- Η ΕΛΞΗ ΤΗΣ ΓΗΣ

λα πεθαίνουν πρὶν πεθάνω, δὲν ξέρω τώρα τί νὰ κάνω. Ὅλα τὰ μέλη μου ξεφτίσαν, πούπουλα ἦταν καὶ μαδήσαν. Ἕλκει ἡ γῆ κάθε δικό της, τὸ χωματένιο μερτικό της· σ᾽ αὐτὴν ἀνήκει καὶ τὸ θέλει κι ἂν σὲ πονάη δὲν τὴν μέλει. Ἕλκει κι αὐτὰ τὰ δάκρυά μου, ποὺ τρέχουνε στὰ μάγουλά μου,

καὶ τὰ μαλλιά μου ταλανίζει,

τὰ ρίχνει κάτω καὶ τ᾽ἀσπρίζει.

Ἕλκει τὰ δόντια μου ἕνα - ἕνα·

μαργαριτάρια τὰ καημένα,

κάποτε τόσο μὲ στολίζαν

κι ὅλους τοὺς γύρω μου ζαλίζαν.

Πέφτουν οἱ ὦμοι μου καὶ γέρνουν,

τὰ γόνατά μου δὲν μὲ σέρνουν·

κλίνουν στὴ γῆ ὅλα τὰ μέλη,

δικά της εἶναι καὶ τὰ θέλει.

Ἡ γῆ ζητάει τὸ μερτικό της,

ὅ,τι νομίζει γιὰ δικό της·

καὶ πρὶν πεθάνω μὲ πεθαίνει,

μὰ τὴν ψυχή μου ἀνασταίνει.

Δίνω στὴ γῆ ὅ,τι ζητάει,

τούτη τὴ σάρκα ποὺ πονάει,

σὰν γαλοπούλα τὴ μαδάει·

χάνεται, σβήνει καὶ σκορπάει.

Ὡστόσο ἀκόμη ζῶ κ᾽ἐλπίζω·

τὸν Κύριό μου ἀντικρύζω

κι ὅλο ζητῶ τὸ ἔλεός του·

ὁ ἑαυτός μου εἶν᾽ δικός Του.

Μὰ τὴν ψυχὴ δὲν παραδίνω,

στὸν Κύριό μου τὴν ἀφήνω.

Εἶναι Αὐτὸς τ᾽ ἀφεντικό μου,

τοῦ δίνω τὸ λογιαριασμό μου.

Καὶ τὴν ψυχὴ σὰν παραδώσω,

νὰ δοῦμε, γῆ, τί θὰ σοῦ δώσω;

ποὺ μοῦ τὰ πῆρες ζῶσα ἀκόμα

καὶ τά ᾽κανες νερὸ καὶ χῶμα!

Κ. Δόλια