Η Μεγάλη Ἑβδομάδα πέρασε· οἱ καμπάνες ἐσήμαναν, οἱ ψάλτες ὕμνησαν, οἱ παπάδες λιτάνευσαν, ὁ λαὸς ἀκολούθησε. Μέσα σὲ μία περίοδο ποὺ ἡ Ἑλλάδα περνᾶ τὴ μεγαλύτερη ἴσως κρίση στὴν ἱστορία της, μία κρίση ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἴδια τὴ συνέχεια της, ἡ Ἐκκλησία ἐξακολουθεῖ νὰ ὑψώνη τὸν Ἐσταυρωμένο μπροστά μας. Πόσο μποροῦν τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ νὰ μιλήσουν στὴν καρδιά μας, ν᾽ ἀπαλύνουν τὸν πόνο μας;
Τοῦτο τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων δὲν ἔχει μεγάλη ἱστορία μόνο σὲ ποσότητα. Ἡ ἱστορία μας εἶναι μεγάλη καὶ σὲ ποιότητα. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἀκόμη διακρίνεται ὄχι ἁπλῶς γιὰ τὶς τέχνες καὶ τὶς ἐπιστῆμες, ἀλλὰ γιὰ κάτι πιὸ πολύτιμο· τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ποὺ ἀναζητοῦσαν οἱ πρόγονοί μας τὸ βρῆκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους ἀσπάσθηκαν μὲ θέρμη τὴν καινούργια πίστη. Κι αὐτὴ ἡ πίστη ἀναζωογόνησε τὸ γένος μας καὶ ἔγραψε νέες σελίδες ἐποποιΐας στὸ ἀδικημένο ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς Βυζάντιο.
Ποιά βιβλία τώρα νὰ χωρέσουν τὰ πρωτόγνωρα κατορθώματα τοῦ Βυζαντίου; Φιλανθρωπία, ἐκπαίδευση, ἀγῶνες γιὰ τὴν πατρίδα καὶ κάτι πιὸ πολύτιμο· τὴ διάσωση τῆς Ἀληθείας, τῆς πίστεως.
Ἦρθε κατόπιν ἡ βάρβαρη Τουρκοκρατία. Ἀλλὰ καὶ τότε τὸ Γένος φωτιζόμενο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κράτησε τὴ λαμπάδα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς ἀναμμένη καὶ ἔτσι ξεπήδησε ἡ πολυπόθητη λευτεριά.
Καὶ σήμερα τί ἀπομένει; Τὰ ὁράματα ποὺ τὸ ἔτρεφαν φαίνεται νὰ ἔσβησαν· τὸ ὄνειρο τῆς νεοελληνικῆς καλοπέρασης πέρασε. Ποιό δρόμο θὰ τραβήξῃ;
Τὰ ψηλὰ μπαλκόνια μᾶς προδώσαν. Μᾶς τὸ εἶπαν ἐξάλλου· «μαζὶ φάγαμε τὰ λεφτά». Μοιράζοντας ὑποσχέσεις, βολεύοντας σὲ ἀκριβὲς καὶ ἀντιπαραγωγικὲς καρέκλες τοὺς ἡμετέρους. Κι ὅλα αὐτὰ χωρὶς καμμία τύψη συνειδήσεως γιὰ τὸ χρέος τοῦ ἡγέτη.
Κι ὁ λαός; Μπροστὰ στὴ νέα κρίσι δὲν γνωρίζει, ποῦ νὰ στραφῆ καὶ τί νὰ πράξη. Ποιός θὰ τὸν βοηθήση; Οἱ ἀσφάλειές του πέφτουν. Τὸ μέλλον τὸν φοβίζει. Ἡ ἀγανάκτησι τὸν κυριεύει. Τί νὰ διαλέξη;
Νά ὅμως, ἡ Μεγαλοβδομάδα· πέρασε πάλι ἀπὸ μπροστά μας. Ὅπως κάθε χρόνο. Πρόβαλε τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό. Τὸν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας. Παιδικὲς ἀναμνήσεις. Ποιός δὲν συγκινήθηκε βλέποντας τὸ ἀγκαθωτὸ στεφάνι πάνω στὸ κεφάλι τοῦ μόνου Ἀναμάρτητου; Οἱ ἐφηβικὲς ἀμφισβητήσεις ξεπερνοῦνται ὅταν ἡ ψυχὴ στραφῆ στὸν ἑαυτό της. Τότε βλέπει τὰ χάλια της· τότε ἀναγνωρίζει τὴ ματαιότητα· τότε ζητᾶ τὴ σωτηρία. Τότε στρέφεται ξανὰ πρὸς Ἐκεῖνον καὶ δοξάζει τὴ μακροθυμία Του καὶ ζητᾶ τὴν ἐπίσκεψί Του. Κι ὅταν ἀποφασίζει νὰ σηκώση τὸ σταυρό της καὶ νὰ πορευθῆ μαζὶ μὲ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ἀγάπη καὶ τὴν Ἁγνότητα ποὺ σταυρώνεται στὸ Γολγοθᾶ, τότε γλυκειὰ χαραυγὴ ἀνατέλλει στὴν καρδιά της. Τότε ὀρθρίζει πρὸς τὸν τάφο μαζὶ μὲ τὶς Μυροφόρες καὶ βλέπει τὸν Ἀναστάντα νὰ χαρίζη τὴν βέβαιη κι ἀναφαίρετη ἀγαλλίαση.
Τὸ γένος μας τὸ ρωμαίϊκο διακρίθηκε, γιατὶ δὲν σταύρωσε ἀλλὰ σταυρώθηκε πολλὲς φορές· ἀπὸ πολιτισμένους καὶ ἀπολίτιστους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ λέξη Ρωμιοσύνη ταυτίσθηκε μὲ ὅ,τι καλὸ ὑπάρχει· εὐσέβεια, παλληκαριά, φιλότιμο, ἀγώνα, τιμιότητα, γνήσια ταπείνωση, σεβασμὸ τοῦ ἄλλου. Ὅσες φορὲς σταυρώθηκε μαζὶ μὲ τὴν Ἀλήθεια, συναναστήθηκε μαζί της, γιατὶ ἡ Ἀλήθεια, ὅσο βαθειὰ κι ἂν τὴ θάψης στὴ γῆ θά ᾽ρθη ὥρα νὰ ξαναναστηθῆ, ὅπως εἶπε ἕνας μεγάλος σύγχρονος Σέρβος θεολόγος, ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς.
Τὸ ἴδιο καὶ σήμερα. Μᾶς κυνηγοῦν, γιατὶ βλέπουν ὅτι ἀκόμη δὲν βγῆκε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ψυχή μας, δὲν ἔφυγε ὁ σταυρὸς ἀπὸ τὸ στῆθος μας καὶ ἀπὸ τὴ σημαία μας. Τὸ γένος μας μπαίνει ξανὰ μέσα σὲ τάφο καὶ ᾍδη. Ἐὰν ὅμως στραφῆ εἰς ἑαυτόν καὶ δῆ τὶς πληγές του καὶ πάρη τὴν ἀπόφαση τῆς ἐπιστροφῆς στὸ σπίτι τὸ πατρικό, θ᾽ ἀκούσῃ τὴ γλυκειὰ καὶ δυνατὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μας νὰ τὸν φωνάζη, ὅπως τὸν Λάζαρο, νὰ βγῆ ἀπὸ τὸν τάφο. Θὰ αἰσθανθῆ τὸ χέρι τὸ πατρικὸ ποὺ ἀπαλύνει τὸν πόνο. Ἂν προτιμήσουμε τὴν ἀνηφορικὴ πορεία τοῦ Γολγοθᾶ ἀπὸ τὴν κατηφορικὴ τοῦ βολέματος καὶ τοῦ ἀτομισμοῦ, θά ᾽ρθη καὶ ἡ ὥρα τῆς ἀναστάσεως.
Τὰ δάκρυα ποὺ χύνονται ἀντικρύζοντας τὸν Ἐσταυρωμένο δὲν εἶναι τόσο γι᾽ Αὐτὸν ποὺ μὲ τὴ θέλησή Του πορεύθηκε πρὸς τὸν Σταυρὸ γιὰ νὰ σηκώση τὶς ἁμαρτίες μας, γιατὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε. Εἶναι πιότερο γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες ποὺ γίνονται καρφιὰ ἐπάνω Του. Ἔτσι καὶ τὴ Ρωμιοσύνη· μὴν τὴν κλαῖς, ὅσο παραμένει Ρωμιοσύνη κι ἂς εἶναι σταυρωμένη. Κλάψε την μονάχα, ἂν πάψη νά ᾽ναι αὐτὸ ποὺ λέει τ᾽ ὄνομά της.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΑΣ