- Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ
Μιὰ φορὰ ἦταν ἕνας γέρος πολὺ φτωχὸς κ᾽ εἶχε κάμποσα παιδιά. Κάθε μέρα ἔπαιρνε τὸ γαϊδούρι του, πήγαινε στὸ δάσος κ᾽ ἔκοβε μὲ τὸ πελέκι του ξύλα• χτυποῦσε ἀπὸ δῶ, χτυποῦσε ἀπὸ κεῖ, ὅσο μποροῦσε.
Μιὰ μέρα ἔρχεται μπροστά του ἕνα λιοντάρι καὶ τοῦ λέει•
–Κάτσε, γέρο, νὰ ξεκουραστῇς κ᾽ ἐγὼ νὰ σοῦ κόψω τὰ ξύλα, νὰ φορτώσῃς τὸ ζῷο σου, νὰ πᾶς νὰ τὰ πουλήσῃς καὶ νὰ πάρῃς τίποτε τῶν παιδιῶν σου νὰ φᾶνε.
Ἔτσι κ᾽ ἔγινε. Ἔκατσεν ὁ γέρος νὰ ξεκουραστῇ, τοῦ ἔκοψε τὸ λιοντάρι τὰ ξύλα, φόρτωσε τὸ γαϊδούρι του κ᾽ ἔφυγεν ὁ γέρος...
Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες ξαναπῆγεν ὁ γέρος στὸ δάσος καὶ τὸ λιοντάρι τοῦ εἶπε•
–Φέρνε, γέρο, τὸ ζῷο σου κάθε μέρα, νὰ σοῦ τὸ φορτώνω ξύλα.
Ἀπὸ τὶς πολλὲς φορές, μιὰ μέρα ἔκανε ζέστη φοβερή. Κουράστηκε τὸ λιοντάρι κόβοντας τὰ ξύλα καὶ εἶπε•
–Κάτσε, γέρο, ἀπὸ κάτω ἀπ᾽ τὴν ἐλιὰ ποὺ ἔχει δροσιά, νὰ ρθῶ κ᾽ ἐγὼ νὰ βάλω τὸ κεφάλι μου πάνω στὰ γόνατά σου, νὰ ξεκουραστῶ.
Ἀκούμπησε τὸ κεφάλι του στὰ γόνατα τοῦ γέρου καὶ τὸν ἐρώτησε•
–Εἶμαι ὄμορφος, μπάρμπα;
–Εἶσαι ὄμορφος, γυιέ μου.
–Εἶμαι ἀντρειωμένος;
–Εἶσαι, λιοντάρι μου, εἶσαι!
–Εἶμαι καὶ νιούτσικος;
–Εἶσαι.
–Εἶδες τί παλληκάρι εἶμ᾽ ἐγώ; ἔχω ὅλα τὰ χαρίσματα!
–Τὰ ἔχεις ὅλα τὰ καλά, μὰ ἔχεις κ᾽ ἕνα μεγάλο κακό• βρωμάει πολὺ τὸ στόμα σου!
Τὸ λιοντάρι ἀμέσως σηκώθηκε, φόρτωσε τὰ ξύλα στὸ γάιδαρο καὶ εἶπε στὸ γέρο•
–Ἔλα τώρα, πάρε τὸ πελέκι σου καὶ δός μου μιὰ μέσα στὸ σβέρκο.
–Ποτέ δὲν θὰ τὸ κάνω αὐτό, γυιέ μου, νὰ χτυπήσω μέσ᾽ στὸ σβέρκο μὲ τὸ πελέκι ἕνα πλάσμα ποὺ μοῦ ἔκαμε τόσο καλό!
–Μὰ ἐγὼ τὸ θέλω, εἶπε τὸ λιοντάρι.
Κι ὁ γέρος τοῦ ἔδωσε μιὰ μὲ τὸ πελέκι του καὶ τοῦ ἄνοιξε μιὰ πληγὴ δυὸ δάχτυλα βαθειά.
Πήγαινε πάλι κάθε μέρα ὁ γέρος στὸ δάσος καὶ τὸ λιοντάρι, ἔτσι πληγωμένο ποὺ ἦταν, ἔκοβε ξύλα κι ὁ γέρος τὰ φόρτωνε στὸ ζῷο του.
Ἅμα πέρασε ἀρκετὸς καιρός, τοῦ λέει τὸ λιοντάρι•
–Κοίτα, γέρο, πῶς σοῦ φαίνεται ὁ σβέρκος μου;
–Ἔγιανε τέλεια, καλὲ γυιέ μου! τοῦ λέει ὁ γέρος.
–Κοτζά μου πληγὴ ἔγιανε, τοῦ ἀπαντᾷ, μὰ ὁ λόγος ποὺ μοῦ εἶπες, πὼς βρωμάει τὸ στόμα μου, ἔμεινε μέσα στὴν καρδιά μου, καὶ ἄιντε φύγε καὶ νὰ μὴ ξανάρθῃς πιά, γιατὶ θὰ σὲ φάω.
Γι᾽ αὐτὸ λένε: Ἡ μαχαιριὰ γιανίσκει (γιατρεύεται) μὰ ὁ κακὸς λόγος μεινίσκει (μένει).
(Γ.Α. Μέγα, Ἑλληνικὰ παραμύθια, ἐκδ. Ἰ.Δ. Κολλάρος, Ἀθῆναι 1978)