Ἄσε νὰ κάτσω δίπλα σου καὶ πές μου ἱστορίες• θέλω νὰ λύσω σήμερα δικές μου ἀπορίες. Θέλω ν᾽ ἀκούσω νὰ ἱστορῆς γιὰ χρόνια περασμένα, μὴ φύγουμε στὰ ξαφνικὰ καὶ μείνουν ξεχασμένα. Δὲν θέλω οὔτε μιὰ στιγμὴ ν᾽ ἀφήσω νὰ μοῦ φύγη τώρα ποὺ σ᾽ ἔχω δίπλα μου• τὸ ζήτημα …ἐπείγει. Τοῦτο τὸ στόμα ποὺ λαλεῖ κάποτε θὰ σιγήση κ᾽ ἡ καρδερίνα ἡ γλυκειὰ δὲν θὰ ξαναλαλήση. Ἄσε νὰ κάτσω καὶ νὰ λὲς πῶς πέρασ᾽ ἡ ζωή σου• κι ὅταν τελειώσουμε, ἁπλᾶ μοῦ δίνεις τὴν εὐχή σου. Πές μου ξανὰ γιὰ τὴ γλυκειὰ τὴν ὄμορφη πατρίδα, ἐκεῖ ποὺ πρωτοαντίκρυσες τὴν πρώτη ἡλιαχτίδα. Καὶ πές μου γιὰ τ᾽ ἀνέμελα τὰ παιδικά σου χρόνια, γιὰ τὸν σκληρὸ ξερριζωμό, τὴν πίκρα, τὴ συμπόνια. Γιὰ τὶς παράγκες νὰ μοῦ πῆς καὶ γιὰ τὴν προσφυγιά σου, γιὰ τοὺς γονεῖς, τ᾽ ἀδέρφια σου καὶ γιὰ τὴ φαμελιά σου. Θέλω νὰ κάτσω δίπλα σου κ᾽ ἐσὺ νὰ ἱστορήσης ἀργὰ - ἀργὰ τὸ παρελθόν, τὶς τόσες ἀναμνήσεις. Βυζαντινή μου ἀρχόντισσα, Πολίτισσα κυρά μου, γιὰ σένα ἦρθα σήμερα καὶ κάθησε κοντά μου. Γοργὰ περνοῦν οἱ μέρες μας, γοργὰ κυλοῦν τὰ χρόνια, καὶ οὔτ᾽ ἐγὼ οὔτε κ᾽ ἐσὺ θὰ ζήσουμε αἰώνια. Γι᾽ αὐτὸ σοῦ λέω, μάτια μου, θὰ ᾽ρθῶ γιὰ νὰ τὰ ποῦμε καὶ τὰ παλιὰ σιγὰ - σιγὰ νὰ ξαναθυμηθοῦμε. Καὶ μιὰ γουλιὰ γλυκὸ κρασὶ θὰ πιοῦμε στὴν ὑγειά σου• κι ἀφοῦ τὸ χρέος ἔγινε, γλυκειὰ Ματίνα, γειά σου. 16-12-1999 Κ. Δόλια |