Σύλληψις
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποφοίτησί του, ὁ π. Ἰουστῖνος ὡρίστηκε κοσμήτορας καὶ τοῦ ἀνατέθηκε ἡ ἔκδοσι ἑνὸς περιοδικοῦ ποὺ ὑπηρετοῦσε τὴν κομμουνιστικὴ προπαγάνδα τῆς Ῥουμανίας. Ὁ π. Ἰουστῖνος ὅμως ἀρνήθηκε νὰ διδάξῃ τὴν ἀθεΐα στοὺς μαθητάς του καὶ ἀντ᾿ αὐτοῦ δίδασκε τὶς χριστιανικὲς καὶ ἐθνικὲς ἀξίες. Ἔτσι, τρεῖς μέρες ἀφ᾽ ὅτου εἶχε ἀναλάβει τὴ θέσι αὐτή, συνελήφθη στὶς 14 Μαΐου στὶς 3 τὸ πρωί. Πέντε ἄνδρες τῆς Ῥουμανικῆς μυστικῆς ἀστυνομίας εἰσέβαλαν ξαφνικὰ στὸ δωμάτιό του μὲ προβολεῖς καὶ τὸν ὡδήγησαν στὴν αὐλή, ὅπου τὸν ἔβαλαν μέσα σ᾿ἕνα μαῦρο αὐτοκίνητο μὲ φιμὲ τζάμια.
Πρὸς μεγάλη του ἔκπληξι ὁ π. Ἰουστῖνoς βρῆκε ἐκεῖ πολλοὺς ἐπιφανεῖς Ῥουμάνους· δικηγόρους, ἱερεῖς, καθηγητὰς κ.λπ.. Ποῦ θὰ τοὺς πήγαιναν ὅμως; Ἐπὶ μιάμιση ὥρα τὸ αὐτοκίνητο περιφερόταν ἁπλᾶ γύρω ἀπὸ τὴν πόλι, χωρὶς αὐτὸ νὰ γίνῃ ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς κρατουμένους, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς ἐκφοβίσουν. Στὴ συνέχεια τοὺς ἀνέβασαν στὸ πατάρι τοῦ κτηρίου, ὅπου ὑπῆρχαν κι ἄλλοι κρατούμενοι, καὶ τοὺς ὑποχρέωσαν νὰ εἶνε ξαπλωμένοι μπρούμυτα κάτω στὸ πάτωμα. Τοὺς φρουροῦσαν –ἐκτὸς ἀπὸ εἰδικούς φρουρούς– καὶ σκύλοι, ποὺ βρίσκονταν στὰ πόδια καὶ στὸ λαιμό τους, ἕτοιμοι νὰ τοὺς μπήξουν τὰ αἰχμηρά τους δόντια σὲ περίπτωσι ποὺ θὰ κινοῦνταν ἔστω καὶ λίγο. Οἱ φωνὲς τῶν Ῥώσων φρουρῶν «Μὴν κινεῖσαι, ἀλήτη» ἠχοῦσαν στὰ αὐτιὰ τῶν κρατουμένων κ᾽ἔτσι θὰ τοὺς προσφωνοῦσαν γιὰ τὰ ἑπόμενα 17 χρόνια τῆς ζωῆς τους· «ἀλήτη τοῦ ἔθνους».
Οἱ ἀνακρίσεις ἄρχισαν τὸ Μάιο καὶ τελείωσαν τὸν Αὔγουστο. Προσπαθοῦσαν μέσῳ τῶν ἀνακρίσεων νὰ παγιδεύσουν ἀθῴους κάνοντάς τους ἀπανωτὲς ἐρωτήσεις. Μέσα στὸ δωμάτιο ὑπῆρχαν 70 κρατούμενοι χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ἔχουν μεταξύ τους ἐπικοινωνία. Συνήθως ἔβαζαν ἀνάμεσά τους καὶ κάποιους προδότες, γιὰ νὰ ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιβαρύνουν τὴ θέσι τῶν κρατουμένων καὶ γιὰ νὰ ἔχουν ἐπὶ πλέον ἐνοχοποιητικὸ ὑλικὸ εἰς βάρος τους σὲ περίπτωσι συνεννοήσεως γιὰ «τυχὸν ἐπανάστασι».
Ὅταν τελείωσαν οἱ ἀνακρίσεις στὴ Ῥουμανία, οἱ κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στὴν Suceava, ὅπου συνεχίστηκαν οἱ ἀνακρίσεις, οἱ ξυλοδαρμοί, τὰ ψυχολογικὰ καὶ σωματικὰ βασανιστήρια. Οἱ κρατούμενοι ὑποχρεώθηκαν νὰ ὑπογράψουν ὅτι δῆθεν ἦταν ἐγκληματίες καὶ ἔτσι κατέληξαν νὰ καταδικαστοῦν σὲ 15 χρόνια φυλάκισι. Ἦταν πολλοὶ οἱ ἀθῷοι πολῖτες ποὺ πέθαναν στὶς φυλακές, μιᾶς καὶ στὴ Ῥουμανία ἐπικρατοῦσε ἕνα κλίμα ἐκφοβισμοῦ καὶ ἦταν πολλοὶ ποὺ βρίσκονταν φυλακισμένοι χωρὶς κανένα λόγο, μὲ τὴ ῥετσινιὰ τοῦ «προδότη», τοῦ «ἐχθροῦ τοῦ κράτους» καὶ τοῦ «λῃστῆ», γιὰ νὰ φανοῦν ἐπιτυχημένες οἱ ἀρχὲς τῆς Ῥουμανίας στὶς ἀρχὲς τῆς Μόσχας. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν σατανικά, ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ εἶχαν ἐξαπολυθῆ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἐναντίον μιᾶς ὁλόκληρης κοινωνίας.
Ἡ δίκη στὴ Suceava
Ἀργότερα, τὸ 1948, ἔγινε ἡ δίκη τοῦ π. Ἰουστίνου στὴ Suceava μέσα στὴ φυλακὴ κατὰ τὶς βραδινὲς ὧρες. Καταδικάστηκε σὲ 12 χρόνια φυλάκισι καὶ καταναγκαστικὰ ἔργα γιὰ πολιτικοὺς λόγους. Οἱ περισσότεροι φυλακισμένοι ἦταν πάνω ἀπὸ 30 χρονῶν. Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς οἱ φυλακισμένοι κατάλαβαν, ὅτι οἱ Ἀμερικανοὶ δὲν θὰ ἔρχονταν νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν καὶ ἔτσι ἄρχισαν νὰ συμβιβάζωνται μὲ τὶς συνθῆκες. Συνειδητοποίησαν, ὅτι οἱ ἄθλιες καὶ ταπεινὲς συνθῆκες τῆς φυλακῆς ἦταν πραγματικὰ μιὰ πηγὴ ἀπαθείας. Ὁ ἴδιος ὁ π. Ἰουστῖνος διηγεῖται, ὅτι ἐκείνη ἡ περίοδος τῆς φυλακίσεώς του ἦταν περίοδος περισυλλογῆς, ἠρεμίας καὶ ἀναζητήσεως τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Μέσα ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία βρῆκε πνευματικὴ παρηγοριά. Τότε κατάλαβε τὴν ἐξάρτησί του ἀπὸ τὸ Θεό, τὸ ὅτι δὲν εἶνε μόνος του καὶ τὸ ὅτι μεγαλώνει καὶ ὡριμάζει κανεὶς πνευματικὰ ἀνακαλύπτοντας τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μέσα ἀπὸ τὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμούς. Ὑπέφερε τὸ μαρτύριο μὲ χαρά, προσφέροντάς το ὡς ἐξιλέωσι τῶν δικῶν του ἁμαρτιῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔθνους του. Ἔμαθε νὰ προσεύχεται ἀληθινὰ μέσα στὶς κακουχίες καὶ τὰ βασανιστήρια. Σημειώνει ἐπὶ πλέον ὁ π. Ἰουστῖνος ὅτι, ἂν κάποιος θελήσῃ νὰ ψάξῃ στὶς φυλακὲς τοῦ Piteşti, τῆς Aiud καὶ τῆς Gherla, θὰ βρῇ λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους ἱερὰ λείψανα μαρτύρων, ποὺ εἶνε ἡ ἀπόδειξι τῆς ἁγιότητος αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ποὺ πέθαναν μαρτυρικὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης ἔλεγε ὅτι, ἂν σηκώνῃς τὸ βάρος ποὺ ἔχει ἐναποθέσει ὁ Θεὸς στοὺς ὤμους σου μὲ συνετὸ τρόπο, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου αὐτὸ ἁγιάζει, καθαρίζει καὶ φωτίζει τὴν ψυχὴ καὶ σπάζει τὶς πύλες τοῦ σκότους μέσα σου.
Aiud Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1949 ὁ π. Ἰουστῖνος μεταφέρθηκε στὶς φυλακὲς τῆς Aiud, γνωστὲς καὶ ὡς «φρούριο τοῦ θανάτου», μέσα σ᾿ἕνα βαγόνι τραίνου μαζὶ μὲ ἄλλους 130 φυλακισμένους κάτω ἀπὸ ἀπάνθρωπες συνθῆκες. Τὸν ἔκλεισαν σ᾿ἕνα κελλὶ μὲ ἄλλους δύο κρατουμένους, ἀκολουθώντας τὸ φοβερὸ ἐξοντωτικὸ πρόγραμμα ἐπανεκπαιδεύσεως μέσα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Γιὰ τρεῖς μῆνες οἱ κρατούμενοι ἔτρωγαν μόνο κρεμμύδια καὶ λάχανο, ὑπομένοντας τὸ κρύο, τὰ βασανιστήρια, τὴν πεῖνα, τοὺς ξυλοδαρμούς, τὴν ἔλλειψι ὕπνου, φωτὸς καὶ ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ καὶ καθαροῦ ἀέρα. Πολλοί, μὴ ἀντέχοντας ὅλα αὐτά, πέθαιναν μέσα στὶς φυλακές. Οἱ φρουροὶ ἔβαφαν μαύρους τοὺς τοίχους τῶν κελλιῶν, γιὰ νὰ γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὴ ὁποιαδήποτε γραφὴ ποιημάτων, περικοπῶν Εὐαγγελίων ἢ ἀκόμη καὶ τῆς θ. Λειτουργίας, γιατὶ ἀνάμεσα στοὺς φυλακισμένους ἦταν οἱ πιὸ διανοούμενοι, ἐνάρετοι καὶ ἐπιφανεῖς ἄνδρες τῆς Ῥουμανίας. Ὁ π. Ἰουστῖνος περιγράφοντας τὶς ἀπάνθρωπες συνθῆκες κρατήσεως σημειώνει· «Ὅλοι οἱ φυλακισμένοι βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τῆς Θείας Προνοίας. Δὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ περιγράψῃ κανεὶς τὶς συνθῆκες κρατήσεως. Εἶχαν φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο ἀδυναμίας, ποὺ κρατιοῦνταν ἀπὸ τοὺς τοίχους γιὰ νὰ περπατήσουν. Συνέχεια τοὺς μετακόμιζαν ἀπὸ κελλὶ σὲ κελλί, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ φιλίες μεταξὺ τῶν φυλακισμένων. Ἂν δὲν ἔκαναν ὑπακοὴ στὶς αὐστηρὲς ἐντολὲς τῶν φρουρῶν, τότε τοὺς μετέφεραν σὲ τελεία ἀπομόνωσι γιὰ πέντε μέρες σ᾽ἕνα ὑγρὸ κελλὶ χωρὶς παράθυρα, μὲ τσιμεντένιο πάτωμα, δίνοντάς τους νὰ πιοῦν ἐλάχιστο νερὸ τὸ βράδυ. Τὰ σώματα τῶν νεκρῶν ῥίχνονταν στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καὶ ἔτσι δημιουργήθηκε ὁ ὁμαδικὸς τάφος γνωστὸς ὡς «τὸ φαράγγι τῶν σκλάβων». Οἱ φρουροὶ ἔμπηγαν στὴν καρδιὰ τοῦ νεκροῦ ἕνα μαχαίρι, γιὰ νὰ εἶνε βέβαιοι ὅτι εἶχαν πεθάνει καὶ δὲν θὰ προσπαθοῦσαν νὰ διαφύγουν. Τότε ἄρχισαν νὰ διαρρέουν στὴ Δύσι πληροφορίες γιὰ τὴν κατάστασι καὶ ἡ Ἀμερικὴ ξεκίνησε νὰ ἀσκῇ πιέσεις στὴ Ῥουμανικὴ κυβέρνησι. Ἡ ἀντίδρασι τῶν Ῥουμανικῶν ἀρχῶν ἦταν ἡ ἄμεση ἐκτέλεσι τῶν φυλακισμένων.
Baia Sprie
Τὸ 1952 ὁ π. Ἰουστῖνος στέλνεται στὸ Baia Sprie σ᾿ἕνα ὀρυχεῖο ἁλατιοῦ. Ὁ Κύριος τὸν προστάτευσε νὰ μὴν πάῃ στὶς φοβερὲς φυλακὲς τοῦ Piteşti. Ἡ δουλειά του ἦταν νὰ σέρνῃ ἕνα βαγονέττο καὶ νὰ βαδίζῃ πολλὰ χιλιόμετρα κάθε μέρα. Ὅλοι οἱ φυλακισμένοι ἦταν ἄνθρωποι μὲ ἦθος· ἱερεῖς, καθηγηταί, φιλόσοφοι, συγγραφεῖς, ἀγρότες. Δούλευαν μὲ καλὴ διάθεσι, φωνάζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, «πάτερ, φέρε μου ἕνα σφυρί», «πάτερ, φέρε τὸ τάδε», «καθηγητά, βοήθησέ με». Ὅταν τὸ ἀντιλήφθηκαν αὐτὸ οἱ φρουροί, τοὺς ἀπαγόρευσαν νὰ φωνάζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τὸ ὄνομά τους καὶ τοὺς κρέμασαν ταμπέλλες μὲ ἀριθμούς.
Ὅμως οἱ φύλακες εἶχαν μείνει ἔκθαμβοι ἀπὸ τὸ ἦθος τους καὶ κάποιες φορὲς τοὺς ἔφερναν πρόσφορα καὶ κρασὶ γιὰ νὰ τελεσθῇ ἡ θεία Λειτουργία. Μιὰ φορὰ μάλιστα ἔφεραν 10 λίτρα κρασὶ στὴ φυλακὴ καὶ κοινώνησαν 4.000 - 5.000 ἄνδρες. Ὅταν τό ᾽μαθαν αὐτὸ οἱ ἀρχές, ἄλλαξαν ἀμέσως τοὺς φρουρούς.
Οἱ συνθῆκες τῆς δουλειᾶς στὸ ὀρυχεῖο ἦταν πολὺ δύσκολες. Οἱ πιὸ δυνατοὶ σήκωναν τὰ βαρειὰ ἐργαλεῖα μέσα σὲ θερμοκρασίες 95-104οF (35- 40οC), ἀναπνέοντας μὲ μεγάλη δυσκολία· λασπωμένοι, βρώμικοι καὶ δουλεύοντας σὲ βάθος 1.300 ποδιῶν (39 μέτρων) κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Τὸ νερὸ περιεῖχε μεγάλη ποσότητα ἁλατιοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα, ὅταν ἔπεφτε πάνω στὸ δέρμα, νὰ προκαλῇ φουσκάλες, οἱ ὁποῖες στὴ συνέχεια δημιουργοῦσαν πληγές, ἔβγαινε τὸ δέρμα καὶ ἔμοιαζαν σὰν λεπροί. Τὸ 1953 τὸ φαγητό τους περιωρίστηκε στό ¼ ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ συνήθως ἔτρωγαν καὶ ἡ δουλειὰ ὑποχρεωτικὰ αὐξήθηκε γιὰ τὸν κάθε φυλακισμένο.
Ἕνα βράδυ, ἐνῷ ὁ π. Ἰουστῖνος ξεκουραζόταν, εἶχε ἕνα ὅραμα. Εἶδε στὴν ἄκρη τοῦ τοῦνελ μιὰ ἀκτίνα φωτός, ποὺ ἀκολουθώντας την ἔφτασε 200 μέτρα ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ εἶχε γεννηθῆ. Πῆρε θάρρος καὶ τὸ ἀποκάλυψε στοὺς συμφυλακισμένους του λέγοντας, ὅτι δὲν θὰ πεθάνουν στὴ φυλακή.
Τὸ 1954 ὁ π. Ἰουστῖνος μεταφέρθηκε στὸ Cherla, στὶς φυλακὲς γιὰ πολιτικοὺς κρατουμένους, κι ἀπὸ᾽κεῖ σὲ διάφορες ἄλλες φυλακές. Τὸ 1956 ὅλες οἱ φυλακὲς ἔκαναν ἀπεργία πείνας γιὰ 40 μέρες. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ π. Ἰουστῖνος μεταφέρθηκε πάλι στὶς φυλακὲς τῆς Aiud γιὰ τὰ ἑπόμενα τέσσερα χρόνια. Ἡ θέα τοῦ θανάτου βρισκόταν συνεχῶς μπροστά του καὶ θεωροῦσε τὴν κάθε μέρα ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ μετάνοιά του.
Μετὰ ἀπὸ 12 χρόνια φυλακίσεως, βρῆκαν τὸν σταυρὸ τοῦ π. Ἰουστίνου, τὸν ὁποῖο ἔκρυβε στὴ μπότα του, καὶ τὸν ἔσπασαν μπροστὰ στὰ μάτια του, πετώντας τον στὸ πάτωμα. Τὸν ὡδήγησαν στὴν ἀπομόνωσι δίνοντάς του ἐλάχιστο ἁλατισμένο νερὸ καὶ ἐλάχιστο ψωμί. Τὸ 1960 εἶχε ἐκτελέσει τὴν ποινὴ τῶν 12 χρόνων φυλακίσεως, ἀλλὰ ἐπειδὴ στὶς ἐρωτήσεις τῶν ἀνακριτῶν γιὰ τὸ τί σκόπευε νὰ κάνῃ μόλις ἀπελευθερωθῇ ἀπάντησε, ὅτι θὰ συνέχιζε νὰ ὑπηρετῇ τὴν Ἐκκλησία, ἀντὶ νὰ τὸν ἀφήσουν ἐλεύθερο, τοῦ ἐπέβαλαν ἄλλα τέσσερα χρόνια ἐγκλεισμοῦ καὶ καταναγκαστικῶν ἔργων στὶς φυλακὲς τῆς Peripravas.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Α΄ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
[ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Orthodox Word,
τ. 292/Σεπτ.-Ὀκτ. 2013,
μετάφρασις ἱ. μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης]