- Διαδικτυακὲς ἁλιεύσεις: Ἦταν ὁ μόνος…
«Ἄχ, ἄντε ἐπιτέλους, νὰ φτάσω σπίτι!…». Γυρνάω τὸ κεφάλι. Ἀπὸ ποῦ ἀκούστηκε αὐτό; «Ἄντε νὰ φτάσω σπίτι» ξανακούω, ἀπὸ μέσα μου αὐτὴ τὴ φορά.
Εἶναι καταμεσήμερο, γυρνάω ἀπ᾽ τὸ μάθημα ἀγγλικῶν μὲ τὸ λεωφορεῖο καὶ δὲν βλέπω τὴν ὥρα νὰ φτάσω στὸ ζεστὸ σπιτάκι μου.
Οὔφ, ἐπιτέλους μπήκαμε Ἀλεξάνδρας. Νά, πλησιάζουμε, στὸ μετρό! «Ὤχ, τώρα ἔπρεπε νὰ μᾶς πιάση αὐτὸ τὸ φανάρι;» πιάνω τὸν ἑαυτό μου νὰ σκέφτεται. Ξεφυσώντας ἀφήνω τὸ βλέμμα μου νὰ περιπλανηθῆ.
Τὰ μάτια μου σταματᾶνε σὲ μία παράξενη σκηνή.
Ἔξω στὸ δρόμο, μιὰ ζητιάνα κάθεται πλάι σ᾽ ἕναν κάδο σκουπιδιῶν κ᾽ ἔχει ἀγκαλιὰ ἕνα παιδάκι. Παρακαλάει τοὺς περαστικοὺς γιὰ μία μικρὴ βοήθεια, νὰ ταΐση τὸ μικρό της. Δὲν φαίνεται ν᾽ ἀσχολῆται κάποιος μαζί της. Ὅλοι ὅσοι βλέπω, προσπερνοῦν ἀδιάφοροι.
Τὰ μάτια τῆς γυναίκας μελαγχολικά, βαθουλωμένα ἀπὸ τὶς ἄθλιες συνθῆκες ζωῆς. Κοιτᾶ τοὺς περαστικοὺς μ᾽ ἕνα παράπονο.
Ἀνάμεσα στὸν πολὺ κόσμο ποὺ περνᾶ μπροστὰ ἀπὸ τὴν καθισμένη στὸ πεζοδρόμιο γυναίκα, περνᾶ κ᾽ ἕνας ἀλλοδαπός. Κρατάει ἕνα μεγάλο ἀνοιχτὸ κουτὶ στὰ χέρια του. Πουλάει πλαστικὰ παιδικὰ ρολογάκια.
Προσπερνᾶ τὴ γυναίκα κ᾽ ὕστερα σταματάει. Δυὸ δευτερόλεπτα ἀργότερα ἐπιστρέφει πλάι της. Σκύβει, καὶ μ᾽ ἕνα ζεστὸ χαμόγελο τῆς δίνει ἕνα ἀπὸ τὰ ρολόγια, γιὰ τὸ παιδάκι της. Ὕστερα ἀνασηκώνεται καὶ ἀπομακρύνεται.
Τὸ φανάρι ἄναψε. Τὸ λεωφορεῖο ξεκίνησε, ἐγὼ ὅμως πρόλαβα νὰ δῶ τὸ δάκρυ ποὺ ἔσταξε ἀπ᾽ τῆς γυναίκας τὰ μάτια. Πρόλαβα νὰ δῶ ἕνα ὑπέροχο, γλυκὸ χαμόγελο πού ᾽χε σχηματιστῆ στὰ χείλη τοῦ ἀλλοδαποῦ καθὼς συνέχισε τὸ δρόμο του μὲ τὸ ἐμπόρευμα στὰ χέρια.
«Κοίτα νὰ δῆς», σκέφτηκα, «αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐξίσου ἀνάγκη μὲ τὴ γυναίκα, αὐτὸς ἦταν ὁ μόνος ποὺ ἀσχολήθηκε μαζί της! Ἦταν ὁ μόνος ἀπ᾽ ὅσους πέρασαν ποῦ τῆς ἔδωσε κάτι, καὶ μάλιστα ἀπ᾽ τὸ ὑστέρημά του, κι ὄχι ἀπ᾽ τὸ περίσσευμα…».
…Γιατί ἔχουμε γίνει ἔτσι; Πόσοι ἀσχολοῦνται πιὰ μὲ τὸν πόνο τοῦ διπλανοῦ τους;… Οἱ περισσότεροι μᾶλλον καταπιανόμαστε μόνο μὲ τὸν ἑαυτό μας. Πῶς θὰ ζήσουμε ἐμεῖς καλά, πῶς θὰ ξεπεράσουμε ἐμεῖς τὴν οἰκονομικὴ κρίση, πῶς δὲν θὰ ζοριστοῦμε… Καὶ οἱ ἄλλοι;;… «Δὲν πειράζει, ἂς ὑποφέρη καὶ κάποιος…», ἄκουσα νὰ λένε μιὰ φορά.
Ἀπ᾽ τὴ λατρεία μας στὰ ὑλικὰ κι ἀπ᾽ τὸ φόβο μὴ χάσουμε ἔστω καὶ λίγη ἀπ᾽ τὴ βολή μας, χάσαμε τὴν ἀνθρωπιά μας!
Φτάνω στὸ σπίτι. Ἡ συνείδησή μου δὲ σταματᾶ νὰ μὲ ἐλέγχη. Ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα δὲν ἔχει φύγει ἀπ᾽ τὸ νοῦ μου τὸ χαμόγελο τοῦ ἀλλοδαποῦ. Ἐμεῖς χαμογελᾶμε ἔτσι ὅταν παίρνουμε ἕνα δῶρο, ἐκεῖνος χαμογέλασε τόσο πλατειὰ γιατὶ ἔδωσε κι ὄχι πῆρε… Μήπως τό ’κανε ἀπὸ ζητιανικὴ ἀλληλεγγύη;…
Δὲν ξέρω τί θά ’κανε ὁ ἀλλοδαπός, ἂν δὲν ἦταν κ᾽ ἐκεῖνος στὴν ἴδια μοίρα… Δὲν ἀπασχολεῖ τόσο αὐτὸ τὸ μυαλό μου. Αὐτὸ ποὺ σκέφτομαι εἶναι ὅτι ἐμεῖς, ποὺ μποροῦμε νὰ βοηθήσουμε, πολλὲς φορὲς δὲν τὸ κάνουμε. Γιατί;; Ποῦ χάθηκε ἡ ἀνθρωπιά μας;;
Τὴ θέλουμε πίσω...