Πολλοὶ ρωτοῦν: Τί κακὸ ὑπάρχει στὸν λεγόμενο Οἰκουμενισμό; Γιατὶ μιλοῦν μερικοὶ γιὰ παναίρεση καὶ μολυσμό καὶ γιατὶ κατηγοροῦνται οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ Ἱερεῖς (ποὺ δὲν ἀπομακρύνονται ἀπο τοὺς Οἰκουμενιστές), μιᾶς καὶ ἡ ὅλη αὐτὴ ἡ κίνηση ἐπιβάλεται ἀπὸ τὶς σημερινὲς συνθῆκες, κρίνεται ἀναγκαῖο νὰ παρατεθοῦν οἱ παρακάτω διαπιστώσεις ἀναφορικὰ μὲ τὸν χαρακτῆρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ:
Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι:
ἀφοῦ ἀπαιτεῖ κατανόηση γιὰ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ἀναγνωρίζει στὶς αἱρέσεις καὶ στὶς διαφορετικὲς θρησκεῖες συμμετοχὴ στὸ σωτηριακὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, μερικὲς μάλιστα τὶς ὀνομάζει παρανόμως ἀβρααμικές. Κατὰ τὸν Παῦλο ὅμως οἱ τῆς Πίστεως οὗτοι υἱοὶ Ἀβραὰµ κληθήσονται (Γαλ. 3,7). «οἱ ἐκ πίστεως, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Ἀβραάμ».
ἀφοῦ κατὰ τὴν Ζηζιούλεια «θεολογία» ἀναγνωρίζεται πρωτεῖο στὸν Πατέρα, τὸ ὁποῖο ὑποβι-βάζει αὐτομάτως τὸ Υἱόν. Τὸν ὑποβιβασμὸ αὐτὸν προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν καὶ ὁ Ἀρειανισμός καὶ ὁ Νεστοριανισμός. Παράλληλα, ἀφοῦ ἀναγνωρίζουν τοὺς Μονοφυσίτες ὡς Ἐκκλησίες, ἀναγνωρίζουν καὶ τὴν αἵρεσή τους -περὶ μίας φύσεως τοῦ Χριστοῦ- ὡς δόγμα ἐρχόμενοι εἰς ἀντίθεση μὲ τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα Πίστεως.
ἀφοῦ ἀναγνωρίζει τοὺς Παπικοὺς παρὰ τὸ «φιλιόκβε» ὡς Ἐκκλησία καὶ τοὺς ἀποδίδει ἱερωσύνη καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή.
ἀφοῦ μὲ τὸ «πρωτεῖο τοῦ Πατρός» ὑποβιβάζονται ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Παράλληλα διδάσκουν, ὅτι «ἡ κοινωνία τῶν Τριῶν Προσώπων γίνεται ἑνότητα μόνο σὲ ἕνα πρόσωπο, τὴν ὑπό-σταση τοῦ Πατρός» Αὐτὴ ἡ διδασκαλία εἶναι παντελῶς ἀντιορθόδοξη.
ἀφοῦ μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς Θεωρία τῶν Κλάδων, τῆς Θεωρίας τῆς Περιεκτικότητας, καὶ μὲ τὰ πολλὰ σὲ διακηρύξεις ὑπογραφθέντα κείμενα ἀναγνωρίζονται πολλὲς Ἐκκλησίες ἀντὶ γιὰ μία καὶ ἀκυρώνεται ἡ ἀρνητικὴ ἀπάντηση στὸ ρητορικὸ ἐρώτημα «μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α Κορ. 1,13). Συγχρόνως ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ἀπόψεις περὶ ἐπανίδρυσης τῆς Ἐκκλησίας, πράγμα ποὺ τοὺς ἀναδεικνύει πάλι καὶ ὡς Χριστομάχους.
ἀφοῦ οἱ Οἰκουμενιστὲς συμπροσεύχονται μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὴν Παρθενίαν καὶ τὴν ὀνομασία «Θεοτόκος» τῆς Παναγίας μας ἢ ποὺ διδάσκουν, ὅπως οἱ Παπικοί, διδασκαλίες περὶ «ἀσπίλου συλλήψεως» τῆς Θεοτόκου .
ἀφοῦ συμπροσεύχεται καὶ ἀναγνωρίζει ὡς «Ἐκκλησία» αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ὡς «ἅγιο» τὸν Καρλομάγνο, ποὺ κατεδίκασε τὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὴν θεολογία καὶ τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων.
ἀφοῦ ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στὴν προσφώνησή του, κατὰ τὴν θρονικὴ ἑορτὴ τοῦ Πατριαρχείου στὶς 30/11/1998 πρὸς τὴν παπικὴ ἀντιπροσωπεία ἰσχυρίστηκε ὅτι «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχὴ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χείρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ»!
ἀφοῦ πάλι ὁ Πατριάρχης χαρακτήρισε τοὺς Κανόνες ὡς «τείχη τοῦ αἴσχους» ποὺ πρέπει νὰ διαγραφθοῦν καὶ οἱ οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι τοὺς καταπατοῦν καὶ τοὺς ἐρμηνεύουν κατὰ τὸ δοκοῦν.
ἀφοῦ ἀναγνωρίζει μυστήρια, ἀπο-στολικὴ διαδοχὴ καὶ βάπτισμα στοὺς αἱρετικούς.
ἀφοῦ προωθεῖ ἀλλαγὲς καὶ ἀλ-λοιώσεις στὴν Θεία Λειτουργία καὶ στὴν γλώσσα της.
ἀφοῦ ἀθετεῖ τὸν πραγματικὸ ρόλο τοῦ Ἐπισκόπου ὡς ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀληθείας, τὸν ἀναδεικνύει ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, παραμερίζοντας τὸν Χριστὸ καὶ ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας ἄνευ τοῦ Ἐπισκόπου, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.
ἀφοῦ ἀποκλείει τὸ ποίμνιο ἀπὸ τὸν ρόλο του στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ὑποβιβάζει σὲ ἐπίπεδο «εὐσεβῶν βοῶν», τοῦ ἀφαιρεῖ τὸ δίκαίωμα τοῦ ἐλέγχειν σὲ θέματα πίστεως καὶ ἀπαιτεῖ συμπόρευση στὴν αἵρεση.
ἀφοῦ ἀποκρύπτοντας καὶ παραχα-ράσσοντας τὴν Μίαν καὶ μοναδικὴ Ἀλήθεια τοῦ Χρι-στοῦ, ἀποκλείει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ σωτηριολογικὸ ἔργο Του καὶ τοὺς διδάσκει τὴν ὁδὸ τῆς ἀπωλείας.