Δ΄
τοῦ ἡγουμένου Δαμασκηνοῦ Orlosky
Οἱ πιστοὶ κατάφεραν νὰ ἀποσπάσουν κάποιες πληροφορίες ἀπὸ τοὺς διοικητὰς τῶν φυλακῶν σχετικὰ μὲ τὴν ἡμέρα μεταφορᾶς τῶν κρατουμένων στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ἔτσι οἱ πιστοὶ συγκεντρώθηκαν στὸ σταθμὸ τῶν τραίνων ἔχοντας μαζί τους καὶ τὶς δύο κόρες τοῦ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου καὶ ἀνέμεναν στὴν ἀποβάθρα τὴν ἄφιξι τῶν φυλακισμένων. Τὸ ψῦχος ἦταν δριμύτατο τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐμπόδισε τοὺς πιστοὺς νὰ περιμένουν καρτερικὰ νὰ δοῦν ἔστω καὶ ἀπὸ μακριὰ τὸν ποιμένα τους. Ξαφνικά, μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ἀκούστηκε μιὰ φωνή· «Τοὺς φέρνουν! Τοὺς φέρνουν!». Πραγματικά, παρουσιάστηκε μιὰ φάλαγγα κρατουμένων φρουρουμένη ἀπὸ ἐνόπλους στρατιῶτες. Ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος, ντυμένος μὲ τὰ ῥάσα του καὶ κρατώντας ἕνα ῥαβδὶ στὸ χέρι, προχωροῦσε μπροστὰ ἀπ᾿ ὅλους. Μόλις ἡ φάλαγγα σταμάτησε μπροστὰ στὶς γραμμὲς τοῦ τραίνου, τὴν περικύκλωσαν στρατιῶτες, καὶ ἔτσι κάθε προσπάθεια προσεγγίσεως τῶν κρατουμένων ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἦταν ἀδύνατη. Μιὰ ἀπὸ τὶς κόρες τοῦ ἐπισκόπου παρακάλεσε ἕνα στρατιώτη νὰ δώσῃ στὸν πατέρα της τὸ κασκὸλ ποὺ ἡ ἴδια φοροῦσε στὸ λαιμό της, γιὰ νὰ τὸν κρατᾷ ζεστό. Ὁ στρατιώτης τὸ ἔδωσε στὸν ἐπίσκοπο, αὐτὸς ὅμως τὴν πρώτη φορὰ τὸ ἀρνήθηκε· στὴ δεύτερη ἀπόπειρα τῆς κόρης του πῆρε τὸ κασκὸλ καὶ τὸ τύλιξε γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του.
Ἐπειδὴ τὸ τραῖνο ἀργοῦσε νὰ φανῇ, πῆραν τοὺς κρατουμένους καὶ τοὺς μετέφεραν μέσα σ᾿ ἕνα κτήριο. Ὁ ἐπίσκοπος ἐμφανίστηκε στὸ παράθυρο καὶ ἔγραψε πάνω στὸ παγωμένο τζάμι πρὸς τὶς κόρες του ποὺ ἦταν ἔξω στὸ κρύο καὶ περίμεναν· «Πηγαίνετε σπίτι, μὴν κάθεστε τόση ὥρα στὴν παγωνιά». Λίγα χρόνια ἀργότερα οἱ κόρες του, ἐνθυμούμενες τὸ περιστατικὸ αὐτό, συνειδητοποίησαν τὴν πίστι καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ εἶχε ὁ πατέρας τους στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος μεταφέρθηκε στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ σταθμὸ στὴν ἐπαρχία τοῦ Λένινγκραντ. Τὸ στρατόπεδο ἦταν μέσα σ᾿ ἕνα πυκνὸ δάσος καὶ ἡ ἐργασία τους ἦταν νὰ μαζεύουν πίσσα. Ἂν καὶ δὲν ἦταν ἰδιαίτερα σκληρὴ δουλειά, πολλοὶ κρατούμενοι δὲν τὰ κατάφερναν καὶ ἡ τιμωρία τους ἦταν νὰ τοὺς στεροῦν τὴν τροφή. Ὁ ἐπίσκοπος στὴν ἀρχὴ δούλευε μαζὶ μὲ τοὺς συγκρατουμένους του, μετὰ ἦταν στὸ σταθμὸ πρώτων βοηθειῶν καὶ κάποιες φορὲς πήγαινε νὰ προμηθευθῇ ὑλικὰ στὴν κοντινώτερη πόλι. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ τὸν τοπικὸ ἱερέα καὶ μέσῳ αὐτοῦ κατάφερε νὰ ἐνημερώσῃ τὰ πνευματικά του παιδιὰ γιὰ τὸ ποῦ ἀκριβῶς βρισκόταν.Ἔτσι κάποιες φορὲς δεχόταν δέματα ἀλλὰ καὶ ἐπισκέψεις πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους πήγαιναν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του ἀλλὰ καὶ νὰ τοῦ παράσχουν κάποια τρόφιμα καὶ ζεστὰ ροῦχα. Οἱ συνθῆκες τοῦ στρατοπέδου ἦταν τόσο σκληρές, ποὺ ὁ ἐπίσκοπος δὲν θὰ εἶχε ἐπιζήσει χωρὶς τὴν συνδρομὴ αὐτὴ τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Παρ᾽ ὅλες ὅμως τὶς ἀντιξοότητες ποτέ του δὲν παραβίασε τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποτέ δὲν ἔφαγε κρέας, ἀλλὰ τὸ μοίραζε στοὺς ἄλλους συγκρατούμενούς του. Μία φορὰ δύο ἀπὸ τὶς πνευματικές του θυγατέρες ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν στὸ στρατόπεδο παίρνοντας μαζί τους ζεστὰ ροῦχα καὶ τρόφιμα. Ἀγόρασαν ἀπὸ τὸ Λένινγκραντ φρέσκα φροῦτα καὶ λαχανικὰ καὶ στὸ σταθμὸ Lodeinoye Pole συνάντησαν τὸν ἱερέα ποὺ γνώριζε τὸν ἐπίσκοπο. Στὴ συνέχεια πῆγαν στὸ γραφεῖο γιὰ νὰ πάρουν ἄδειες εἰσόδου γιὰ τὸ στρατόπεδο. Ἐκεῖ οἱ ἀρχὲς τὶς ρώτησαν τί συγγένεια ἔχουν μὲ τὸν ἐπίσκοπο κ᾽ ἐκεῖνες εἶπαν ὅτι εἶνε ἀνιψιές του. Ἡ ἄδεια θὰ δίνονταν μετὰ ἀπὸ 5 ἡμέρες καὶ οἱ κοπέλλες, φοβούμενες μήπως χαλάσουν τὰ φρέσκα φροῦτα, ξεκίνησαν προχωρώντας μέσα σ᾽ ἕνα δασικὸ δρόμο μὴ γνωρίζοντας τὴ διαδρομὴ. Στὸ δρόμο τους συνάντησαν ἕναν ἡλικιωμένο ἄντρα καὶ τὸν ῥώτησαν ἂν γνωρίζῃ τὸ δρόμο γιὰ τὸ στρατόπεδο. Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε καταφατικὰ καὶ προσφέρθηκε νὰ τὶς ὁδηγήσῃ. Γνώριζε καὶ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς ἀνέφερε τὴν αὐστηρὴ νηστεία ποὺ ἔκανε στὸ στρατόπεδο. Στὶς πύλες τοῦ στρατοπέδου οἱ δύο κοπέλλες περίμεναν νὰ δοῦν τὸν πνευματικό τους πατέρα, ὅταν ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε μπροστά τους κάποιος ἄντρας ξυρισμένος, φορώντας ἀδιάβροχο καὶ σκοῦφο. Στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν ἀναγνώρισαν· ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος. Τὶς πῆρε μέσα καὶ τὶς τακτοποίησε στὸ ἰατρεῖο. Ἔμειναν ἐκεῖ 5 μέρες καὶ ἀφοῦ πῆγαν στὸ χωριὸ νὰ παραλάβουν τὶς ἄδειες εἰσόδου τους ἐπέστρεψαν ξανὰ στὸ στρατόπεδο. Ὅταν ἦρθε ἡ στιγμὴ νὰ φύγουν εἶχαν ξεχαστῆ καὶ ἡ ἄδειά τους εἶχε λήξει. Ἔτσι ἀναγκάστηκαν νὰ περπατήσουν 6 μίλια μέσα στὸ πυκνὸ καὶ σκοτεινὸ δάσος. Ὁ ἐπίσκοπος τὶς εὐλόγησε πρὶν ξεκινήσουν στὴν πύλη τοῦ στρατοπέδου καὶ τὶς διαβεβαίωσε ὅτι θὰ προσεύχεται νὰ φτάσουν μὲ ἀσφάλεια στὴν πόλι, ὅπως καὶ ἔγινε.
Ὁ διάκονός του Μπόρις πέθανε σ᾿ ἕνα ἄλλο στρατόπεδο συγκεντρώσεως ἐξ αἰτίας τῆς σκληρῆς ἐργασίας καὶ μιᾶς ἀσθενείας ποὺ τὸν ταλαιπώρησε.
(στὸ ἑπόμενο τὸ τέλος)
[μετάφρασι· ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης]