τοῦ ἀρχιμ. Λαυρεντίου Γρατσία
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ ἁγίου Νικολάου εἶνε γνωστά. Σύντομα μόνο θυμίζω μερικὲς πτυχές του ποὺ ἐνέπνευσαν καὶ τὸν π. Αὐγουστῖνο καὶ τὸν ἔφεραν νὰ βαδίσῃ στὰ ἴχνη του.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος
Ὁ ἅγ. Νικόλαος γεννήθηκε ἀπὸ χριστιανικὴ οἰκογένεια στὰ Πάταρα τῆς Λυκίας, ποὺ εἶνε μία παράλιος περιοχὴ στὸ νότιο μέρος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀνάμεσα στὰ Δωδεκάνησα καὶ τὴν Κύπρο.Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ Γ΄ καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ Δ΄ αἰῶνος, στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ τοῦ Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.).Ὡς βρέφος ὑπομάζιο ἀκόμη, κατὰ θεία ἔμπνευσι, συμπεριφερόταν σὰν συνειδητοποιημένος ὥριμος• παραδίδεται, ὅτι τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν θήλαζε. Καὶ ὡς νέος ἔπειτα, ἔζησε τὴ μοναχικὴ ζωή, στὴν ὁποία προώδευε, μὲ νηστεία ἀγρυπνία καὶ προσευχή.Νωρὶς κρίθηκε ἄξιος νὰ γίνῃ κληρικὸς καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο του ἀρχιεπίσκοπο Νικόλαο.Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς. Ἡ ἐλεημοσύνη ἔγινε τὸ χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Ἔσωσε τρία νεαρὰ κορίτσια ἀπὸ τὴν ἀτίμωσι, στὴν ὁποία λόγῳ πιεστικῶν χρεῶν ὁ πατέρας τους ἤθελε νὰ τὶς σπρώξῃ, προσφέροντας κρυφά, τρεῖς φορὲς διαδοχικά, ἀρκετὰ χρυσᾶ νομίσματα γιὰ νὰ γίνουν οἱ γάμοι τους.Ὅταν πῆγε γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους βρέθηκε σὲ τρικυμία καὶ δύο φορὲς μὲ τὴν προσευχή του ἔκανε τὴ θάλασσα νὰ γαληνέψῃ. Πολλὲς φορὲς ἐπίσης, καὶ ὅσο ζοῦσε καὶ μετὰ τὴν κοίμησί του ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα, ἔσωσε πλοῖα καὶ ταξιδιῶτες ποὺ κινδύνευαν νὰ ναυαγήσουν. Γι᾽ αὐτὸ τιμᾶται ὡς προστάτης τῶν ναυτικῶν.Ἐπιστρέφοντας στὰ Πάταρα, λόγῳ τῆς μεγάλης ἀρετῆς του, τὸν ἐξέλεξαν ἐπίσκοπο τῆς γειτονικῆς πόλεως τῶν Μύρων τῆς Λυκίας. Ποίμανε μὲ ζῆλο τὸ ποίμνιό του, κήρυττε φανερὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ στήριζε τοὺς Χριστιανοὺς στὴν ὀρθὴ πίστι.Ἡ δρᾶσι του προκάλεσε τὸ μῖσος τῶν εἰδωλολατρῶν ἀρχόντων. Τὸν ἐντόπισαν, τὸν συνέλαβαν, τὸν κακοποίησαν καὶ τὸν φυλάκισαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς.Ὅταν ἔγινε βασιλεὺς ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος (288 μ.Χ.), ὁ ἅγιος Νικόλαος ἀπελευθερώθηκε καὶ ἐπέστρεψε στὸ ποίμνιό του φέροντας ἐπάνω του σημάδια ἀπὸ τὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέστη.
Τὸ 325 μ.Χ. συνεκλήθη στὴ Νίκαια ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, στὴν ὁποία ἔδωσε καὶ αὐτὸς τὸ παρὼν μεταξὺ τῶν 318 θεοφόρων πατέρων καὶ συνέβαλε στὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ τὴν ἐπικράτησι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ παράδοσις λέει, ὅτι σὲ κάποιον διαξιφισμό, αὐτὴ ἡ «εἰκόνα πραότητος» (ἀπολυτ.), ῥάπισε τὸν Ἄρειο μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα• γιὰ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ συνελήφθη, τιμωρήθηκε, φυλακίστηκε μὲ χειροπέδες, ἀλλὰ τὴ νύχτα τὸν ἐπισκέφθηκαν ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία εὐλογώντας καὶ ἐπιβραβεύοντάς τον, κι ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὸν ἀποφυλάκισε καὶ τοῦ ζήτησε συγγνώμη.
Ὅλη του ἡ ζωὴ ἦταν γεμάτη ἀρετές, ἁγιωσύνη (ἐγκράτεια, πραότητα, εὐσπλαχνία, ἐλεημοσύνη) καὶ θαύματα. Οἱ πιστοί, ὅπως λέει τὸ μεγαλυνάριο, «ὀρφανῶν προστάτην σε καὶ χηρῶν, πεινώντων τροφέα, πενομένων τε πλουτιστήν, αἰχμαλώτων ῥύστην, πλεόντων τε σωτῆρα, κεκτήμεθα παμμάκαρ σοφὲ Νικόλαε». Χαρακτηριστικὴ εἶνε ἡ περίπτωσι τριῶν καταδίκων στὴ Λυκία, ποὺ τοὺς ἔσωσε τὴν τελευταία στιγμὴ ἀπὸ τὴ θανάτωσι• παρομοία ἐπίσης ἀργότερα εἶνε ἡ περίπτωσι τριῶν ῥωμαίων ἀξιωματικῶν, ποὺ κατηγορήθηκαν ἀδίκως γιὰ συνωμοσία καὶ εἶχαν καταδικασθῆ σὲ θάνατο κι ὅταν αὐτοὶ τὸν ἐπικαλέστηκαν, ὁ ἅγιος ἐμφανίστηκε στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο καὶ τὸν κακὸ ἐπίτροπο Ἀβλάβιο βεβαιώνοντας τὴν ἀθῳότητά τους, καὶ ἔτσι τοὺς ἔσωσε ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσι.
Ποίμανε τὸ ποίμνιό του ὣς τὰ βαθειὰ γεράματα καὶ ἔτσι κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 330 μ.Χ..
Ὁ π. Αὐγουστῖνος
Οἱ καλοὶ ποιμένες ἀκολουθοῦν στὰ βήματα τῶν ἁγίων πατέρων. Καὶ ὁ μακαριστὸς ἐπίσκοπος Φλωρίνης Αὐγουστῖνος προσπάθησε στὴ ζωή του νὰ μὴν ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὰ ὑποδείγματα τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφιλοτιμεῖτο νὰ εἶνε μαθητὴς καὶ μιμητής τους. Παρακολουθώντας τὴν πολιτεία καὶ τὴ διδασκαλία του θὰ δοῦμε ὅτι σὲ πολλὰ σημεῖα ἐνήργησε παρόμοια καὶ μὲ τὸν σήμερα τιμώμενο ἅγιο Νικόλαο.
Τέτοια σημεῖα εἶνε τὰ ἑξῆς:
Ἡ ἀσκητικότης καὶ ἡ λιτότης. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ἀπὸ βρέφος, ὅπως εἴπαμε, δὲν θήλαζε Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀγάπησε κ᾽ ἐκεῖνος τὴν ἄσκησι. Διαβάζουμε ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ὅταν ἦταν παιδὶ (τὸ 1924) ἡ ὑγεία του εἶχε ἐπηρεασθῆ1. Διαβάζουμε ἔπειτα καὶ γιὰ τὴν ὥριμη ἡλικία του, ὅτι στὴν Κοζάνη τὰ χρόνια τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς (1943-45) δὲν ἄγγιζε τὸ συσσίτιο ποὺ παρασκευαζόταν μὲ τὴ δική του φροντίδα γιὰ τοὺς πεινασμένους καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ἀλλὰ ἔτρωγε μόνο ὅ,τι διέθετε ἡ Λέσχη τῶν Δημοσίων Ὑπαλλήλων (νερόβραστες φακές).
Στὸ βιβλίο τοῦ Παναγιώτη (τώρα ἀρχιμ. Αὐγουστίνου) Μύρου, Ἡ ἀντίστασι τῆς ἀγάπης ὑπάρχει εἰδικὴ παράγραφος γιὰ τὴν ἀσκητική του ζωὴ μὲ μαρτυρίες αὐτοπτῶν μαρτύρων. Δὲν σιτιζόταν καλά. Ὅταν ὑπηρετοῦσε στὰ Γρεβενά (1947-49), χρειάστηκε νὰ πάρῃ λίγο κρέας γιὰ νὰ ἐνισχυθῇ, ἀλλ᾽ ὅταν ἄκουσε ὅτι αὐτὸ σχολιάσθηκε δυσάρεστα στὴ γειτονιά, ἀποφάσισε νὰ μὴ ξαναφάῃ. Στὴν Κύμη τὸ 1950, μόλις ἀπελύθη ἀπὸ τὸ στρατό, ἦταν τόσο ἐξαντλημένος ὥστε χρειάστηκε νὰ μείνῃ ἕνα καὶ πλέον μῆνα στὸ –ἀνδρικὸ τότε– μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως γιὰ ν᾽ ἀνακτήσῃ δυνάμεις καὶ ν᾽ ἀναλάβῃ ὑπηρεσία.
Ὡς ἱεροκήρυκας ἔπειτα τῆς ἀρχιεπισκοπῆς στὴν Ἀθήνα κινδύνευσε νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἐπιπλοκὴ ἐγχειρήσεως στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός» (τὸ 1964). Ὅταν στὸ φοιτητικὸ οἰκοτροφεῖο του καθόταν στὸ τραπέζι καὶ παρέθεταν κρέας, ἔδινε συνήθως τὸ περισσότερο στοὺς διπλανούς του καὶ κρατοῦσε τὴ μανέστρα ἢ τὸ ῥύζι ἢ τὶς πατάτες.
Δεχθῆτε, ἂν θέλετε, καὶ τὸν ἀκόλουθο συσχετισμό. Ὁ ἅγιος Νικόλαος μόνο σὲ νεώτερες εἰκόνες ζωγραφίζεται μὲ μίτρα στὸ κεφάλι• στὶς παλαιὲς βυζαντινὲς εἰκόνες δὲν εἰκονίζεται ἔτσι. Δὲν φόρεσε ποτέ μίτρα. Σ᾽ αὐτὸ λοιπὸν τὸν μιμήθηκε αὐθόρμητα ὁ π. Αὐγουστῖνος• ἡ ἁπλότης καὶ ἡ λιτότης, ποὺ εἶχε συνηθίσει νὰ ζῇ, τὸν ἔκαναν νὰ μὴν ἀρέσκεται στὰ βαρύτιμα καὶ πολυτελῆ ἄμφια. Ἐλάχιστες φορὲς φόρεσε, ἢ μᾶλλον τοῦ φόρεσαν, μίτρα στὸ κεφάλι. Καὶ μετὰ τὴν κοίμησί του στὸ φέρετρο τὸ σκήνωμά του χωρὶς μίτρα ἦταν. Λίγες ἐπίσης ἦταν καὶ οἱ ἀρχιερατικές του στολές, καὶ ὅλες ἀπέριττες. Ἔμοιασε σ᾽ αὐτὸ στὸν ἅγιο Νικόλαο.
Τοῦ ἔμοιασε ὅμως καὶ σὲ ἄλλα οὐσιαστικώτερα σημεῖα.