτηση περι καπιταλισμού (παραδοσιακού, η κοινωνικού) έναντι σοσιαλισμού. Τέτοια ερωτήματα βρίσκονται, κατά τη γνώμη μου, στις παρυφές ενός οικονομικού ρεαλισμού, και έχουν απαντηθεί από τις εξελίξεις τα τελευταία 20 χρόνια στις πρώην Σοβιετικές χώρες και στη Κίνα. Επίσης, φυσικά και καταλαβαίνω ότι τα σύνολα των ανθρώπων που θα ζημιωθούν από τις όποιες αναδιαρθρώσεις του οικονομικού μας μοντέλου θα αντισταθούν με σθέναρότητα και πείσμα. Τα σύνολα αυτά θα πρέπει όμως να απόφασίσουν, ελπίζω με γνώμονα και το μέλλον των παιδιών τους, αν θέλουν μία σχετική οικονομική ευημερία - που θα απορρέει από τα κεκτημένα τους σε μια φτωχή χώρα - με δυσοίωνο μέλλον ήπροσωρινές θυσίες για ένα καλύτερο μέλλον. Οι παπούδες μας υπέστησαν τόσες θυσίες για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους. Εμείς είμαστε έτοιμοι να κάνουμε το ίδιο για τα παιδιά μας, ακόμα και αν αισθανόμαστε προδομένοι από τους γονείς μας; Στη τελική ανάλυση μπορεί και αυτοί να θέλανε να κάνουνε το ίδιο για τα παιδιά τους αλλά να πήραν λάθος αποφάσεις. Σε αυτές τις κρίσιμες ώρες θα πρέπει να σταματήσουμε να κοιτάμε το παρελθόν και να κοιτάξουμε το μέλλον. Ένα από τα λάθη της Μεταπολίτευσης – των γονιών μας – ήταν, κατά τη γνώμη μου, ότι χρησιμοποιήσαν την όποια οικονομική ευημερία και τους όποιους κρατικούς θεσμούς κληρονόμησαν από τους παπούδες μας για τη διαιώνιση μιας πολιτκο-οικονομικης αντιπαλότητας που είχε τις απαρχές της στον εμφύλιο (αν όχι νωρίτερα). Ας μην επαναλάβουμε τα λάθη τους.
Και ένα από αυτά τα λάθη ήταν ότι ανέκαθεν, τις δύσκολες ώρες, οι διάφορες κοινωνικο-πολιτικες ομάδες συσπειρωνόνταν χρησιμοποιώντας θεωρίες (συνωμοσίας) για ξένους πολιτικο-οικονομικούς δαχτύλους. Παλιά ήταν οι Αυστριακο-Γερμανοί, μετά οι ΄Αγγλοι, μετά οι Κομμουνιστές ή οι Αμερικάνοι –ανάλογα με τις πολιτικές αποχρώσεις του καθενός, μετά ήταν μόνο οι Αμερικάνοι, τωρα ξαναθυμηθήκαμε τους Γερμανούς! Τόσα χρόνια που μας βόλευε να χρησιμοποιούμε την αξιοπιστία της οικονομικο-πιστωτικής τους πολιτικής (που κέρδισαν μέσω δικών τους θυσιών ακόμα και σε πολύ δύσκολες στιγμές όπως η Γερμανική επανένωση) για την αύξηση του βιοτικου μας επιπέδου (μέσω φθηνών δανείων και Ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων που καταλήγανε σε λάθος χρήσεις και επί το πλείστον σε υπερκατανάλωση και τραπεζικές καταθέσεις) οι Γερμανοί ηταν καλοί. Τώρα, που αποφάσισαν (με τις υπόλοιπες δημοσιονομικά υγιείς χώρες) ότι δεν είναι πια διατεθιμένοι να χρηματοδοτούν για πάντα τις υπερκαταναλωτικές συνήθειες των Νότιο-Ευρωπαίων, είναι το Τέταρτο Ράιχ! Αν θέλουμε να μετεξελιχθούμε σαν έθνος θα πρέπει να μάθουμε επιτέλους την έννοια της κοινωνικής σύμπραξης. Πρέπει να καταλάβουμε ότι δύσκολες αλλά μακρόβιες αποφάσεις παίρνονται μέσω (έστω και ένθερμων κάποιες φορες) συζητήσεων περί των πραγματικών διαστάσεων των διαφόρων προβλημάτων που καλούμαστε να λύσουμε και όχι μέσω δαιμονιοποίησης των απόψεων που δεν συμφωνούν με τις δικές μας. Και αυτό με οδηγεί με τη σειρά του στο επόμενο ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε σαν ‘Ελληνες.
- Θέλουμε τη βοήθεια των εταίρων μας ή όχι?
Από τη μία κατηγορούμε τους πολιτικούς μας για τα έργα τους που μας οδήγησαν στη παρούσα κατάσταση, από την άλλη αντιδρούμε σθεναρά σε οποιαδήποτε, έμμεση ή άμεση, τεχνοκρατική επιτήρηση των οικονομικών πολιτικών μας απόΕυρωπαίους τεχνοκράτες. Να θυμίσω εδω ότι ένας από τους λόγους για την είσοδο μας στην Ευροζώνη ήταν η απαγκίστρωση της νομισματικής μας πολιτικής από τις εκλογικές διαθέσεις και τον καιροσκοπισμό του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, καθώς και η ευρύτερη αποδοχή ότι ένα τεχνοκρατικό σωμα όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα ήταν πιο κατάλληλο για την άσκηση νομισματικής πολιτικής. Τωρα όμως αντιστεκόμαστε στην προσωρινή εποπτεία της δημοσιονομικής μας πολιτικής από Ευρωπαίους τεχνοκράτες. Θα το καταλάβαινα αν τα επιχειρήματα ήταν πολιτικο-οικονομικά. Αλλά δυστυχώς, κάποια συμφέροντα έχουν καταφέρει να επισκιάσουν μια δημιουργική επί της ουσίας αντιπαράθεση με έναν άκρατο ξενοφοβισμό και ένα μπαράζ αποπροσανατολιστικών ρητορεύσεων.
Δε φταίνε οι Ευρωπαίοι εταίροι μας που κακοδιαχειριστήκαμε τα πολιτικο-οικονομικά εφόδια που μας πρόσφερε η σύμπραξήμας όλα αυτά τα χρόνια (σε αντάλλαγμα φυσικά με την επέκταση των αγορών τους και με τη φτηνότερη για αυτούς νομισματική ισοτιμία). Φταίμε όμως όλοι εμείς είτε γιατί κάποιοι από εμάς είναι διεφθαρμένοι πολιτικοί και επιχειρηματίες,είτε γιατί κάποιοι από εμάς συνεχίζαμε να ψηφίζουμε πολιτικούς που είχαν απόδεδειγμένα (στα μάτια μας τουλάχιστον)κακοδιαχειρισθεί το δημόσιο πλούτο, είτε γιατί κάποιοι από εμάς χρησιμοποιήσαμε πολιτικό μέσο για να διορισθούμε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, είτε γιατί χρησιμοποιήσαμε τις γνώσεις μας και την εξυπνάδα μας για να πάρουμε άλλη μια δημόσια χρηματοδότηση και να τη χρησιμοποιήσουμε για να αυξήσουμε τη κατανάλωση μας και τις τραπεζικές μας καταθέσεις, είτε γιατί εθελοτυφλούσαμε σε όλα τα στραβά γύρω μας ελπίζοντας ότι δε θα μας αγγίξουνε ποτέ, ή επειδη δεχόμασταν τη διαιώνιση της «ψευτομαγκιάς» και της «αφού μας παίρνει» νοοτροπίας. Και είναι αυτή η νοοτροπία που τώρα απειλεί να μας καταστρέψει σαν χώρα. Γιατί ακόμα και τώρα, αντί να παραδεχθουμε τα λάθη μας σαν ένα πρώτο βήμα προς τη κάθαρση μας σαν έθνος, πιστεύουμε ότι «μας παίρνει» να μην πάρουμε τα απαραίτητα μέτρα για την εξυγίανση της οικονομίας μας, το παίζουμε ακόμα και τωρα «ψευτόμαγκες» με το να θυμόμαστε τωρα τις κατοχίκες απόζημιώσεις σαν απειλή προς τους «βάρβαρους» Γεμανους. Και συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι θα συνεχίζουν να μας δανίζουν (και καλούμε για «τσαμπουκά στις διαπραγματεύσεις») γιατί αλλιώς θα καταρεύσει το Ευρωπαικό οικοδόμημα, γιατί και οι Γερμανοί δέχθηκαν μεγάλη βοήθεια στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ή γιατί οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μας χρωστάνε τη πολιτισμική τους ταυτότητα. Ε λοιπόν όχι! Το πρώτο επιχείρημα ήταν σωστό δυο χρόνια πριν, στην αρχή της δανειακής κρίσης. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Ελλάδα πήρε (έστω και καθυστερημένα – ίσως εξαιτίας λαθεμένης πολιτικής προσέγγισης των δικών μας και Ευρωπαίων πολιτικών) τόσο σημαντική δανειακή βοήθεια από τους εταίρους μας. Αλλά τότε κάποιοι πολιτικοί και συνδικαλιστές μας διάλεξαν τη παρακόληση των διαφόρων διαρθρωτικών μέτρων που έπρεπε να παρθούν για τη βελτίωση της οικονομίας μας. Πλέον όμως οι Ε.Ε. και Ευροζώνη έχουν πάρει τα μέτρα τους για να μετριάσουν τις συνέπειες μιας ασύνταχτης Ελληνικής χρεωκοπίας. Το δευτερο είναι ένα από τα χείροτερα επιχειρήματα που έχω ακούσει ποτέ. Ο Γερμανικός λαός παραδέχθηκε κατά τη διάρκεια των χρόνων μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τα εγκλήματα κάποιων εξ’αυτών και χρησιμποποίησαν τη βοήθεια που έλαβαν για να ξαναχτίσουν τη χώρα τους σε γεράκοινωνικο-πολιτικο-οικονομικά θεμέλια. Οι διαφορές με τη δική μας πρακτική είναι εμφανείς. ‘Οσο για το τρίτο επιχείρημα, πλέον οι εταίροι μας, σε αντίθεση με πολλούς από εμάς, έχουν καταλάβει ότι ο μέσος σύγχρονος ‘Ελληνας και Ελληνίδα δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τους αρχαίους προγόνους μας. ‘Ολοι μας, ‘Ελληνες και λοιποί Ευρωπαίοι, χρωστάμε την πολιτισμική μας ταυτότητα στους αρχαίους προγόνους μας. Αλλά εμείς διαλέξαμε να κατεδαφίσουμε ότι οι προγόνοι μας χτίσανε με τα προσόντα που τους προίκισε η φυση. Γιατί ανεχτήκαμε τη «λαμογιά» και «μαγκιά» σαν οδηγους ζωής στη συγχρονη Ελλάδα, αρκεστήκαμε να παρομοιάζουμε τους εαυτούς μας με τους αρχαίους προγόνους μας όποτε (ψευτο-) φιλοσοφούσαμε στη παραλία η στο καφενείο/καφετέρια πάνω από φραπέ η ουζο με θαλασσινά, λοιδορήσαμε όποιον προσπάθησε να διαφοροποιηθεί από αυτή τη νοοτροπία και όποιον δεν συμφωνούσε με τις απόψεις μας, και χρησιμοποιήσαμε το κοινώς αποδεχτό μεγαλείο των αρχαίων προγόνων μας για να δικαιολογήσουμε τους εαυτούς μας έναντι των «βαρβάρων» που μας «ζήλευουν και έχουν απότερες βλέψεις». Κάποιοι θα βιαστούν να πούν ότι έχασα την εθνική μου ταυτότητα μετά από τόσα χρόνια στο εξωτερικό. Θα απαντήσω ότι για μένα πατριωτισμός και εθνική περηφάνεια δεν είναι να προσκολούμαι στο μεγαλείο των προγόνων μου και να επαναπαύομαι σε αυτό, αλλά να τιμώ τη μνήμη και τη κληροδότηση τους με το να αναγνωρίζω τα λάθη μου και να προσπαθώ συνεχως να βελτιώνομαι σαν ανθρωπος και «ως πολιτικόν όν». Γιατί μόνο τότε νοιώθω ως φυσική συνέχεια τους. Μόνο τότε νοιώθω ότι μπορώ, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, να λέγομαι ‘Ελληνας.