Τα "ΟΧΙ" του '21!


από τις μαθήτριες: Σάκκα Σωτηρία, Τσάκου Σταυρούλα, Τσάκου Θεοδώρα, Χατζή Μαρία





Υπεύθυνη προγράμματος: Αποστόλου Αθηνά ΠΕ06






ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ "ΟΧΙ" στην Αφρική


"Οι Νεομάρτυρες θα θυμίζουν διαρκώς πως τα σώματά τους δόθηκαν ως θυσία στη σύγκρουση, όχι ενός λαού εναντίον άλλου, αλλά της αγιότητας εναντίον της βαρβαρότητας, της αγάπης εναντίον του μίσους, της συγχώρεσης εναντίον της μισαλλοδοξίας. Οι Νεομάρτυρες υπερασπίστηκαν μέσα στον κόσμο αυτόν ένα ουράνιο πολίτευμα και ανέδειξαν τη δύναμη του απλού και του αθώου ισχυρότερη από την δύναμη του σφαγέα".

Ηλίας Λιαμής, Σύμβουλος Ενότητας Πολιτισμού

200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

12 ΜΗΝΕΣ: 12 ΟΧΙ

από απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας και βιοπαλαιστές! Έγιναν με την στάση τους φωτεινά παραδείγματα και αποτέλεσαν περίτρανη απόδειξη της ποιότητας και της δύναμης της αδούλωτης Ρωμαίικης ψυχής, γι' αυτό και τα ονόματά τους έμειναν ως λαμπρό παράδειγμα στην ιστορία!

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: Ο άγιος Γεώργιος εξ Ιωαννίνων

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τό 1808 στό χωριό Τσούρχλι τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν (σήμερα φέρει τήν ὀνομασία Ἅγιος Γεώργιος) ἀπό γονεῖς πτωχούς, τόν Κωνσταντῖνο καί τή Βασίλω, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνταν μέ τή γεωργία. Λόγῳ τῆς πτωχείας τῆς οἰκογένειάς του παρέμεινε ἀγράμματος∙ ἀνετράφη, ὅμως, «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Σέ μικρή ἡλικία, μόλις 8 ἐτῶν, ὀρφάνεψε καί ἔμεινε ὑπό τήν προστασία τοῦ μεγαλύτερου ἀδερφοῦ καί τῆς ἀδερφῆς του, πτωχῶν καί τούτων γεωργῶν. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πῆγε στά Ἰωάννινα, ὅπου ὁ Γεώργιος, ἔρημος καί άπροστάτευτος, προσκολλήθηκε σέ διάφορους ἀγάδες γιά να καταλήξει ἱπποκόμος τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀξιωματικοῦ τοῦ ᾿Ιμίν Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, κοντά στόν ὁποῖο παρέμεινε γιά ὀκτώ χρόνια.

Ὁ Ἀβδουλά εἶχε ὅλον τόν καιρό νά ἐκτιμήσει τόν ὑπηρέτη του ὡς ἁπλό, πρᾶο, ἄκακο, αὐθεντικό, ἠθικά ἀκέραιο. Τόν ἐμπιστεύτηκε καί τόν περιέβαλε μέ τή στοργή καί τήν ἀγάπη του, ἐνῷ τοῦ ἐπέτρεπε νά ἐκτελεῖ ἀκώλυτα τά θρησκευτικά του καθήκοντα καί νά συχνάζει στούς ναούς τῶν Ἰωαννίνων.

Ἡ ὁλοφάνερη εὔνοια τοῦ Ἀβδουλᾶ πρός τόν χριστιανό Γεώργιο προκάλεσε τή ζηλοφθονία τῶν συνυπηρετῶν του, οἱ ὁποῖοι τόν ἀποκαλοῦσαν «γκιαβούρ Χασάν», δηλαδή ἄπιστο Χασάν. Ἔτσι, μέ τον καιρό καί τή συνήθεια ἑδραιώθηκε ἡ πίστη ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν μουσουλμάνος. Ὁ ἴδιος, βέβαια, παρέμενε στέρεος στήν ὁμολογία τῆς ἁγίας καί ἀμωμήτου πίστεως.

Τό 1836 ὁ Ἰμίν πασᾶς ἔγινε γιά δεύτερη φορά ἡγεμόνας τῶν Ἰωαννίνων. Μεταξύ τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ ἐπιτελείου του καί ὁ ἔμπιστός του Χατζή Ἀβδουλά μέ τόν δικό του ὑπομίσθιο, τόν Γεώργιο. Ἦταν τότε πού κάποιοι φίλοι του τόν παρακίνησαν νά ἀρραβωνιασθεῖ μιά νέα ἐνάρετη Γιαννιώτισσα, τήν Ἑλένη. Ἀλλά τήν ἡμέρα τῶν ἀρραβώνων τοῦ Γεωργίου καί τῆς Ἑλένης ἕνα σοβαρό ἐπεισόδιο σκίασε τό εὐτυχές γεγονός. Ἕνας Τουρκογιαννιώτης χότζας, γνωρίζοντας τόν ἱπποκόμο τοῦ Ἀβδουλᾶ καί στηριζόμενος περισσότερο στήν ὀνομασία του ὡς Γκιαούρ Χασάν παρά στήν πραγματικότητα, τόν κατέδωσε στόν μεχκεμέ (=δικαστήριο) ὅτι εἶχε ἐξισλαμισθεῖ κατά τά προηγούμενα χρόνια καί ἐπανῆλθε στήν ὀρθόδοξη πίστη. Προσαχθείς στό κριτήριο ἀπολογήθηκε καί μέ πνευματική ἀνδρεία ὑποστήριξε ὅτι οὐδέποτε ἔγινε ἀρνησίθρησκος. Ὁ κατής, μαθαίνοντας ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀνθρώπου ἰσχυροῦ κοντά στόν ἡγεμόνα, σκέφτηκε νά καλέσει καί τόν ἴδιο τόν Ἀβδουλά. Κατ’ ἄλλη μαρτυρία, ὁ Ἀβδουλά, μαθαίνοντας ὁ ἴδιος τήν περιπέτεια τοῦ ἱπποκόμου του, ἔσπευσε αὐτόκλητος στό δικαστήριο. Ἤλεγξε τότε ὀργισμένος τόν κατή λέγοντας ὅτι αὐτός γνώριζε πάντα ὅτι ὁ Γεώργιος δέν ἦταν μουσουλμάνος ἀλλά χριστιανός καί ὡς χριστιανός ἦταν ἀπερίτμητος. Μετά ἀπό αὐτά, καί ἐπειδή τόν βρῆκαν καί ἀπερίτμητο, τόν ἄφησαν ἐλεύθερο καί καταχώρησαν τό ὄνομά του στόν κώδικα τῶν χριστιανῶν.

Ἀργότερα, ὁ Γεώργιος νυμφεύθηκε τήν ῾Ελένη. Οἱ μαρτυρίες γιά τόν χρόνο τέλεσης τῶν γάμων τοῦ Γεωργίου καί τῆς Ἑλένης δέν συμπίπτουν. Κατ’ ἄλλους οἱ γάμοι τελέσθηκαν τόν Αὔγουστο τοῦ 1836, κατ’ ἄλλον τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 καί κατ’ ἄλλους τόν Ἰανουάριο τοῦ 1837.

Ἕνα περίπου μήνα μετά τό γάμο του ὁ Γεώργιος ἔφυγε ἀπό τά Γιάννινα καί ἐπέστρεψε τόν Ἰούνιο τοῦ 1837.

Κατόπιν, ὁ ἅγιος προσκολλήθηκε, ὡς ἱπποκόμος πάντα, στόν μουσελίμη τῶν Φιλιατῶν, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψε κατά τά τέλη Δεκεμβρίου, ἡμέρα Τετάρτη. Ξημερώνοντας, ἡ Ἑλένη γέννησε ἀγόρι. «Ἐχάρη ὁ εὐλογημένος ὅτι ἠξιώθη νά γίνῃ πατήρ» καί ζήτησε ἀπό τόν κύριό του τήν ἄδεια νά παραμείνει στά Ἰωάννινα γιά μερικές ἡμέρες, ὥστε νά παραστεῖ καί στή βάφτιση τοῦ γιοῦ του.

Ἡ βάφτιση τοῦ νεογέννητου ἔγινε στίς 7 Ἰανουαρίου 1838, ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Ὁ νεοφώτιστος ἔλαβε τό ὄνομα Ἰωάννης.

Τή Δευτέρα, 10 Ἰανουαρίου 1838, ὁ μουσελίμης τῶν Φιλιατῶν ἀνεχώρησε ἀπό τά Ἰωάννινα, γιά νά ἐπιστρέψει στήν ἕδρα του. Ὁ Γεώργιος προτίμησε αὐτή τή φορά νά μήν ἀκολουθήσει τόν κύριό του, ἀλλά νά παραμείνει στά Ἰωάννινα, κοντά στήν οἰκογένειά του.

Τήν Τρίτη, 11 Ἰανουαρίου 1838, «ἔλαβε οἱονεί προαίσθησιν τοῦ στεφανίτου ἀγῶνος του». Ὁ Γεώργιος παραδόθηκε σ’ ἕνα ἰσοθάνατο, ὁλοήμερο ὕπνο. Πολλές φορές προσπάθησαν νά τόν ξυπνήσουν, ἄλλ’ ὁ ἅγιος δέν αἰσθανόταν τό παραμικρό. Ξύπνησε, τελικά, ἀργά τό βράδυ.

Τήν Τετάρτη, 12 Ἰανουαρίου, ὁ Γεώργιος ζήτησε ἀπό τή γυναίκα του τά καλά του ἐνδύματα καί ξεκίνησε γιά τήν ἀγορά πρός ἀναζήτηση ἐργασίας. Καταγράφεται ὅτι τρείς φορές γύρισε πίσω για νά χαιρετήσει τή γυναίκα του καί τόν νεογέννητο, νεοφώτιστο γιό του. Κάποια ἐνόραση καθοδηγοῦσε πλέον τόν Γεώργιο. Ἡ πορεία του πρός τό μαρτύριο ἄρχιζε…

Κατευθύνθηκε στήν πλατεῖα τοῦ Πλατάνου (σημ. Πλατεῖα Γεωργίου Σταύρου), στό Γυαλί καφενέ. Ἐκεῖ τόν ἅρπαξε ὁ χότζας πού τόν εἶχε κατηγορήσει καί στό παρελθόν, φωνάζοντάς του ὅτι ἐμπαίζει τή μουσουλμανική θρησκεία. Οἱ φωνές τοῦ χότζα συγκέντρωσαν πολύ κόσμο, μουσουλμάνους καί χριστιανούς. Ὁ Γεώργιος παρακάλεσε τόν Χότζα νά τόν ἀφήσει ἀλλά μάταια. Ἀκόμα καί ὁ ἀδελφός τῆς Ἑλένης, ὁ Ἀλέξιος, πού τυχαῖα διερχόταν ἀπό τόν τόπο τῆς σύλληψης, προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς νά ἀποσπάσει ἀπό τά χέρια τοῦ φανατικοῦ χότζα τόν γαμβρό του.

Τό ἐπεισόδιο ἐκτυλισσόταν ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι τοῦ Νταούτ πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἀκούγοντας τό θόρυβο καί τήν ταραχή πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἔστειλε ἀνθρώπους του νά ὁδηγήσουν τόν Γεώργιο ἐνώπιόν του. Ὁ Γεώργιος ἐξακολουθοῦσε νά ὁμολογεῖ θαρραλέα: «Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός εἶμαι καί χριστιανός πεθαίνω». Τότε ὁ παριστάμενος μπουλούκμπασης ἔδωσε ἐντολή νά δέσουν τά χέρια τοῦ Γεωργίου καί νά τόν ὁδηγήσουν στόν μεχκεμέ. Ὁ δικαστής ἀναγνώρισε τόν ἅγιο ἀπό τήν πρώτη του ἐμφάνιση στό δικαστήριο καί προσπάθησε μέ διάφορους τρόπους νά τόν ἐκβιάσει νά ἀλλαξοπιστήσει. Ὁ Γεώργιος παρέμεινε, ὅμως, σταθερός στήν πίστη του καί ὁδηγήθηκε στή φυλακή.

Ὁ τότε Μητροπολίτης Ἰωαννίνων, Ἰωακείμ ὁ Χῖος, μόλις πληροφορήθηκε τά διαδραματισθέντα, ἔσπευσε στόν μεχκεμέ (δικαστήριο) πρῶτα καί κατόπιν στό Διοικητήριο ζητώντας τήν ἀπόλυση τοῦ Γεωργίου, ἀλλά οἱ λόγοι του δέν ἔπιασαν τόπο.

Τό πρωΐ τῆς Πέμπτης ὁ Γεώργιος ὁδηγεῖται καί πάλι στό δικαστήριο. Ὁ δικαστής μετέρχεται τώρα κολακεῖες καί νουθεσίες καί ὑποσχέσεις γιά νά πείσει τόν Γεώργιο νά ἐξομόσει μέ ἀντάλλαγμα ὑψηλά ἀξιώματα. Ὁ Γεώργιος φώναζε μόνο: «Χριστιανός εἶμαι».

Οἱ Μουσουλμάνοι μαίνονται, μαστιγώνουν ἀνελέητα τόν Γεώργιο καί τόν ξανακλείνουν στή φυλακή. Ἀσφαλίζουν τά πόδια του στη φοβερή ποδοκάκη. Βάζουν βαριά πέτρα στό στῆθος του, τόν πιέζουν ποικιλοτρόπως νά ἐξομόσει. Παρά τά πολυειδῆ μαρτύρια ὁ Γεώργιος κοιμήθηκε γαλήνιος.

Ἡ Παρασκευή πέρασε γιά τόν Γεώργιο ἐν μέσῳ πολυειδῶν βασάνων: βραστό λάδι, πυρακτωμένα περόνια στά ἀπόκρυφα μέλη του, ἀκίδες στά νύχια του.

Ξημερώνοντας Σάββατο ὁδηγεῖται πάλι στόν κατή. Πλῆθος φανατικῶν Ὀθωμανῶν ἔχουν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπό τό δικαστήριο, ὅπου τοῦ ἔθεσαν τό δίλημμα ἤ νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά λάβει ἐπιβράβευση ἤ νά παραμείνει πιστός καί νά θανατωθεῖ. Ὁ Γεώργιος ἔδειξε ἀνδρεία ψυχή καί ὁμολόγησε εὐθαρσῶς μπροστά σέ ὅλους τους ἀσεβεῖς πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ: «Χριστιανός ἤμουν ἀπ’ τήν ἀρχή, χριστιανός εἶμαι καί θα εἶμαι μέχρι τήν τελευταία μου πνοή». Τρείς φορές εἰσήχθη στόν κριτή καί τρείς φορές ἐξήχθη παραμένοντας σταθερός στήν ὁμολογία του. Τότε δόθηκε ἡ ἀπόφαση γραμμένη ἀπό τό χέρι τοῦ κριτῆ νά θανατωθεῖ.

Ὑπέρ τοῦ Γεωργίου παρενέβησαν καί οἱ μητροπολῖτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καί Γρεβενῶν, καθώς καί προύχοντες τῆς πόλεως καί συγγενεῖς του, χωρίς ἀποτέλεσμα.

Τόσο οἱ ἀρχιερεῖς ὅσο καί κάποιοι ἄλλοι Ἰωαννῖτες δέν παρέλειπαν νά στέλνουν ἀνθρώπους στό δεσμωτήριο προκειμένου νά στηρίξουν τόν Γεώργιο. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες τῶν συγκρατουμένων καί τῆς ἰδίας τῆς συζύγου του, τῆς Ἑλένης, ὁ Γεώργιος ἦταν ἠρεμώτατος.

Στίς 17 Ἰανουαρίου 1838, ἡμέρα Δευτέρα, ὁ Ἅγιος ἀπαγχονίσθηκε στό Κουρμανιό, περιοχή τῆς ἀγορᾶς κοντά στήν κεντρική πύλη τοῦ φρουρίου, καί δέχθηκε ἀπό τόν Σταυρωθέντα Κύριο τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἀπό τή νύχτα ἐκείνη καί ἐνόσῳ τό σκήνωμα τοῦ νεομάρτυρα παρέμενε στήν ἀγχόνη, φῶς ἐν εἴδει στεφάνου κατέβαινε στήν κεφαλή τοῦ Αγίου.

Τό σκήνωμα τοῦ ἁγίου παρέμεινε κρεμασμένο μέχρι τήν Τετάρτη, 19 Ἰανουαρίου, καί κατόπιν δωρήθηκε ἀπό τόν Μουσταφά πασᾶ στόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ (ἤ ἐξαγοράστηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη σύμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία) καί μεταφέρθηκε στόν δεύτερο ἐξώστη τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ, στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Ἐκεῖ τόν σαβάνωσαν καί τόν κατέβασαν στό μέσον τοῦ νεότευκτου τότε ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου ἀνέμεναν οἱ μητροπολῖτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καί Γρεβενῶν, τό ἱερατεῖο τῆς πόλεως καί πλῆθος χριστιανῶν. Μετά τό τέλος τῆς πάνδημης ἐντάφιας ἀκολουθίας, ἡ σορός μεταφέρθηκε καί κατατέθηκε σέ τάφο κοντά στή δυτική πύλη τοῦ ἱεροῦ βήματος.

Μετά τό μαρτύριο καί τήν ταφή τοῦ Γεωργίου ἕνας καταιγισμός θαυμάτων πλημμύρισε τήν πόλη. Πλῆθος παραλύτων καί πασχόντων ἀπό ποικίλες ἀσθένειες προστρέχοντας στόν ἅγιο λάμβαναν τή θεραπεία τους. Ἀκόμη καί «μιά Τούρκα (Τουρκάλα) ἄρπαξε τήν κάλτσα ἀπό τό πόδι τοῦ ἁγίου καί ἔτρεξεν εἰς μίαν ἄρρωστη Τούρκα, ἥτις ἐθεραπεύθη ἀμέσως». Γι’ αὐτό καί στίς εἰκόνες ὁ ἅγιος εἰκονίζεται κρεμασμένος καί φορώντας κάλτσα μόνο στό ἕνα πόδι. Ἡ πρώτη μάλιστα εἰκόνα του φιλοτεχνήθηκε 13 μόλις μέρες μετά τό μαρτύριό του.

Ἔτσι, ἡ ἁγιότητα τοῦ Γεωργίου ἐπεβλήθηκε ἀμέσως στή συνείδηση τοῦ χριστεπώνυμου πληρώματος καί ἡ ἁγιοκατάταξή του ἔγινε ἐντός περίπου δεκαεννιά μηνῶν άπό τό μαρτυρικό θάνατο καί τήν ταφή του.

Στίς 26 Ὀκτωβρίου 1971 ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τά ὁποῖα ἐναπετέθησαν σέ λάρνακα, πού κατετέθηκε στό νεόδμητο ναό τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τῆς πόλεως Ἰωαννίνων, στήν πλατεῖα Πάργης.

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τὸν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον,

Ἰωαννίνων τὸ κλέος καὶ πολιοῦχον λαμπρόν,

ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς ἀνευφημήσωμεν·

ὅτι ἐνήθλησε στερρῶς, καὶ κατήνεγκεν ἐχθρόν,

τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει· καὶ νῦν ἀπαύστως

πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον

Χαίροις τῶν Μαρτύρων ὁ κοινωνός,

καί λαμπρά προθήκη, καί ἰσότιμος ἀληθῶς·

χαίροις Νεομάρτυς, Γεώργιε θεόφρον,

τῆς Ἐκκλησίας ἄστρον, νέον καί ἐκλαμπρον.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  1. Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ», Ἐκδοθέν προνοίᾳ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἰωαννίνων κυροῦ Σεραφείμ, ἐν Ἀθήναις (1968).

  2. Κων/νου Βλάχου, «Βίος τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις», Ἰωάννινα (2010).


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ: Η αγία Φιλοθέη η Αθηναία

Η σπουδή του βίου των νεομαρτύρων αποτελεί για κάθε άνθρωπο μάθημα ζωής, πηγή έμπνευσης και ζωντανή δημιουργική πίστη και πορεία. Η μελέτη του βίου της Κυράς των Αθηνών, της Αγίας Φιλοθέης, μας καταδεικνύει περίτρανα τι μπορεί να κάνει μια γυναίκα για να στηρίξει μια ολόκληρη πολιτεία. Ο καημός της ήταν η ανάδειξη και καλλιέργεια της παιδείας. Έθεσε πρώτη τη βάση της παιδείας, αψηφώντας κάθε πρόληψη και κίνδυνο. Αφιερώθηκε σε κάθε ανάγκη της δύσκολης εποχής που έζησε και κατάφερε να πρωτοστατήσει και να πρωτοτυπήσει με το έργο της σε πείσμα όλων. Περιέθαλψε τις κακοποιημένες γυναίκες και άνοιξε στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα το πρώτο Σχολείο Θηλέων. Πρώτος διδάσκαλος αυτής ήταν ο Μοναχός Γέρων Παϊσιος.


Η Αγία Φιλοθέη, γεννήθηκε το 1522, καταγόμενη από την αθηναϊκή αρχοντική οικογένεια των Μπενιζέλων. Το κοσμικό της όνομα ήταν Ρηγούλα ή Ρεβούλα (Παρασκευούλα) Μπενιζέλου. Ήταν κόρη του Αγγέλου Μπενιζέλου και της Σηρίγης Παλαιολογίνας. Καθώς η Ρηγούλα μεγάλωνε, διακρινόταν για το ήθος και την ευφυΐα της. Έλαβε μόρφωση εξαιρετική, κάτι σπάνιο για κορίτσι της εποχής της. Το πατρικό σπίτι της Ρεβούλας βρισκόταν εκεί που σήμερα υψώνεται το μέγαρο αρχιεπισκοπής Αθηνών, γι' αυτό άλλωστε, η οδός αυτή ονομάζεται οδός Αγίας Φιλοθέης.


Σε ηλικία 14 ετών οι γονείς της αποφάσισαν να την παντρέψουν με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Ανδρέα Χειλά, ο οποίος ανήκε σε αρχοντική οικογένεια της Αθήνας. Ο γάμος της διήρκεσε τρία χρόνια, καθώς έμεινε χήρα. Στα 17 της χρόνια ήταν όμορφη, πολύ πλούσια, καταγόμενη από δύο αρχοντικές και σημαντικές οικογένειες, μορφωμένη και ελεύθερη. Αυτό την έκανε περιζήτητη νύφη, όμως εκείνη δήλωνε ότι επιθυμεί να ακολουθήσει ασκητική ζωή. Επιδόθηκε σε φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας του 16ου αιώνα και δέκα χρόνια μετά το θάνατο των γονιών της εκάρη μοναχή με το όνομα Φιλοθέη.


Η μοναχή Φιλοθέη ανακαίνισε το ναΐσκο του Αγίου Ανδρέα, ο οποίος βρισκόταν στον περίβολο του πατρικού της αρχοντικού, μετατρέποντάς τον σε κοινόβιο. Στο κοινόβιο αυτό εισήλθε πρώτη ως Ηγουμένη μαζί με άλλες μοναχές, κόρες επιφανών οικογενειών της Αθήνας. Το πηγάδι της μονής σώζεται μέχρι σήμερα στο χώρο (δώμα) της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Κάτω από το κτίριο της Αρχιεπισκοπής βρίσκονται κρύπτες από την εποχή που έζησε η Αγία.


Στη φιλανθρωπική και κοινωνική δράση της αφιέρωσε την πατρική και προσωπική της περιουσία. Ιδρύει σχολεία, βιοτεχνικά και χειροτεχνικά εργαστήρια, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, ορφανοτροφεία, κ.α. Το συγκρότημα αυτό ονομάζεται «Παρθενώνας» και εκεί βρίσκουν καταφύγιο και περίθαλψη (υλική και πνευματική) αδιακρίτως Έλληνες και Τούρκοι. Προσφέρει μεγάλα ποσά για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, ενώ ιδιαιτέρως φροντίζει για τη φυγάδευση των γυναικών στα νησιά, προκαλώντας όλεθρο στα χαρέμια των Τούρκων. Παράλληλα, ιδρύει παραρτήματα στο Χαλάνδρι, τα Πατήσια, το Ψυχικό, την Καλογρέζα. Στην περιοχή του Ψυχικού άνοιξε ένα πηγάδι για να ξεκουράζονται οι κατάκοποι αγρότες που δούλευαν ώρες κάτω από το ζεστό ήλιο, διότι το νερό ήταν λιγοστό στην αττική γη. Λέγεται ότι από το ψυχικό αυτό της μοναχής Φιλοθέης πήρε η περιοχή το όνομά της. Και η περιοχή της Καλογρέζας οφείλει το όνομά της από τη μονή που εκεί ίδρυσε η Φιλοθέη, τη μονή της Καλογραίας, όπως την αποκαλούσαν οι Αθηναίοι (και από παραφθορά της λέξης, μονή της Καλογρέζας, σύμφωνα με άλλη ετυμολογία, "καλογρέζα" σημαίνει "μοναχή" στην αρβανίτικη διάλεκτο). Η δραστηριότητά της έφτασε μέχρι την Ασία, την Κρήτη, την Άνδρο και την Αίγινα.


Η δραστηριότητα αυτή της Αγίας προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι με τη συνεργασία Αθηναίων μεγαλογαιοκτημόνων, οι οποίοι έβλεπαν να διαταράσσονται οι σχέσεις τους με τους Τούρκους, εξαιτίας της δράσης της Μοναχής Φιλοθέης και ως εκ τούτου θίγονταν τα συμφέροντά τους, συνέλαβαν την Αγία, την φυλάκισαν, λεηλάτησαν τα μοναστήρια και ιδρύματά της και βασάνισαν την ίδια. Αφέθηκε ελεύθερη μετά την επέμβαση των τοπικών δημογερόντων.


Η Μοναχή Φιλοθέη μετέφερε τη Μονή της στο μέχρι τότε μετόχι του Αγίου Ανδρέα (το Καθολικό της Μονής σώζεται μέχρι σήμερα, αποτελεί ενοριακό ναό και βρίσκεται στην οδό Λευκωσίας στην Πλατεία Αμερικής) και συνεχίζει ακούραστη το έργο της. Όμως τη νύχτα της 2ας προς 3ης Οκτωβρίου 1588, κατά τη διάρκεια ιερής ολονυχτίας που επιτελούσαν οι μοναχές προς τιμή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, πολιούχου Αγίου της Αθήνας, στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, οι Τούρκοι εφορμούν εκ νέου, συλλαμβάνουν τη Μοναχή Φιλοθέη και έπειτα από βασανιστήρια την εγκαταλείπουν ημιθανή έξω από τη μονή της.


Έξω από το ναό, στα δεξιά της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου η Φιλοθέη δέθηκε και μαστιγώθηκε. Οι μοναχές την μετέφεραν στην κρύπτη της στην Καλογρέζα. Εκεί η Φιλοθέη υποκύπτει στα τραύματά της στις 19 Φεβρουαρίου 1589. Ενταφιάστηκε στο δεξιό μέρος του ιερού βήματος του Αγίου Ανδρέα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ενθρονισμένη στο χώρο των Αγίων αγιοποιήθηκε δέκα χρόνια μετά το θάνατό της. Αιώνες αργότερα το σκήνωμα της μεταφέρθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών, όπου φυλάσσεται σε ασημένια λάρνακα μέχρι σήμερα. Τμήμα του ιερού λειψάνου και το μικρό δάκτυλο της Αγίας βρίσκονται σήμερα στην Ιερά Μονή Βρυούλων, πλησίον του Ιερού Ναού Αγίου Ανδρέα.


Η οικία της Αγίας Φιλοθέης, παλαιό αρχοντικό της οικογένειας Μπενιζέλου στη συμβολή των οδών Παλαιολόγου Μπενιζέλου & Αδριανού, είναι το παλαιότερο οίκημα της χριστιανικής Αθήνας. Στον εν λόγω χώρο έχουν βρεθεί ελαιοτριβείο και τμήμα υστερορωμαϊκού τείχους, καθώς και πολλά αξιόλογα αντικείμενα στον περιβάλλοντα χώρο και γίνεται προσπάθεια ανάδειξής τους. Φωτίστηκαν με τη χάρη της άνθρωποι, που συνεισέφεραν με μεγάλα ποσά για την ανάπλαση και αποκατάσταση της οικίας της. Το Αρχοντικό αναδεικνύεται ως ένα από τα αξιολογότερα μνημεία της Αθήνας και αποτελεί «Μουσείο του εαυτού του». Απουσιάζει μόνο η μουσειακή μελέτη και η επιλογή των εκθεμάτων. Ο χαρακτήρας του οικήματος ακολουθεί την αρχιτεκτονική των χρόνων επί Τουρκοκρατίας. Σε σύντομο χρονικό διάστημα θα έχει ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση του χώρου, που θα λειτουργεί ως επισκέψιμο μουσείο, με εκθέματα της Αγίας Φιλοθέης και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.


Η Αγία αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για τη σύγχρονη γυναίκα, που διάγει βίο γεμάτο πειρασμούς και αξιολογική σύγχυση. Καθίσταται θεμελιωτής της οικογένειας. Η καλλιέργεια των κριτηρίων και η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, με πρώτη την ενότητα στην οικογένεια, ήταν στα οράματα και τις προοπτικές της Αγίας. Τα λόγια της δίνουν φως και προβάλλουν τη γνησιότητα και την αλήθεια: «Χωρίς θυσία, χωρίς κατακαιομένη καρδιά τίποτα δεν είναι δυνατόν». Η Αγία εμπνέει στο εσύ. Είναι η δύναμη της Αλήθειας. Είναι αυτή που μετέτρεψε το φόβο σε αγάπη, το Νόμο σε χάρη. Έκανε υπέρβαση του φύλου. Όπως υπέρβαση κάνει η εκκλησία μας, αίροντας τις ανισότητες. Έτσι η πίστη αποκτά όνομα. Λέγεται τόλμη, απλότητα, αληθινή κοινωνία. Αποδέχεται τη ζωή των άλλων, αλλάζει η ίδια, καθιστώντας τον εαυτό της ως μια απούσα παρουσία, μια προβολή ενός μέλους της Βασιλείας του Θεού. Σιγά και ταπεινά το αίμα της Αγίας κατέστη η μαρτυρία της αλήθειας, της αγάπης και της προσφοράς που φέρνει τη ζωή σε όλον τον κόσμο.


Επιλογή Υλικού

Αικατερίνη Διαμαντοπούλου

Υπεύθυνη Υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων


ΜΑΡΤΙΟΣ: Ο άγιος Ευθύμιος ο Πελοποννήσιος

Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Μαρτίου 1814. Κυριακή των Βαΐων

Ο Άγιος καταγόταν από τη Δημητσάνα της Αρκαδίας. Είχε ευσεβείς γονείς, τον Παναγιώτη και την Μαρία. Ήταν ο μικρότερος από τα αδέλφια του. Η μητέρα του δυστόκησε στη γέννησή του και τον γέννησε ύστερα από επίκληση του Αγίου Ελευθερίου γι’ αυτό και ονομάστηκε Ελευθέριος στο Άγιο Βάπτισμα.

Ο πατέρας του εμπορευόταν με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Η μητέρα του τον ανέτρεφε χριστιανικά. Τον έστειλε δε να μαθητεύσει στα περίφημα σχολεία της πατρίδας του.Κατόπιν πήγε με τον αδελφό του για περισσότερες σπουδές στην Κωνσταντινούπολη. Από την Κωνσταντινούπολη ανεχώρησε για το Ιάσιο, όπου συναντήθηκαν με τον πατέρα του.

Ο νεαρός Ελευθέριος σκεφτόταν να γίνει μοναχός στο Άγιο Όρος, ανεχώρησε μάλιστα αλλά λόγω του ρωσσοτουρκικού πολέμου δεν μπόρεσε να περάσει και πήγε στην Οδησσό μήπως και βρει από εκεί τρόπο να πάει στο Άγιο Όρος.

Επειδή ούτε από την Οδησσό κατάφερε να αναχωρήσει, επέστρεψε πίσω στον πατέρα του. Στο Βουκουρέστι έμεινε εργαζόμενος σε κάποιο πρόξενο. Εκεί παρασύρθηκε και ζούσε διεφθαρμένη ζωή. Βρίσκονταν τότε στο Βουκουρέστι Τούρκοι πρέσβεις για την επίτευξη ειρήνης. Προσκολλήθηκε σε κάποιον από αυτούς και μετά από λίγο καιρό έφυγαν για την πόλη Σούμλα. Εκεί παρακινήθηκε από κάποιο Ανδριανουπολίτη εξωμότη και από μόνος του πήγε και αρνήθηκε τον Χριστό και ονομάσθηκε Ρεσίτης.

Αμέσως όμως μετανόησε και προσπαθούσε να φύγει αλλά τον παραφύλαγαν και δεν τον άφηναν να βγει έξω από το σπίτι,ενώ του παρείχαν μεγάλες περιποιήσεις.

Στην Ανδριανούπολη, όπου παρέμειναν για τρεις μήνες, κατόρθωσε να βγει έξω και προσπάθησε να συναντήσει τον Μητροπολίτη αλλά δεν τα κατάφερε. Μετά την Ανδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη. Βλέποντας κι εκεί ότι δεν κατορθώνει να φύγει από το σπίτι του Τούρκου πασά, ο οποίος τον είχε σαν θετό γιο του, άρχισε να παρακαλεί την Υπεραγία Θεοτόκο και να την βάζει εγγυήτρια στον Υιό της και Κύριο ημών Ιησού Χριστό, με την υπόσχεση πως αν κατορθώσει να φύγει, θα Τον ομολογήσει και θα μαρτυρήσει.

Έτσι κάποιο πρωί κατόρθωσε να φύγει κι έτρεξε αμέσως στο Πατριαρχείο, όπου αναζήτησε κάποιο γνωστό του πνευματικό και συμπατριώτη του. Εκείνος εξεπλάγη, όμως ο Ελευθέριος του εξήγησε τα πάντα, εξωμολογήθηκε και του ζητούσε ενδύματα χριστιανικά. Ο πνευματικός τον συμβούλευσε με ψυχωφελείς λόγους αλλά δεν του ικανοποίησε το αίτημά του για ρούχα είτε από φόβο είτε διότι δεν μπορούσε.

Ο Ελευθέριος λοιπόν έτρεχε μέσα στην Κωνσταντινούπολη πάνω κάτω, προσπαθώντας να κρυφτεί. Τελικά κατέφυγε στον Γαλατά, στο σπίτι του Ρώσσου πρέσβη, όπου ήταν γνωστός από παλιά. Μόλις τον είδαν κι εκεί εξεπλάγησαν, όμως, μετά τις εξηγήσεις, χάρηκαν πολύ για την μετάνοιά του και βγάζοντάς του τα ενδύματα της ασέβειας τον έντυσαν χριστιανικά.

Μετά από τέσσερεις ημέρες παραμονής στη ρωσική πρεσβεία, έφυγε με πλοίο για το Άγιο Όρος. Αρχικά πήγε στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας. Εκεί βρισκόταν τότε εξόριστος ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, στον οποίο εξωμολογήθηκε. Τον κράτησε κοντά του και του όρισε να πηγαίνει κάθε μέρα για σαράντα μέρες σε ένα ενάρετο πνευματικό, για να του διαβάζει τις ιλαστήριες ευχές, ώστε μετά από τις σαράντα ημέρες να χρισθεί με το Άγιο Μύρο. Αφού επανεντάχθηκε στην Εκκλησία, πήγε στην Αγία Άννα, σε ένα πνευματικό, αλείπτη και άλλων Νεομαρτύρων, με σκοπό να προετοιμασθεί για το μαρτύριο.

Μετά την πάροδο είκοσι ημερών ζήτησε την ευλογία του πνευματικού να πάει στην Κωνσταντινούπολη,για να ομολογήσει. Ο πνευματικός τον απέτρεπε αρχικά, ύστερα δέχτηκε πως θα ομολογήσει μόνο αν τον αναγνωρίσουν, δεν θα πάει αυτόκλητος. Ειδάλλως θα επιστρέψει.

Πήγε στην Πόλη και μολονότι συναναστράφηκε με έξι δούλους του πασά του, γνωστούς του, δεν τον αναγνώρισαν. Λυπημένος πήγε στο Πατριαρχείο, στον γνωστό του πνευματικό, στον οποίο ανακοίνωσε τα νέα του και τον σκοπό της ελεύσεώς του και ζητούσε ευλογία να παρουσιαστεί παρά τη δέσμευση του πνευματικού του. Ο πνευματικός αρχικά προσπάθησε να τον αποτρέψει με διάφορους τρόπους όμως μπροστά στην επιμονή του ενέδωσε, του έδωσε την ευλογία του και του ευχήθηκε την κατά Θεόν επίτευξη του σκοπού του.

Την άλλη μέρα ήταν η γιορτή της Μεταμορφώσεως. Αφού κοινώνησε, ξεκίνησε να παρουσιαστεί. Στο δρόμο όμως, θεία Προνοία, συνάντησε κάποιο μοναχό, γνωστό του Λαυριώτη, στον οποίο ανακοίνωσε τον σκοπό του. Εκείνος κατόρθωσε με τους κατάλληλους λόγους να τον αποτρέψει και να τον πείσει να επανέλθει στο Άγιο Όρος, ώστε να προετοιμασθεί καλύτερα για να πετύχει την εκπλήρωση του πόθου του.

Αφού επέστρεψε στο Άγιο Όρος επισκέφθηκε πολλές μονές συναντώντας ευλαβείς πνευματικούς. Κατέληξε,ύστερα από συμβουλές πολλών πατέρων, στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου στον Άγιο Ακάκιο αλείπτη και άλλων Νεομαρτύρων.

Άρχισε λοιπόν τον πνευματικό του αγώνα με πλήρη υπακοή στον γέροντα, με νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη προσευχή. Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατώρθωσε πάσαν την αρετήν,ώστε να προκαλεί τον θαυμασμό των υπολοίπων αδελφών. Έδινε την εντύπωση αλλά και πραγματικά ήταν εκτός του κόσμου τούτου. Όταν άναψε ο πόθος μέσα του για ομολογία και μαρτύριο και το ανακοίνωσε στον γέροντα, εκείνος τον απέτρεψε και του ζήτησε να αυξήσει την προσευχή, τη νηστεία, την αγρυπνία και τα δάκρυα. Παράλληλα διάβαζε το Ευαγγέλιο, τους βίους των Αγίων, ιδιαιτέρως δε των Νεομαρτύρων. Τελικά αφού δοκιμάστηκε κατά την κρίση του γέροντος και των αδελφών εκάρη μοναχός με το όνομα Ευθύμιος και με τη συνοδία ενός μοναχού ήρθε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού και εκεί ενισχύθηκε με τη Θεία Κοινωνία την Κυριακή των Βαΐων παρουσιάστηκε στον Βεζύρη, φορώντας τούρκικα ενδύματα και κρατώντας τα βάϊα.

Μόλις εμφανίστηκε μπροστά του με πολύ θάρρος του είπε, εγώ είμαι Χριστιανός, από προγόνους Χριστιανούς, αυτά τα ενδύματα εσύ μου τα έδωσες, για να βεβαιωθείς δε ότι είμαι Χριστιανός,ορίστε ο σταυρός και τα βάϊα. Για να βεβαιωθείς περισσότερο, να, καταπατώ το σύμβολο της άνομης και άθεης θρησκείας σου. Αμέσως πέταξε κάτω το κάλυμα της κεφαλής και το κατεπάτησε., αναθεματίζοντας συγχρόνως τον Μωάμεθ ως αντίχριστο. Αρχικά ο Βεζύρης εξεπλάγη βλέποντας ένα εικοσάχρονο νέο να βρίζει τη θρησκεία το και τον προφήτη με τόση τόλμη. Κατόπιν ζήτησε να εξετάσουν μήπως είναι μεθυσμένος. Διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή αλυσοδεμένο και τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο. Μετά από μία ώρα τον πήγαν πάλι στον Βεζύρη. Ο Βεζύρης προσπάθησε με διάφορες προσφορές και απειλές να τον κάνει να επανέλθει στο ισλάμ. Ο Άγιος όμως παρέμενε ακλόνητος ομολογώντας συνεχώς τον Χριστό ως Θεό αληθινό. Τότε ο Βεζύρης διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή και να τον βασανίσουν, για να αρνηθεί τον Χριστό. Αφού κατάλαβαν ότι τίποτε δεν μπορούν να πετύχουν, αποφασίστηκε η εκτέλεσή του δι’ αποκεφαλισμού.

Πασιχαρής ο Άγιος, κρατώντας στο ένα χέρι τον σταυρό και στο άλλο τα βάϊα οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης. Εκεί, αφού προσευχήθηκε και έκανε το σημείο του σταυρού, γονάτισε, έσκυψε την κεφαλή του και ο δήμιος τον αποκεφάλισε.

Ο συνοδίτης του, μοναχός Γρηγόριος, φρόντισε με πολύ κόπο και μεγάλα έξοδα να εξαγοράσει το τίμιο λείψανο και κατώρθωσε να το μεταφέρει στο Άγιο Όρος, για να ενταφιαστεί εκεί.

Αμέσως μετά το μαρτύριο συνέβησαν υπερφυσικά σημεία τόσο στο ίδιο το λείψανο του Αγίου, όσο και θεραπείες σε ασθενείς.

Πηγή: pemptousia.gr


ΑΠΡΙΛΙΟΣ: Η αγία Αργυρή η Νεομάρτυς

Η Αγία Νεομάρτυς Αργυρή εγεννήθηκε στην Προύσα το έτος 1688 μ.Χ. Ήταν ωραία στην όψη και φοβούμενη τον Θεό. Ενώ ήταν ακόμη νεόνυμφη αγαπήθηκε από κάποιο Τούρκο, ο οποίος μη δυνάμενος να την φέρει κοντά του, εψευδομαρτύρησε εναντίον της ότι ήθελε να ασπασθεί τη μουσουλμανική θρησκεία. Ο κριτής της Προύσας εφυλάκισε αμέσως την Αγία. Ο Χριστιανός σύζυγος της Αγίας, μετά από ενέργειές του, επέτυχε να γίνει η δίκη στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά κι εκεί, αφού ήλθε ο Τούρκος, εψευδομαρτύρησε και πάλι κατ' αυτής. Η Αγία στην απολογία της ομολόγησε με πνευματική ανδρεία και παρρησία την πίστη της στον Χριστό. Έτσι κατά διαταγή του κριτού ερίχθηκε στην φυλακή του Χάσκιοϊ, όπου μετά από πολυχρόνια δεινά και βασανιστήρια, παρέδωκε το πνεύμα της στον Κύριο το έτος 1721 μ.Χ.

Η Εκκλησία εορτάζει την ανακομιδή των λειψάνων της Αγίας Αργυρής στις 30 Απριλίου.

Το Λείψανο της Αγίας βρίσκεται στον Ιερό Ναό Αγ. Παρασκευής Κωνσταντινούπολης.

πηγή: https://www.ekklisiaonline.gr

ΜΑΙΟΣ: Ο άγιος Αρσένιος, επίσκοπος Βεροίας

Η μνήμη του τιμάται 28 Μαΐου

14ος – 15ος αιώνας

Ο άγιος ήταν επίσκοπος στη Βέροια της Μακεδονίας την εποχή που οι Τούρκοι υποδούλωναν το ένα μετά το άλλο τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατά παραχώρηση Θεού, λόγω των απείρων σφαλμάτων των Χριστιανών.

Ήταν ευσεβής και ενάρετος επίσκοπος. Είχε ενστερνισθεί την αποστολική διδασκαλία και είχε συνειδητοποιήσει την ιδιαίτερη ευθύνη του για το ποίμνιο το οποίο του είχε εμπιστευθεί ο Κύριος, μέσα στην έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε. Έτσι με το κήρυγμα – διακρινόταν για την διδακτική του δεινότητα – με τη συγγραφή πνευματικών έργων, με τη φιλανθρωπία, με τις δυναμικές παρεμβάσεις του, όπου χρειαζόταν, προ πάντων δε με την ενάρετη ζωή του, η οποία τον καθιστούσε παράδειγμα προς μίμηση στο ποίμνιό του, απέτρεπε όχι μόνο τον εξισλαμισμό των κατοίκων της περιοχής του αλλά πετύχαινε και τη συνειδητότερη και ουσιαστικότερη πνευματική ζωή των Χριστιανών της εποχής του.

Για όλους αυτούς τους λόγους τον συνέλαβαν οι Τούρκοι, οι οποίοι αρχικά τον βασάνισαν βυθίζοντάς τον συνεχώς σε ένα βαθύ λάκκο με νερό. Κατόπιν τον υπέβαλαν σε τρομερά βασανιστήρια. Κάποιος αναιδής Τούρκος μάλιστα πρότεινε να του κόψουν το δεξί χέρι διότι με αυτό έγραφε τους πνευματικότατους λόγους του και ενίσχυε τους Χριστιανούς. Στη συνέχεια τον φυλάκισαν κάτω από άθλιες συνθήκες.


Ο άγιος, μολονότι υπέφερε και τον φρουρούσαν άγρυπνα, ευλογούσε συνέχεια και δόξαζε τον Χριστό λέγοντας, ας γίνει το θέλημά Του και και συμβούλευε τους Χριστιανούς να μένουν σταθεροί στην πίστη του Χριστού,

Τελικά οι Τούρκοι τον οδήγησαν γυμνό με ένα χιτώνα, ασκεπή και ξυπόλυτο σε χώρο ,όπου προηγουμένως ήταν Αγία Τράπεζα ναού. Εκεί ο άγιος έψαλλε ευλογητός ο Θεός, έκλινε την κεφαλή του πάντα ψάλλοντας και είπε με γλυκύτητα στον δήμιο:

Γιατί μάταια αναζητάς και άλλους ανθρώπους για να τους θανατώσεις, αφού δεν υπάρχουν άλλοι υπαίτιοι για ό,τι έγινε, παρά μόνο εγώ; Τότε ο δήμιος τον αποκεφάλισε με φρικτό τρόπο και πέταξε το σώμα του να το φάνε τα θηρία, τα οποία όμως το σεβάστηκαν και δεν το πείραξαν καθόλου, λες και αναγνώριζαν ποιος ήταν.

Ύστερα από αυτό οι κληρικοί της Βέροιας ζήτησαν το τίμιο λείψανο του αγίου μάρτυρος, το οποίο, αφού το μετέφεραν στον ναό του μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, το περιποιήθηκαν και το ενταφίασαν με όσες τιμές επέτρεπαν οι περιστάσεις.

Ο υπαίτιος για τον μαρτυρικό θάνατο του αγίου, λίγες ημέρες μετά, εξεστράτευσε εναντίον άλλης περιοχής, όπου βρήκε οικτρό θάνατο σε κάποια μάχη.

Οι Χριστιανοί της Βέροιας τιμούσαν κάθε χρόνο ως πολιούχο τους τον άγιο με μυστικότητα, όλοι, οι κληρικοί, οι μοναχοί και λαϊκοί της περιοχής αλλά και άλλοι κάτοικοι της Ελλάδος, διότι σ’ αυτόν εναπέθεταν τις ελπίδες τους για την απελευθέρωσή τους καθώς ήταν ο πρώτος νεομάρτυρας επίσκοπος.

Αν και δεν αναφέρεται η ακριβής ημερομηνία του μαρτυρίου του στο συναξάρι, στην Ι. Μ. Βεροίας τιμάται στις 28 Μαΐου.

Από "Διακόνημα"

photo: pemptousia.gr

ΙΟΥΝΙΟΣ: Ο άγιος Ιωάννης ο Τραπεζούντιος

Η μνήμη του τιμάται 26 Ιουνίου

Ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Τραπεζούντα και ήταν λόγιος πρόκριτος της πόλης αυτής και πολύ ευσεβής.

Ασχολούμενος με το εμπόριο, κάποτε επιβιβάσθηκε σ' ένα τούρκικο πλοίο και συνόδευε τα εμπορεύματα του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, η προσευχή, η νηστεία και η ελεημοσύνη που εκδήλωσε ο Ιωάννης, κίνησε τον φθόνο του Τούρκου πλοιάρχου, ο οποίος με μακρές συζητήσεις προσπαθούσε να τον προσηλυτίσει. Ο Ιωάννης έμπειρος σχετικά με τις Γραφές, νίκησε τον πλοίαρχο στις θρησκευτικές αυτές συζητήσεις.

Όταν αποβιβάστηκαν στο Άκκερμαν (Ασπρόκαστρο), ο πλοίαρχος συκοφάντησε τον Ιωάννη στον Τούρκο ηγεμόνα, ότι δήθεν έδωσε λόγο να γίνει μωαμεθανός. Μετά από λίγο οδηγούσαν με τιμές τον Ιωάννη, μπροστά στον ηγεμόνα, που με κολακείες και υποσχέσεις προσπαθούσε να επιτύχει τον σκοπό του. Αλλά ο Ιωάννης περίτρανα ομολόγησε πώς ήταν, είναι και θα παραμείνει χριστιανός, όσα πλούτη και αξιώματα και αν του προσφέρουν. Θυμωμένος ο ηγεμόνας, διέταξε και τον βασάνισαν τόσο σκληρά, ώστε το αίμα του έτρεχε σαν ποτάμι. Κατόπιν έτσι αιμόφυρτο τον έριξαν στη φυλακή.

Την επόμενη ήμερα, όταν τον ξαναπαρουσίασαν στον ηγεμόνα, ο Ιωάννης ομολόγησε με περισσότερο θάρρος την πίστη του, λέγοντας πως αυτά τα βασανιστήρια που του έκαναν δεν του φάνηκαν τίποτα και αν έχουν άλλα καινούργια ας τα εφαρμόσουν. Εξοργισμένος ακόμα περισσότερο από τα λόγια αυτά ο τύραννος, διέταξε και τον μαστίγωσαν τόσο βάρβαρα, ώστε άρχισαν να πέφτουν κομμάτια οι σάρκες του, μέχρι που φάνηκαν τα εντόσθια του. Στη συνέχεια τον έδεσαν στην ουρά ενός αγρίου αλόγου, που τον έσερνε μέσα στους δρόμους της πόλης. Τη στιγμή δε που περνούσε από την εβραϊκή συνοικία, οι Εβραίοι έβριζαν και κακοποιούσαν τον Μάρτυρα. Ένας μάλιστα, πήρε ένα σπαθί και του έκοψε το κεφάλι, στις 12 Ιουνίου 1492 μ.Χ. (Κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη το 1642 μ.Χ. ή κατά άλλες πηγές το 1330 μ.Χ.).

Από τα θαύματα που έκανε το εγκαταλελειμμένο λείψανο του Αγίου, ο ηγεμόνας φοβήθηκε και έδωσε την άδεια στους χριστιανούς να το παραλάβουν και να το κηδεύσουν με τιμές σε κάποιο Ναό, όπου παρέμεινε 70 χρόνια θαυματουργώντας. Αργότερα, με βασιλικές τιμές, μετακομίστηκε στη Σουτζάβα της Μολδαβίας υπό του βοεβόδα της Μολδαβίας Αλεξάνδρου του Αγαθού. Το 1686 μ.Χ., κατά την εκστρατεία του Ιωάννου Σομπιέσκι κατά των Τούρκων, παραληφθέν μεταφέρθηκε στην πόλη Ζιολκίεβ της Πολωνίας. Το 1783 μ.Χ., επανήχθη και πάλι στη Σουτσεάβα με διαταγή του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β'.

Ακολουθία του Νεομάρτυρα Ιωάννη εξέδωσε στη Βενετία, το 1752 μ.Χ., ο Ιουστίνος ο Δεκαδύος, και άλλη, συντεθείσα υπό του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Νικηφόρου του Κρητός, εξέδωσε στο Ιάσιο το 1819 μ.Χ. ο Τραπεζούντιος Θωμάς Μπουγιούκης.

πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής

photo: orthodoxia-ellinismos.gr

ΙΟΥΛΙΟΣ: Ο άγιος Αθανάσιος Ρεπανιδιώτης εκ Λήμνου

Η μνήμη του τιμάται τον Ιούλιο, τέταρτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή

Ο Αθανάσιος γεννήθηκε στα 1790-1800 περίπου στη Λήμνο, πιθανότατα στο χωριό Ρεπανίδι. Δεν είναι γνωστό το κοσμικό του όνομα. Όμως, ο πατέρας του μάλλον ονομαζόταν Παναγιώτης. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο νησί στο οποίο λειτουργούσαν τότε αλληλοδιδακτική και ελληνική Σχολή. Στη συνέχεια μετέβη στο Άγιο Όρος με σκοπό να γίνει μοναχός.

Με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821, το Άγιο Όρος αποτέλεσε προπύργιο των επαναστατών. Ο Εμμανουήλ Παππάς ξεσήκωσε πάνω από 1000 μοναχούς, τους όπλισε και κίνησαν για τη Θεσσαλονίκη. Όμως, η επανάσταση στη Χαλκιδική κατεστάλη σύντομα μετά την ήττα στα στενά της Ρεντίνας. Στις 12 Δεκεμβρίου 1821, οι Τούρκοι εισέβαλαν στο Άγιο Όρος, όπου είχαν καταφύγει πολλοί μαχητές και 5000 περίπου άμαχοι. Σκλάβωσαν πολλούς, τόσο μοναχούς όσο και μαχητές που κρύβονταν στα μοναστήρια.

Ανάμεσά τους ήταν και ο μοναχός Αθανάσιος ο οποίος συνελήφθη και σύρθηκε στα σκλαβοπάζαρα. Πουλήθηκε ως δούλος σ’ έναν Αγαρηνό άρχοντα της Αιγύπτου. Αυτός τον υποχρέωσε να γίνει μουσουλμάνος και να παντρευτεί μια αιχμάλωτη χριστιανή. Όταν αλλαξοπίστησε, οι Τούρκοι του απένειμαν τον τίτλο του αγά. Σύντομα απέκτησε μεγάλη περιουσία και έγινε μέγας και τρανός. Έζησε έτσι για αρκετά χρόνια.

Όμως, από κάποια εποχή και ύστερα άρχισε να μετανιώνει για την αλλαγή της πίστης του, μετά από ένα όνειρο που είδε στο οποίο του παρουσιάστηκε ο Μέγας Αθανάσιος. Αφού το συζήτησε με τη γυναίκα του, με την οποία δεν πρέπει να είχαν αποκτήσει παιδιά, αποφάσισε να της αφήσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας και να ξαναγυρίσει στο Άγιο Όρος. Πράγματι, ασκήτεψε εκεί για αρκετά χρόνια με μεγάλη ταπείνωση, συγχωρέθηκε και έλαβε το Άγιο Μύρο, γενόμενος πάλι δεκτός στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα για λίγο διάστημα και τελικά επέστρεψε στη Λήμνο, όπου ζούσε «ευσεβώς και θεαρέστως».

Η επιστροφή του στο τουρκοκρατούμενο νησί φανερώνει το μεγάλο θάρρος του, γιατί οι Τούρκοι απαγόρευαν στους αρνησίθρησκους να ξαναγίνονται Χριστιανοί με ποινή θανάτου. Η επιστροφή αυτή πρέπει να έγινε γύρω στο 1843, διότι, σύμφωνα με τα αρχεία της Μητρόπολης Λήμνου, στις 24 Οκτωβρίου του 1843, ο γέρων Αθανάσιος μοναχός Ρεπανιδιώτης δώρισε στην Αλληλοδιδακτική Σχολή της Λήμνου 4.080 γρόσια και 85 ολλανδικά φλουριά. Ο μοναχός αυτός πρέπει να ταυτιστεί με τον εν λόγω Αθανάσιο, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε ανανήψει στην ορθόδοξη πίστη. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ένας μοναχός κατείχε τόσο σημαντικά χρηματικά ποσά, τα οποία προφανώς προέρχονταν από την περιουσία που είχε αποκτήσει στην Αίγυπτο ως μουσουλμάνος αγάς.

Στη Λήμνο ο Αθανάσιος δεν έμεινε αδρανής. Το 1844, έγινε μέλος της Σχολικής Εφορίας και πάσχισε για την καλύτερη λειτουργία της Σχολής και την αύξηση των εσόδων της. Τα χρόνια εκείνα Τούρκος διοικητής (καϊμακάμ-μπέης) του νησιού ήταν ο Χατζή-Μουντή Εφέντης, ένας αδίστακτος εκμεταλλευτής κι εκβιαστής των Χριστιανών. Για πολλά χρόνια δανειζόταν χρήματα από το «Κοινόν Ταμείον», το οποίο είχαν συγκροτήσει οι κάτοικοι για τη χρηματοδότηση των σχολείων του νησιού. Το ταμείο αυτό είχε ως βασική πηγή εσόδων το ενοίκιο του κοινοτικού κτήματος "Μητρόπολις", το οποίο υπάρχει ακόμα κοντά στο χωριό Λιβαδοχώρι και ανήκει στο Παλλημνιακό Σχολικό Ταμείο. Ο διοικητής ουδέποτε επέστρεφε τα χρήματα που δανειζόταν, ενώ συνεχώς απαιτούσε κι άλλα «δανεικά κι αγύριστα». Συνεχώς βρισκόταν σ’ αντιπαράθεση με την τοπική κοινότητα και πιθανότατα έπειτα από δική του απαίτηση είχε κηρυχθεί έκπτωτος ο μητροπολίτης του νησιού, Ιερώνυμος, τον Απρίλιο του 1839.

Κάποτε η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και οι κάτοικοι της Λήμνου αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν στο Σουλτάνο, ο οποίος διέταξε να γίνει έρευνα. Στις 5 Οκτωβρίου 1844, δυο Τούρκοι κι οκτώ Έλληνες κλήθηκαν στην Πόλη να καταθέσουν για το θέμα. Οι Λημνιοί πήγαν με επικεφαλής τον Αθανάσιο γέροντα Παναγιώτου και αντιπροσώπους επτά χωριών, που ήταν οι εξής: Χριστοφής Παπά-Αθανασίου (Ατσική), Παντελής Παπά-Ιωάννου (Κορνός), Παναγιώτης Πέτρου (Βάρος), Νικόλας Πλαφάς (Ρεπανίδι), Στρατής Τζαριακλής (Τσιμάνδρια), Αθανάσιος Κυριάκου (Σαρδές) και Κομνηνός ... (Καμίνια). Η αποστολή αυτή κόστισε στην κοινότητα 10.000 γρόσια. Τα αποτελέσματα της διαμαρτυρίας δεν είναι γνωστά, αλλά μάλλον ο καταχραστής διοικητής μετατέθηκε.

Η πρωτοβουλία του Αθανασίου να τεθεί επικεφαλής της οκταμελούς επιτροπής, σε συνδυασμό με τη μεταστροφή του από τη μουσουλμανική θρησκεία, έγινε αιτία να μπει στο μάτι των Τούρκων, οι οποίοι θεωρούσαν ασυγχώρητο αμάρτημα την επιστροφή των προσκυνημένων στη χριστιανική πίστη. Από τότε άρχισαν να κατηγορούν τον Αθανάσιο με διάφορες αστήριχτες κατηγορίες, οι οποίες δεν αναφέρονται στα έγγραφα και να τον περνούν από δίκες.

Το 1846, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη με ένα πλοίο. Όμως, ο μάρτυρας έμελλε να μη φτάσει ποτέ στην Πόλη, διότι κατά τη διάρκεια της διαδρομής και ενώ έπλεαν στον Ελλήσποντο, οι δεσμοφύλακες τον έριξαν αλυσοδεμένο στη θάλασσα και τον έπνιξαν, γνωρίζοντας πιθανότατα ότι θα αθωωνόταν στο ανώτερο δικαστήριο, αφού δεν είχε διαπράξει κανένα αδίκημα. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στον κώδικα:

"οι ασεβείς Αγαρηνοί, εβύθισαν αυτόν και απέπνιξαν εν τη θαλάσση ... κατά το έτος 1846".>

πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki

photo: paraklisi

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ: Ο άγιος Δημήτριος ο εκ Σαμαρίνης

(Μαρτύρησε στά Ἰωάννινα στίς 18 Αὐγούστου 1808)

Οἱ πληροφορίες γιά τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου προέρχονται ἀπό τόν Γάλλο Πρόξενο στά Ἰωάννινα Pouqueville. Ὁ Pouqueville συνάντησε τόν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος ἦταν μαθητής τοῦ πατρο-Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, μαζί μέ τόν ἀρχηγό τῆς ἐπαναστάσεως στή Θεσσαλία παπα-Εὐθύμιο Βλαχάβα στά βουνά τῆς Πίνδου καί ἦταν παρών στήν ἀνάκριση καί στό μαρτύριό του.

Ὁ Ἅγιος καταγόταν ἀπό τό χωριό Σαμαρίνα τῆς Πίνδου καί ἦταν μοναχός στό παλαιό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τῆς πατρίδας του. Ἀναλογιζόμενος, ὅμως, μέ πόνο τήν κακή πνευματική κατάσταση τῶν Ἑλλήνων τότε ἀλλά καί τίς διώξεις καί τούς ἐξευτελισμούς πού ὑφίσταντο, βγῆκε ἀπό τό μοναστήρι του καί διέτρεχε τά χωριά κηρύττοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, νουθετώντας καί παρηγορώντας τούς Χριστιανούς. Ἐκείνη τήν ἐποχή τά πράγματα ἦταν ἰδιαίτερα ὀξυμμένα, ἐξαιτίας τοῦ κινήματος τοῦ παπα-Βλαχάβα.

Ἐπειδή μιλοῦσε γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ κατηγορήθηκε ὁ Ἅγιος ὡς στασιαστής καί ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος μπροστά στόν Ἀλῆ Πασᾶ, διότι οἱ Τοῦρκοι ἀντιλαμβάνονταν τό περί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ κήρυγμα μέ κοσμικό ἀνατρεπτικό περιεχόμενο.

Ὁ Ἀλῆ Πασᾶς ἀνέκρινε τόν μάρτυρα, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στό στῆθος του ἕνα εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, καί προσπαθοῦσε νά δημιουργήσει «συνενόχους», νά μπλέξει σέ ψευδῆ συνομωσία τούς ὀρθόδοξους Ἀρχιερεῖς τῆς Θεσσαλίας. Ἐπειδή δέν κατάφερε αὐτό πού ἤθελε, διέταξε νά βασανιστεῖ ὁ Ἅγιος μπροστά του λέγοντάς του εἰρωνικά: «Ἄς δοῦμε ἄν θά σέ ὑπερασπιστεῖ τώρα ( ἡ Παναγία)».

Οἱ δήμιοι ἔφεραν τόν μοναχό στά πόδια τοῦ τυράννου πού τόν ἔφτυσε κατά πρόσωπο. Τοῦ ἀπέσπασαν τήν ἁγία εἰκόνα, τοῦ ἔμπηξαν αἰχμηρές σφῆνες ἀπό καλάμια στά νύχια τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν καί τοῦ διαπέρασαν τούς βραχίονες. Ἀπό τό στόμα τοῦ μάρτυρος ἔβγαιναν μόνο οἱ λέξεις: «Κύριε ἐλέησον τόν δοῦλον σου, Βασίλισσα τῶν οὐρανῶν ἱκέτευε ὑπέρ ἡμῶν». Στή συνέχεια ἔσφιξαν γύρω ἀπό τό κεφάλι του ἁλυσίδα ἀπό ὀστᾶ, διατάζοντάς τον νά ὁμολογήσει τούς συνενόχους του. Ἡ ἁλυσίδα ἔσπασε ἀπό τό δυνατό σφίξιμο, ὁ μάρτυρας ὅμως δέν δυσανασχετεῖ, μόνο λυπᾶται πού οἱ βασανιστές του βρίζουν τόν Χριστό καί τήν Παναγία. Στή συνέχεια τόν ἔριξαν στή φυλακή.

Τήν ἑπομένη τόν κρέμασαν ἀπό τά πόδια καί ἄναψαν κάτω ἀπό τό κεφάλι του φωτιά, ὥστε νά καίγεται τό δέρμα τῆς κεφαλῆς καί νά πνίγεται ἀπό τόν καπνό. Τόν κατέβασαν τελικά φοβούμενοι μήπως πεθάνει γρήγορα. Τόν ξάπλωσαν κάτω καί τόν πλάκωσαν μ’ ἕνα βαρύ τραπέζι, πάνω στό ὁποῖο ἀνέβηκαν καί πηδοῦσαν γιά νά συντριβοῦν τά ὀστᾶ του. Τέλος, τόν θανάτωσαν μέ ἄλλο μαρτύριο.

Τόν ἔχτισαν μέσα σ’ ἕνα τοῖχο, ἀφήνοντας ἔξω μόνο τό κεφάλι γιά νά ἀναπνέει καί τόν ἔτρεφαν μάλιστα γιά νά παρατείνουν τήν ἀγωνία του. Ἔζησε τό μαρτύριο αὐτό δέκα ἡμέρες. Παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή μέ τά λόγια τοῦ Ἁγίου μάρτυρος Βαβύλα, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας: «Ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τήν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι ὁ Κύριος εὐηργέτησέ σε».

Ἀπό τό μαρτύριο συγκλονίστηκε ἕνας ἀπό τούς παρόντες μωαμεθανούς, πίστεψε στόν Χριστό, βαπτίστηκε καί ἔλαβε τό ὄνομα Γεώργιος.

πηγή: Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων

Ἀπολυτίκιον, Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Σαμαρίνης τόν γόνον εὐσεβῶν τό κραταίωμα,

τόν νεοφανῆ Ἀθλοφόρον, τοῦ Σωτῆρος Δημήτριον,

τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί· ἀθλήσας γάρ στερρῶς ὑπέρ Χριστοῦ,

Ἐκκλησίας ἀνεδείχθη νέος ἀστήρ, καί τῶν βοώντων πρόμαχος·

δόξα τῷ δεδωκότι σοί ἰσχύν, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι,

δόξα τῷ ἐκλπηροῦντι διά σοῦ, ἡμῶν τά αἰτήματα.

Μεγαλυνάριον

Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός,

χαίροις Θεσσαλίας, λαμπαδοῦχος ὁ φαεινός·

χαίροις ὁ ἀθλήσας, στερρῶς ὑπὲρ Κυρίου,

Ὁσιομάρτυς χαῖρε, Χριστοῦ Δημήτριε.


ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ: Η αγία νεομάρτυς Ακυλίνα

Η μνήμη της τιμάται 27 Σεπτεμβρίου

Η Αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης και ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της όμως, σκότωσε ένα Τούρκο, μετά από φιλονικία μαζί του. Για ν' αποφύγει την τιμωρία του θανάτου, δέχτηκε τον μουσουλμανισμό. Αλλά η μητέρα της έμεινε σταθερή στον Χριστό και κάθε μέρα δίδασκε στην Ακυλίνα την αρετή και την πίστη. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του πατέρα της και τις απειλές των Τούρκων, η Ακυλίνα δεν αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο την ακολουθούσε και η μητέρα της, που την παρότρυνε σ' αυτό. Η Ακυλίνα ήλεγχε με θάρρος τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει μαρτυρικά, μετά από πολυήμερο ραβδισμό, στις 27 Σεπτεμβρίου 1764 μ.Χ. σε ηλικία 19 ετών.

Κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους , γι' αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς , που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της , ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση , τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας , Καλημέρης και Μπούκλας , οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό , γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρε­πής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων.

Η μνήμη της Αγίας Ακυλίνας τιμάται από το 1957 μ.Χ. στις 27 Σεπτεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς της. Μέχρι τότε η Ακυλίνα εορταζόταν στις 24 Απριλίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ήταν το ότι οι κάτοικοι του Ζαγκλιβερίου ήθελαν να συνδέσουν τις δύο μεγάλες πανηγύρεις του χωριού τους, του Αγίου Γεωργίου, στο όνομα του οποίου τιμώνταν ο κεντρικός ναός του χωριού, και της Αγίας τους. Από το 1957 μ.Χ. όμως η Ακυλίνα άρχισε να εορτάζεται πλέον στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1984 μ.Χ. και μετά, που συστήθηκε και δεύτερη ενορία στο χωριό, της Αγίας Ακυλίνας, και άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπέστατου ναού προς τιμήν της, η μνήμη της και η εορτή της μετατοπίσθηκαν επισήμως την 27η Σεπτεμβρίου.

Σε κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ζαγκλιβέρι υπάρχει μία πρόσφατα εκδεδομένη Ακολουθία πρός τιμήν της Ακυλίνας, που ψαλλόταν μέχρι το 1969 μ.Χ.. Η Ακολουθία, ως κάτοχος της οποίας φέρεται ο μοναχός Πολύκαρπος Αθ. Γιακούδης Παντοκρατορινός και της οποίας ο συνθέτης είναι άγνωστος, περιλαμβάνει την Ακολουθία του Εσπερινού, του Όρθρου, τη Λειτουργία, το βίο και το Μαρτύριο της Αγίας. Το Σεπτέμβριο του 1969 μ.Χ. ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, συνέθεσε Ακολουθία πρός τιμήν της, η οποία ψάλλεται από τότε στην εορτὴ της Αγίας. Μέχρι σήμερα ακολούθησαν αρκετές εκδόσεις της ίδιας Ακολουθίας, ενώ το 1980 μ.Χ. προστέθηκαν και Χαιρετισμοί και Εγκώμια στην παρθενομάρτυρα από τον ίδιο υμνογράφο.


Η πρώτη εικονογράφηση της νεομάρτυρος χρονολογείται το 1858 μ.Χ. σε κάποιο έργο του ιεροδιακόνου Ιεροθέου της Ιεράς Μονης Λογγοβάρδας και μετέπειτα επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, όπου εικονίζονται όλοι οι μετά την Άλωση νεομάρτυρες. Σ᾿ αυτήν απεικονίζεται και η Ακυλίνα μαζὶ με την Κυράννα (βλέπε 28 Φεβρουαρίου) και την Άργυρη.


Επίσης στον κεντρικό ναό του Ζαγκλιβερίου, τον Άγιο Γεώργιο, βρίσκονται τρείς από τις παλαιότερες εικόνες της Αγίας. Η πρώτη χρονολογείται το 1903 μ.Χ. και παρουσιάζει ολόσωμη την Αγία· κάτω αριστερά και δεξιά περιέχονται δύο σκηνές από το βίο της, η μαστίγωση και η κοίμησή της, ενώ επάνω αριστερά παριστάνεται ο Χριστός να ευλογεί την Αγία. Η δεύτερη εικόνα που παρουσιάζει επίσης ολόσωμη την Ακυλίνα φέρεται ως δέηση του «Πολυκάρπου ᾿Αθανασίου Γιαγκούδη Ζαγκλιβερινῷ Παντοκρατορινῷ ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει τῇ 1 Σεπτεμβρίου 1904”, είναι δηλαδὴ προσφορά του ίδίου προσώπου, δαπάνη του οποίου έγινε και η πρώτη Ακολουθία πρός τιμήν της νεομάρτυρος. Τέλος, η τρίτη εικόνα είναι δέηση του Παναγιώτη Αναγνώστου το 1913 μ.Χ., και εικονίζονται η Αγία Ακυλίνα μαζὶ με την Αγία Κυράννα. Και οι τρείς εικόνες έχουν αγιορειτικὴ προέλευση.


Το σπίτι της Αγίας όπου και ο τόπος του μαρτυρίου της, σώζεται μέχρι σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. Ένα καντήλι που καίει νύχτα μέρα δηλώνει το σεβασμό των Ζαγκλιβερινών στην Αγία Ακυλίνα την οποία τιμούν κατά τη διάρκεια των Ακυλίνειων.

πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ: Ο άγιος Νικόλαος από τη Χίο

Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε στις 31 Οκτωβρίου 1754 μ.Χ. και ώρα έκτη, στη θέση Βουνάκι της Χίου.

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Μια από τις πλέον πρόσφορες μεθόδους εξισλαμισμού, στα μαύρα χρόνια της δουλείας, που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι, ήταν η συκοφαντία. Συκοφαντούσαν κάποιον Χριστιανό ότι δήθεν ασπάστηκε το Ισλάμ και κατόπιν τον κατέδιναν ως «αποστάτη», που, αν δεν γινόταν μουσουλμάνος, τον σκότωναν! Ένας από αυτούς υπήρξε και ο Νεομάρτυρας Άγιος Νικόλαος από τη Χίο.

Γεννήθηκε στις Καρυές της νήσου Χίου, στα 1731. Γονείς του ήταν οι ευσεβείς Χριστιανοί και ονομάζονταν Πέτρος και Σταματού. Από μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα, αλλά πρόκοψε σε ευσέβεια και αρετή.

Σε ηλικία είκοσι ετών αποφάσισε, λόγω ανέχειας, να περάσει στην Μ. Ασία, με κάποιον συγχωριανό του για να εργαστούν ως κτίστες. Εγκαταστάθηκαν στη Μαγνησία και εργάζονταν τίμια. Παράλληλα ο Νικόλαος πρόκοβε και πνευματικά, ώστε όλοι τον εκτιμούσαν. Όμως ύστερα από καιρό υπέστη κάποιο ψυχικό νόσημα. Σαν να σάλεψε ο νους του και έκανε πράγματα περίεργα και τρελά. Οι Χριστιανοί τον συμπονούσαν και του παραστέκονταν, όχι όμως και οι αλλόθρησκοι Τούρκοι, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι το πρόβλημα υγείας του, αποπειράθηκαν να τον εξισλαμίσουν. Βρισκόμαστε άλλωστε στην εποχή κορύφωσης του εξισλαμισμού. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρούσε η οθωμανική εξουσία να εξαφανίσει τις διάφορες υπόδουλες εθνότητες και ιδιαίτερα τους Χριστιανούς, διότι με την άρνηση της πίστεώς τους, έχαναν και την εθνικότητά τους.

Οδηγήθηκε μπροστά σε μουλάδες και αγάδες, οι οποίοι με υποκριτικά κομπλιμέντα και ταξίματα προσπαθούσαν να τον πείσουν να αλλαξοπιστήσει. Όμως εκείνος συνέχιζε να μένει σκεπτικός και σιωπηλός. Ήταν σαν να μην τους άκουγε. Αφού διαπίστωσαν το μάταιο των προσπαθειών τους, αγανακτισμένοι, τον έβρισαν, τον κτύπησαν και τον έδιωξαν σαν τρελό.

Βλέποντας οι συμπατριώτες του ότι η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε, τον πήραν και τον πήγαν στη Χίο και τον παρέδωσαν στην αδελφή του, εξιστορώντας της τα γενόμενα και την κατάσταση του αδελφού της. Της επισήμαναν ιδιαίτερα την απόπειρα εξισλαμίσεώς του. Όμως η αδελφή του, προφανώς από άγνοια, φέρθηκε άφρονα και επιπόλαια. Φανέρωσε τα συμβάντα σε κάποιους συγγενείς της, οι οποίοι διέδωσαν τη φήμη ότι είχε εξισλαμισθεί. Η φήμη διαδόθηκε στο νησί και έφτασε και στους ντόπιους Τούρκους αγάδες, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να τον κατηγορήσουν ως αρνητή του Ισλάμ και να τον πιέσουν να εξισλαμισθεί στ’ αλήθεια. Τον πήραν, τον μετονόμασαν σε Μεϊμέτη (Μεχμέτ), τον έντυσαν τούρκικα ρούχα και άφησαν την περιτομή για αργότερα. Για να ζήσει έβοσκε τα κοπάδια των Κρεατεμπόρων του νησιού.

Τόπος της εργασίας του τα βουνά της Χίου, όπου έβοσκε τα ζώα. Στο βουνό «Αγία Υπομονή» συνάντησε έναν ενάρετο και απλοϊκό αρχιμανδρίτη, ο οποίος ονομάζονταν Κύριλλος. Ο καλός κληρικός έπιασε συζήτηση μαζί του και διέγνωσε ότι επρόκειτο για καλό χαρακτήρα, γι’ αυτό του έδωσε κάποιες συμβουλές. Η συνάντηση αυτή και τα λόγια του αρχιμανδρίτη είχαν καταλυτική σημασία για τον πολύπαθο νέο. Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σε κάποιο ερειπωμένο ναό της Αγίας Άννας, βλέποντας ένα παράξενο όνειρο. Μια πανέμορφη κόρη του είπε: «Να πας στον ιερέα του ναού του Γιού μου, να σε λούσει, να γίνεις καλά, για να σε πάρω γαμπρό». Ο Νικόλαος ξύπνησε συγκλονισμένος και έτρεξε στην αδελφή του, στην οποία διηγήθηκε το όνειρό του. Κατόπιν πήγαν μαζί στον ιερέα του χωριού, ο οποίος όμως δεν του έδωσε σημασία. Τότε πήγε στο Ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο οποίος τον καλοδέχτηκε, του διάβασε ευχές και τον ράντισε με Αγιασμό. Ο Νικόλαος έγινε πλέον καλά, ήρθε ξανά στα λογικά του!

Από εκείνη τι στιγμή η ζωή του άλλαξε ριζικά. Ζούσε ζωή μετάνοιας και συντριβής. Αφήνοντας κατά μέρος τις βιοτικές μέριμνες, ασχολούνταν με προσευχές και νηστείες. Αδιαφορούσε στις προτροπές της αδελφής του να χαλαρώσει τον αγώνα του. Έμεινε συχνά νηστικός για τρεις ημέρες! Όμως αντιμετώπιζε ένα μεγάλο πρόβλημα. Οι συγχωριανοί του τον απέφευγαν και δεν τον δέχονταν στην Εκκλησία, διότι είχε ακουστεί η φήμη ότι αλλαξοπίστησε, παρ’ όλα τα παρακάλια και τα δάκρυά του, γιατί φοβούνταν τη μανία των Τούρκων.

Όμως οι Τούρκοι του νησιού έμαθαν ότι άφησε ξανά το Ισλάμ και ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Τον συλλαμβάνουν και τον στέλνουν στον δικαστή, δεμένο πισθάγκωνα. Μαζί του συνέλαβαν τον εφημέριο του χωριού και δύο πρόκριτους. Ο Νικόλαος απολογήθηκε με ηρωισμό και ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό, αψηφώντας τα ταξίματα και τις φοβέρες των απίστων. Παράλληλα είχε ενοχλήσεις και από τον ιερέα και τους πρόκριτους, οι οποίοι τον παρότρυναν να τουρκέψει για να βγουν από τη φυλακή!

Μετά από την ομολογία του παραδόθηκε στους άγριους δημίους για να βασανιστεί. Τον οδήγησαν στη φυλακή, όπου έχυσαν νερά τον ξάπλωσαν σε σανίδα με καρφιά και έριξαν πάνω στο στήθος του ένα ογκόλιθο. Το μαρτύριο ήταν φοβερό, όμως ο Μάρτυρας το υπέμεινε, δοξολογώντας το Θεό. Αλλά το θαύμα δεν άργησε να γίνει. Ένας μεγάλος σεισμός τα μεσάνυχτα κύλησε την πέτρα και ο Νικόλαος ελευθερώθηκε από το μαρτύριο και θεραπεύτηκε από τις πληγές! Επίσης η φυλακή γέμισε από μια άρρητη ευωδία! Τότε ο συγκρατούμενός του ιερέας μετανόησε για τις προτροπές τους προς τον Μάρτυρα να αλλαξοπιστήσει. Μαζί τους δοξολόγησαν το Θεό και όλοι οι φυλακισμένοι.

Την επομένη πήραν τον Μάρτυρα και τον έριξαν σε έναν βρωμερό στάβλο αλόγων, δεμένο χειροπόδαρα, για να μην επηρεάζονται οι άλλοι φυλακισμένοι, πιστεύοντας ότι θα τον ποδοπατούσαν τα άλογα και θα τον θανάτωναν. Όμως τα ζωντανά δεν τον έβλαψαν. Εκείνος προσευχόταν αδιάλειπτα, δοξολογούσε το Θεό και νήστευε.

Σε μερικές ημέρες, αφού είδαν οι Τούρκοι ότι δεν είχε πεθάνει, αποφάσισαν να τον εκτελέσουν. Τον οδήγησαν στη θέση Βουνάκι, έξω από τα τείχη της Σούδας του Κάστρου. Συγκεντρώθηκε πολύ κόσμος και οι αγάδες τον ρώτησαν για τελευταία φορά αν θέλει να γίνει μουσουλμάνος για να σωθεί. Αυτός κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και τότε άρχισαν να του μπήγουν μαχαίρια στο κορμί. Εκείνος, με όση δύναμη του είχε απομείνει φώναζε: «Παναγία βόηθα με»! Στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι και η ψυχή του φτερούγησε στον ουρανό. Ήταν 31 Οκτωβρίου 1754, ετών 23! Το σώμα του το κρέμασαν για παραδειγματισμό. Τότε συνέβη το απροσδόκητο: ένα ανεξήγητο θάμπωμα κατάλαβε όλο το νησί και το σώμα του Μάρτυρα λαμποκοπούσε! Τρία ημερονύχτια έλαμπε το τίμιο λείψανο. Οι Τούρκοι θέλησαν να το καταστρέψουν και έβαλαν φωτιά να το κάψουν. Αλλά δεν το κατάφεραν και γι’ αυτό το έριξαν στη θάλασσα και έγινε άφαντο! Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Οκτωβρίου.

πηγή: Ενωμένη Ρωμιοσύνη

Photo: http//vimaorthodoxias.gr

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ: Ο άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος

Η μνήμη του τιμάται στις 14 Νοεμβρίου

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Ένας από τους εξισλαμισμένους χριστιανούς αγίους Νεομάρτυρες είναι και ο άγιος Νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος, ο οποίος πλήρωσε με το μαρτυρικό του θάνατο την απόφασή του να εγκαταλείψει το Ισλάμ και να επιστρέψει στην Εκκλησία.

Γεννήθηκε στην Ύδρα το 1770, από ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ και την Μαρίνα Δημαρά. Όταν έγινε δεκαοχτώ χρονών αποφάσισε να φύγει από το άγονο νησί και να πάει στη Ρόδο για καλλίτερη ζωή, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις της μητέρας του. Εκεί συνάντησε κάποιους πατριώτες του και άλλαξε διάφορες εργασίες. Κατέληξε στη δούλεψη ενός παντοπώλη, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει πολλούς Τούρκους και Εβραίους και έκανε μαζί τους παρέα. Μάλιστα ένας τούρκος, ονόματι Χασάν Κιρζά, του πρότεινε να παντρευτεί την αδελφή του Μενιρέμ. Ύστερα από αυτό ο παντοπώλης τον απέλυσε και ο Κωνσταντίνος έμεινε άνεργος. Ένας φίλος του Τούρκος μεσολάβησε να γνωρισθεί με τον Τούρκο διοικητή της νήσου Χασάν Καπιτάν, να τον πάρει στην υπηρεσία του στο αρχοντικό του. Ο εργοδότης του εκτίμησε τα χαρίσματά του και τον έκαμε ιπποκόμο του.

Έμεινε κοντά του τρία χρόνια, όπου έζησε στην τρυφή, με τιμές και απολαύσεις. Σε ένα τρικούβερτο γλέντι, κατά τη διάρκεια ενός Ραμαζανιού, μέθυσε και τότε βρήκαν την ευκαιρία οι τούρκοι να τον ντύσουν μουσουλμάνο και να του κάμουν περιτομή, δίνοντάς του το μουσουλμανικό όνομα Χασάν. Το γεγονός μαθεύτηκε σε όλη τη Ρόδο και έφτασε μέχρι την Ύδρα, γεμίζοντας με πίκρα τους γονείς του. Ο πατέρας του δεν άντεξε και πέθανε σε λίγο καιρό και έμεινε η μητέρα του μόνη να θρηνεί μέρα και νύχτα το χαμένο παιδί της! Κάποια χρήματα που της έστειλε δεν τα δέχτηκε και του τα επέστρεψε.

Σε λίγο καιρό αποφάσισε να μεταβεί στην Ύδρα, ντυμένος με τα μουσουλμανικά ενδύματα. Όμως συνέβη το απροσδόκητο, κανένας δεν του μιλούσε. Οι γυναίκες στα σοκάκια έκλειναν τις πόρτες τους να μην τον δουν. Όταν έφτασε στο πατρικό του η μητέρα του δεν του άνοιξε και του είπε: «φύγε ξένε εγώ δεν γέννησα γιο Χασάν, ο γιός μου ο Κωσταντής πέθανε»! Η στάση της μητέρας του τον συγκλόνισε. Αισθάνθηκε ίλιγγο και ζήτησε λίγο νερό από μια γειτόνισσα, εκείνη του έδωσε, αλλά έσπασε τη στάμνα γιατί τη θεώρησε μολυσμένη από τον εξωμότη! Αυτό ήταν, συνήλθε και συνειδητοποίησε το μεγάλο κρίμα του!

Γύρισε στη Ρόδο και έκλαιγε απαρηγόρητα για την άρνηση της πίστης του στον αληθινό Θεό. Τα χρήματά του τα μοίραζε στους φτωχούς. Μέσα στην αφόρητη θλίψη του πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξεπλύνει με το αίμα του την άφρονα επιλογή του. Βρήκε έναν καλό πνευματικό στον οποίο εξομολογήθηκε το σφάλμα του και του κοινοποίησε την απόφασή του να ομολογήσει δημόσια την μεταστροφή του στο Χριστό. Ο εξομολόγος τον συμβούλεψε να φύγει μακριά και να αποφύγει το μαρτύριο, διότι φοβόταν πως δεν θα άντεχε τα μαρτύρια και θα εξισλαμίζονταν για δεύτερη φορά.

Ο Κωνσταντίνος υπάκουσε, πέταξε την τούρκικη αμφίεση και έφυγε για την Κριμαία, όπου δεν υπήρχαν τούρκοι, ζώντας ως συνειδητός Χριστιανός με προσευχή, νηστεία και ασταμάτητα δάκρυα μετανοίας. Μετά από καιρό κατέβηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αναζήτησε έμπειρο πνευματικό να τον συμβουλευτεί πως θα έφτανε στο μαρτύριο. Εκείνος τον παρουσίασε στον Πατριάρχη, άγιο Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος τον άκουσε με προσοχή και του σύστησε να μεταβεί στο Άγιο Όρος για να ενισχυθεί πνευματικά και να πάρει δύναμη, αποτρέποντάς τον να οδηγηθεί στο μαρτύριο, με το φόβο μήπως δειλιάσει.

Ακολουθώντας τις προτροπές του αγίου Πατριάρχη, πήγε στο Άγιο Όρος το 1799, στη Μονή Ιβήρων, όπου έμεινε πέντε μήνες προσευχόμενος και κλαίγοντας νυχθημερόν. Είχε την ευλογία να γνωρίσει τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη (1749-1809), ο οποίος έγινε ο «αλείπτης» του, δηλαδή αυτός που τον προετοίμασε για το μαρτύριό του. Έλαβε μάλιστα και το μοναχικό σχήμα.

Τον επόμενο χρόνο πήρε τις ευλογίες των πατέρων της Μονής και αψηφώντας στις νουθεσίες τους να μείνει κοντά τους, αναχώρησε για τη Ρόδο, για να τακτοποιήσει τη μεγάλη εκκρεμότητά του, έχοντας μαζί του τη δύναμη της Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταΐτισσας. Τράβηξε ίσια για το αρχοντικό του Χασάν, στον οποίο γνωστοποίησε ότι είναι ο Κωνσταντίνος και πρώην Χασάν, που ξανάγινε Χριστιανός. Ο τούρκος αξιωματούχος προσπάθησε να τον πείσει να ασπασθεί ξανά το Ισλάμ, τάζοντάς του χρήματα, τιμές και αξιώματα. Εκείνος όμως έμεινε αμετάπειστος και μάλιστα παρότρυνε τον Χασάν να γίνει και αυτός Χριστιανός, για να απολαύσει την Βασιλεία των Ουρανών! Ο τούρκος έγινε έξαλλος από το θυμό του και έδωσε εντολή να τον ρίξουν στη φυλακή του «Ζιντανίου» στον Πύργο των Ιπποτών και να αρχίσουν τα πιο φρικτά βασανιστήρια, ώσπου να αλλάξει γνώμη.

Σε τρείς ημέρες τον οδήγησαν πάλι μπροστά του, αλλά και πάλι δοκίμασε την απόλυτη άρνηση του Μάρτυρα να μείνει πιστός στο Χριστό. Τότε έδωσε εντολή για πιο επώδυνα βασανιστήρια. Του ξερίζωσαν τα μαλλιά του, του ξέσκισαν τις σάρκες του με σιδερένια νύχια, του έσπασαν τα σαγόνια με πέτρες. Τον λοιδορούσαν λέγοντάς του: «Ας έλθει ο Χριστός σου, να σε σώσει»! Του φόρεσαν χονδρές αλυσίδες και τον έριξαν ξανά στη φυλακή. Κάθε μέρα τον ρωτούσαν αν άλλαξε γνώμη και τον ράβδιζαν ανελέητα πεντακόσιες φορές. Του ξερίζωσαν τα νύχια και τον πέταξαν αιμόφυρτο στη φυλακή, όπου αξιώθηκε να δει ένα βράδυ τον Κύριο, ο Οποίος τον θεράπευσε από τις πληγές του! Μάλιστα το θαύμα αυτό το είχαν δει και οι άλλοι κρατούμενοι, όπως και τούρκοι, οι οποίοι απέδωσαν το θαύμα της θεραπείας του στον Αλλάχ, για να εξισλαμισθεί! Όμως ο μάρτυρας έμεινε εδραίος! Ένα άλλο βράδυ ουράνιο φως έλουσε το κελί του. Το φως αυτό το είδαν όλοι και το πληροφορήθηκε και ο Χασάν. Κάποιος Χριστιανός του πήγαινε κρυφά τη Θεία Κοινωνία στη φυλακή.

Το μαρτύριο κράτησε πέντε μήνες. Ο Χασάν τον κάλεσε για τελευταία φορά να αρνηθεί το Χριστό. Αλλά εκείνος ομολόγησε με μεγαλύτερη δύναμη την χριστιανική του πίστη. Έτσι αποφάσισε να τον θανατώσει, δι’ απαγχονισμού. Ο τριαντάχρονος Μάρτυρας ζήτησε και κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης και έλαβε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου. Ήταν 14 Νοεμβρίου του 1800. Πάνω από το κρεμασμένο άψυχο τίμιο λείψανό του φάνηκε φωτεινός σταυρός. Το σώμα του αγόρασαν οι πιστοί της Ρόδου, το οποίο έθαψαν με τιμές. Το 1803 ήρθες η μητέρα του στη Ρόδο να παραλάβει τα ιερά λείψανα του Μάρτυρα γιού της. Με καμάρι τα μετέφερε στην Ύδρα. Αλλά την ώρα που τα απίθωνε στο μητροπολιτικό ναό ξεψύχησε αγκαλιά με αυτά! Η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Νοεμβρίου, την ημέρα του μαρτυρίου του.

πηγή: https://enromiosini.gr/biografies

photo: imr.gr


ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ: Ο άγιος Νικόλαος ο Καραμάνος εκ Σμύρνης

Η μνήμη του τιμάται στις 6 Δεκεμβρίου

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – καθηγητού

Η Μ. Ασία υπήρξε το λίκνο Αγίων της αρχαίας Εκκλησίας, αλλά και κοιτίδα Νεομαρτύρων στα νεώτερα χρόνια. Μια πλειάδα ηρώων ανδρών και γυναικών αντάλλαξαν τη ζωή τους με το μαρτύριο και το θάνατο για την αγάπη του Χριστού. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ο Καραμάνος από τη Σμύρνη.

Γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μ. Ασίας περί το 1623 από ευσεβείς Χριστιανούς γονείς. Ζούσε ήσυχη ζωή με την οικογένειά του και δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα να τον κακολογήσει κανένας. Φαίνεται ότι τον διέκρινε βαθειά πίστη στο Θεό και ήταν ευλαβής και πιστός Χριστιανός. Όμως κάποια μέρα συνέβη έναν πολύ ατυχές συμβάν. Για κάποια αιτία θύμωσε πολύ και πάνω στην οργή του ξεστόμισε τη φράση: «θα γίνω τούρκος», εννοώντας ότι θα γίνει έξαλλος, εκτός εαυτού από το ινάτι του.

Τον απερίσκεπτο λόγο του άκουσαν και κάποιοι παριστάμενοι τούρκοι, οι οποίοι εξέλαβαν τα λόγια του ως ομολογία πίστης στο Ισλάμ, ως διαβεβαίωση ότι θα γινόταν τούρκος. Τον άρπαξαν και τον οδήγησαν βιαίως στον τούρκο δικαστή, τον κατή, στον οποίο κατάγγειλαν το περιστατικό, ότι μεταστράφηκε στον μουσουλμανισμό και δέχτηκε να γίνει τούρκος υπήκοος. Ζητούσαν από τον κατή να επισημοποιήσει την υποτιθέμενη επιθυμία του, ως μόνος αρμόδιος, σύμφωνα με την οθωμανική δικαιοσύνη.

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως ήταν τακτική των τούρκων να κατασκευάζουν ψεύτικες κατηγορίες στους υπόδουλους Χριστιανούς, από ασήμαντες αφορμές, με σκοπό, αφ’ ενός μεν την τρομοκρατία τους, για να μην σηκώνουν κεφάλι και αφ’ ετέρου, με τον τρόπο αυτόν υποχρέωνα τους δειλούς σε εξισλαμισμό, για να αποφύγουν τα μαρτύρια και το θάνατο.

Ο δικαστής τον ρώτησε αν είναι αληθινή η μαρτυρία των τούρκων μαρτύρων και ο Νικόλαος απάντησε με θάρρος και παρρησία: «Μη γένοιτο, να αρνηθώ ποτέ τον ποιητή και σωτήρα μου, τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό, που πρόκειται να κρίνει ζώντας και νεκρούς και να αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του»! Αρνήθηκε με βδελυγμία την συκοφαντία, την οποία απέδωσε σε σκευωρία εναντίον του. Τότε ο κατής θύμωσε και έδωσε διαταγή να τον δείρουν αλύπητα. Τον παρέλαβαν κάποιοι αγροίκοι στρατιώτες οι οποίοι τον μαστίγωσαν ανηλεώς για πολλή ώρα. Ο Νικόλαος υπόμεινε με γενναιότητα τους φοβερούς πόνους του μαστιγώματος, χωρίς να βγάλει την παραμικρή κραυγή. Τα μόνα του λόγια ήταν προσευχές και επικλήσεις στο Χριστό να τον ενδυναμώσει στη δοκιμασία του.

Βλέποντας ο δικαστής ότι ο Νικόλαος παρέμεινε σταθερός στην πίστη του, έδωσε διαταγή να τον κλείσουν στη φυλακή, χωρίς φαγητό και νερό και να τον ξυλοκοπούν δύο φορές την ημέρα. Έφεραν στη φυλακή την μητέρα του και τη σύζυγό του, οι οποίες προσπάθησαν να τον πείσουν να πει το ναι προσωρινά, να γλυτώσει τα μαρτύρια και το θάνατο και ύστερα βλέπουμε. Αλλά ο Μάρτυς δεν ήθελε να ακούσει τέτοια πρόταση, διότι την θεωρούσε ως προδοσία, έστω και αν ήταν ψεύτικη. Ούτε τα βασανιστήρια, η πείνα και η αφόρητη δίψα τον κατέβαλαν να ενδώσει στους αλλοθρήσκους τυράννους.

Ύστερα από μερικές ημέρες πίστεψε ο δικαστής ότι θα είχε «σωφρονιστεί». Το ισχυρό καθημερινό μαστίγωμα, η δίψα και η πείνα θα είχαν κάμψει κάθε αντίστασή του. Έτσι έδωσε διαταγή να βγάλουν από τη φυλακή και να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο, όπου, όπως πίστευε, θα ομολογούσε την πίστη του στο Ισλάμ και θα δεχόταν να γίνει τούρκος πολίτης. Ο δικαστής τον ρώτησε ξανά αν αποφάσισε να ασπασθεί το Ισλάμ. Μάλιστα άρχισε τα ταξίματα. Του υποσχέθηκε πως αν έλεγε το

ναι θα του δινόταν πλούτη και τιμές. Και τον απείλησε ότι αν δεν δεχόταν τον περίμεναν μαρτύρια και ο βέβαιος θάνατος.

Εκείνος, στάθηκε αγέρωχος, με υψηλό ηρωικό φρόνημα και έδωσε την απάντηση: «Είτε στη θάλασσα με ρίξετε, είτε στη φωτιά με κάψετε, είτε λεπτά κομμάτια με κόψετε, εγώ τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό δεν αρνούμαι»! Και άρχισε να το επαναλαμβάνει συνεχώς και φωναχτά να το ακούν όλοι. Αυτό εξόργισε τον δικαστή και τους παραβρισκόμενους τούρκους. Ο δικαστής προσπάθησε για ύστατη φορά να τον πείσει, με νέες κολακείες και απειλές. Αλλά βλέποντας ότι αυτός ήταν αμετάπειστος τον παρέδωσε στους στρατιώτες να του κάμουν με το ζόρι περιτομή. Τον έδεσαν χειροπόδαρα σε μια κολώνα και του έκαμαν την περιτομή. Ο Μάρτυρας φώναζε με όση δύναμη είχε: «Τι και να με κόβετε; Τον Χριστό μου δεν Τον αρνούμαι. Αυτόν πιστεύω ως αληθινό Θεό. Τούρκος δεν πρόκειται να γίνω»!

Μετά από αυτό και βλέποντας ο δικαστής ότι η περιτομή δεν έφερε αποτέλεσμα, διέταξε να τον οδηγήσουν στη φυλακή και να τον υποβάλλουν σε σκληρότερα βασανιστήρια, τα οποία συγκλόνισαν ακόμα και τους ξένους, οι οποίοι βρισκόταν στη Σμύρνη. Τα βασανίστρια διήρκησαν περισσότερο από ένα μήνα και ο Μάρτυρας τα υπέμεινε με ηρωισμό και καρτερία. Το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά και αγαλλίαση και δόξαζε συνεχώς το Θεό για την μεγάλη τιμή που του δόθηκε να υποφέρει για το όνομά Του και την αγάπη Του.

Βλέποντας ο δικαστής ότι κάθε περαιτέρω προσπάθεια να μεταπειστεί ήταν ανώφελη έβγαλε τη διαταγή: θάνατος διά απαγχονισμού. Τον κρέμασαν το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης 19 Μαρτίου του έτους 1657, σε ηλικία 34 ετών. Το ιερό του λείψανο έμεινε κρεμασμένο, όπως προέβλεπαν οι τουρκικοί νόμοι, τρεις ημέρες κρεμασμένο για παραδειγματισμό. Κατόπιν το ξεκρέμασαν και αγγάρεψαν κάποιους Χριστιανούς να το σύρουν και να το πετάξουν στη θάλασσα. Όμως κάποιοι Φράγκοι ναυτικοί, πλήρωσαν τους τούρκους, το έβαλαν σε δίχτυ και το πήγαν στη χώρα τους όπου το έθαψαν με τιμές Μάρτυρα.

πηγή: https://www.impantokratoros.gr

Photo: https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com

Σχόλια και εντυπώσεις μαθητών σχετικά με το πρόγραμμα:

Εισαγωγική εικόνα: Αθήνα 1801-1806. Οι καταρράκτες του Ιλισού, το Ολυμπιείον, η Ακρόπολη και ο Λυκαβηττός. Τυπώθηκε στο Λονδίνο το 1821. Ζωγράφος: Edward Dodwe

πηγή: https://www.lifo.gr/now/athens/ta-thammena-potamia-tis-athinas

Ευχαριστώ όλους τους μαθητές και ιδιαίτερα τις μαθήτριες που συνεργάστηκαν με προθυμία για να φέρουμε σε πέρας αυτό το πρόγραμμα. Εύχομαι σε όλους και όλες ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!