- Αὐτοὶ ποὺ μοῦ δίδαξαν τὴν ἁγία βία

Ἀναμνήσεις τοῦ ἡγουμένου τῆς ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγ. Ὄρους

ἀρχιμ. Γρηγορίου Ζουμῆ τοῦ Παρίου

Τὶς μέρες ποὺ ἔκανα τοποτηρητὴς στὴν Λογγοβάρδα πῆγα μιὰ μέρα στὴν κατοικιὰ τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ μόνιμα ἔμενε ἕνα γεροντάκι, ποὺ εἶχε τὴν εὐθύνη τῶν ζωντανῶν τῆς Μονῆς. Πλησιάζοντας, βλέπω τὸν γέροντα Γαβριήλ, 92 χρόνων, νὰ μεταφέρη τροφὴ γιὰ τὰ γουρουνάκια. Ἀπὸ τὸ ἕνα του χέρι βαστοῦσε τὸ μπαστουνάκι του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸν γκαζοτενεκὲ μὲ τὴν τροφή, πού ᾽τανε ἀλεύρι καὶ πίτουρο, ἀναμεμιγμένο μὲ νερό. Πήγαινε βῆμα-βῆμα. ―Τί κάνεις αὐτοῦ, γερο-Γαβριήλ; Ἂν πέσης, θὰ σὲ φᾶνε κ᾽ ἐσένα τὰ γουρούνια. ―Γέροντά μου, τὸ Μοναστήρι εἶναι ἀγροτικό. Φέτος τίποτα δὲν θὰ πάρουν ἀπὸ τὰ κριθάρια. Ἂν δὲν ἔχουν ἕνα ζῶο νὰ πουλήσουν, πῶς θὰ πορευθοῦνε;Κι ὁ πολυθρύλητος οἰκονόμος τῆς Μονῆς, ὁ παπα-Δαμιανός, μὲ τὸ νερὸ ποὺ ἔπλενε τὰ πόδια του, μέχρι τὰ 90 του χρόνια σφουγγάριζε τὴν σκάλα ποὺ ἀνέβαινε στὰ κελλιά. Κι ὄχι μὲ κάποια σφουγγαρίστρα μὲ κοντάρι, ἀλλὰ γονατιστὸς ἀπὸ σκαλὶ σὲ σκαλὶ καθάριζε τὴν σκάλα.

------------

Ἡ βία εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν ἁγίων καὶ τῶν προοδευτικῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖνοι ποὺ καταβάλλουν βία στὰ ὑλικά, ἔχουνε βία καὶ στὰ πνευματικά.

―Γερο-Γαβριήλ, προφθάνεις νὰ κάνης τὸν κανόνα σου, ποὺ ὅλη τὴν ἡμέρα βολοδέρνεσαι στὰ χωράφια καὶ φροντίζεις τὰ ζῷα, γιὰ νὰ ἔχη τὸ Μοναστήρι γάλα καὶ αὐγά;

―Ναί, Γέροντα· καὶ τὸν κανόνα μου καὶ τὶς Ἀκολουθίες κάνω.

Ὁ μπαρμπα-Νικόλας

Ὁ μπαρμπα-Νικόλας πολὺ νωρὶς πῆγε κοπέλι στὸ Μοναστήρι. Δόθηκε ἀμισθὶ στὴν ὑπηρεσία τῶν Γερόντων. Μετὰ τὴν στρατιωτική του θητεία, γύρισε στὰ παλιά του λημέρια στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας. Ἀνέλαβε τὴν πιὸ ταπεινὴ διακονία. Περιποιόταν τὰ μεταγωγικὰ ζῶα καὶ τὰ ἑτοίμαζε γιὰ τὴν μεταφορὰ τῶν Γερόντων στὶς διάφορες ἀποστολές. Ὅταν μεγάλωσα, μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε τοὺς καημούς του.

―Ἂχ παιδί μου, φοβᾶμαι πὼς ἄνθρωπος δὲν θὰ βρεθῆ νὰ φροντίζει τὰ ζῶα γιὰ τοὺς παπᾶδες μας. Θὰ πιάνουνε τὰ βρωμισμένα καὶ κατουρημένα σχοινιὰ κ᾽ ἔπειτα θὰ λειτουργοῦνε. Δύστυχα χρόνια σᾶς περιμένουν. Μόνον καλαμάρια θὰ βαστοῦνε καὶ ὁ ἑαυτός τους πάνω ἀπ᾽ ὅλους. Θὰ ἀπουσιάζη τέλεια ἀπὸ τὴν καρδιά τους ἡ ἀγάπη, ὁ σεβασμὸς καὶ προπάντων τὸ πνεῦμα τῆς αὐτοθυσίας. Τὰ χέρια θὰ τὰ θέλουν τρυφερὰ σὰν τῶν κοπελούδων. Τὰ ροῦχα καθαρά, ἀτσαλάκωτα. Λουσᾶτοι θὰ περπατοῦν σκόλη - καθημερινή. Κάθε τι ποὺ βρωμίζει τὰ χέρια θὰ τὸ ἀποφεύγουν, ἀλλὰ τῆς ψυχῆς τὴν βρωμιὰ θὰ τὴν στοιβάζουν ὅπως τ᾽ ἁλώνια τὰ στάχυα στὴν θημωνιά. Τὶς μυρωδιὲς ἀπὸ μακριὰ θὰ τὶς ὀσφραίνεσαι. «Ἔρχεται ἄνθρωπος –θὰ λές– περιποιημένος». Ἀλλὰ στὸ πρόσωπό του δὲν θὰ σημειώνεται τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Θὰ εἶναι ἀπεχθής, ἀποκρουστικός, καὶ θὰ λές· «Καλύτερα νὰ συναντοῦσα θηρίο, παρὰ ἄνθρωπο». Γιατὶ καὶ τὰ ζῶα, ἂν δὲν τὰ τρομάξης μὲ ἀγριάδες, ἔχουν καὶ αὐτὰ χάρη μέσα στὸν δικό τους χῶρο. Ἐδῶ ποὺ κάθομαι, βλέπω καὶ ἀκούω τὰ παιχνίδια τῶν πουλιῶν στὸν εὐκάλυπτο καὶ εὐφραίνομαι. Καὶ τὰ ἀποκρουστικὰ ποντίκια ἔχουνε χαρούμενα παιχνίδια μεταξύ τους.

Συνέχισε γιὰ πολλὴ ὥρα νὰ ἀραδιάζει τὰ σκιρτήματα τῶν ζώων μέσα στὴ φύση καὶ ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του σὰν νὰ χοροπήδαγε καὶ αὐτὸς μαζί τους.

Ὁ γερο-Νικόλας εἶχε τὸ πάθος τοῦ καπνίσματος.

―Δυστυχῶς –μοῦ ἔλεγε– μοῦ ἔμεινε αὐτὸ τὸ πάθος, γιὰ νὰ εἶμαι ἀφ᾽ ἑαυτοῦ μου παρηγκωνισμένος καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. «Ἄφησέ τον –λέγει ὁ πειράζων– δικός μου εἶναι, ἀφοῦ φουμαίρνει».

Τὸν ρώτησα ἂν κάπνισε ἐντὸς τοῦ Μοναστηριοῦ.

―Ποτέ, παιδί μου. Πάντα βγαίνω ἔξω στὴν ἄκρια τῆς πεζούλας, γιατὶ ἡ Παναγία πάνω ἀπὸ τὴν ἐξώθυρα πολλὲς φορὲς μὲ παρηγόρησε. Ὁ καπνὸς τοῦ τσιγάρου μακριὰ ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς πίστεώς μας.

Ὁ γέροντας Φιλόθεος πολλὲς φορὲς τοῦ πρότεινε τὸ μοναχικὸ σχῆμα.

―Ὄχι, δὲν συμβαδίζει στὸν δρόμο τῆς ἀφιέρωσης τσιγάρο καὶ μοναχισμός. Στὸ χέρι τοῦ μοναχοῦ πάντα τὸ κομποσχοίνι καὶ ὁ Σταυρὸς ὑπάρχει. Θὰ σᾶς πῶ ἐγὼ πότε θὰ εἶμαι ἕτοιμος γιὰ τὰ ἐνδύματα τῶν μοναχῶν.

Σὰν διάβηκαν τὰ χρόνια καὶ κόντυναν οἱ μέρες τῆς ζωῆς του, τὸν ἀμείβει ὁ Θεός, προβλέποντας τὸν θάνατό του. Καλεῖ τὸν ἡγούμενο στὸ κελλί του.

―Γέροντα, σὲ σαράντα μέρες φεύγω. Τελείωσέ με μοναχό. Νὰ μὴ σᾶς ἀποχωριστῶ οὔτε στὴν ἄλλη ζωή, γιατὶ ἄκουσα ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς πατέρες, πὼς ἄλλος ὁ τόπος τῶν μοναχῶν στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἄλλος τῶν λαϊκῶν.

Ἔγινε μοναχὸς μέσα σὲ μιὰ βαθειὰ κατάνυξη. Κανείς δὲν πίστεψε τὴν πρόρρησή του. Ὅμως σὲ τεσσαράκοντα μέρες μετέστη, γιὰ νὰ λάβη τὰ γέρα τῶν κόπων του. Στὴν ταφή του εὐωδίασε ἄρρητη μυρωδιά. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ κατέβασαν τὸ σῶμα στὸν τάφο ἔλεγαν·

―Ἂν δὲν μᾶς πιστεύετε, μυρίστε τὰ χέρια μας.

Ὁ Γέρων πρόσταξε νὰ γονατίσουν ὅλοι πρὸς ἀνατολάς. Ὅταν τελείωσαν τὴν προσευχή, κάλυψαν τὸν τάφο. Σ᾽ ὅλους ἔμεινε ἡ βεβαιότητα· «Ὁ Κύριος τὸν συγκαταρίθμησε μετὰ τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος Ὁσίων».

Ἡ εὐχή του νὰ μᾶς κρατήσει στὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἁγία ἀφανῆ διακονία. Ἀμήν.

Τὸ τέλος τοῦ μοναχοῦ Δανιὴλ τοῦ Κρικελλιώτου

Μεσουρανεῖ ἡ γερμανικὴ Κατοχή. Ἡ πείνα καὶ ἡ ἀρρώστια σαρώνει κάθε ἡλικία. Ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου ἐπιστρέφει στὴν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη. Εἶναι τόσο ἀπεχθῆ τὰ πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ποὺ ἀκόμη καὶ ἡ μάνα δυσκολεύεται νὰ δώσει τὸ στερνὸ φιλὶ στὸ παιδί της. Τὰ νησάκια γονάτισαν ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸ καὶ τὸν περιορισμό. Καὶ ὁ κατακτητὴς ἔγινε δυστυχέστερος τῶν κατακτημένων. Μουλάρια καὶ γαϊδούρια ἀποσυντεθειμένα καὶ σκουληκιασμένα μαγειρεύουν στὸ καζάνι τους, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν πείνα τους. Ἡ Μονὴ Λογγοβάρδας περιορίζει τὴν σίτιση τῶν μοναχῶν στὸ ἐλάχιστο, γιὰ νὰ προσφέρει φαγητὸ στοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Κάθε δύστυχος καὶ πεινασμένος ἐκεῖ καταφεύγει. Ξεύρει πὼς ἡ Ζωοδόχος Πηγὴ ἀστείρευτα πηγάζει ἰάματα.

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀσκητικότερους μοναχοὺς τῆς Ἀδελφότητος πλησιάζει στὴν δύση τῆς ζωῆς. Αὐτὸς εἶναι ὁ Δανιὴλ ἀπὸ τὸ Κρίκελλο τῆς Εὐρυτανίας. Μοναχὸς σπουδαῖος. Στόχευε πάντα τὴν αἰώνια ζωή. Ἔβλεπε πατρίδα μόνιμη τὸν οὐρανό.Χτύπησε ἡ καμπάνα μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ ἦχο τοὺ στερνοῦ ἀποχαιρετισμοῦ. Ὅλοι οἱ μοναχοὶ συγκεντρώθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ μικρό του κελλί. Στάθηκαν σὲ δυὸ σειρές, φέροντες ὅλη τὴν μοναχικὴ πανοπλία, μέγα σχῆμα, ράσο καὶ κουκούλι. Σὰν νὰ γινότανε Λειτουργία. Ὄχι μὲ βαριεστημάρα καὶ προχειρότητα· «Δὲν βαριέσαι· μεταξύ μας εἴμαστε· μήπως ὑπάρχει κόσμος νὰ μᾶς δῆ;». Οἱ φέροντες ἱερωσύνη εἰσῆλθαν στὸ κελλὶ τοῦ ἑτοιμοθανάτου. Ἄρχισε τὸ ἅγιο Εὐχέλαιο. Ὅλοι γονάτισαν στὴν συγχωρητικὴ εὐχή. Ὅλοι μυρώθηκαν ἀπὸ τὸ ἴδιο βαμβάκι ποὺ σταύρωσε τὸ μέτωπο τοῦ Δανιήλ. Σὲ λίγο ἔρχεται ὁ ἀρραβώνας τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ὅλοι μὲ ξέσκεπη τὴν κεφαλὴ σιγὰ ψιθυρίζουν· «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε. Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος». Καὶ κατόπιν ὁ ἀποχαιρετισμός, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Δανιὴλ μὲ τὸν δικό του τρόπο πλήρωσε τὶς καρδιὲς τῶν μοναχῶν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως. Ὁ μισονεκρωμένος Δανιήλ, ἀνακαθισμένος στὸ κρεβάτι του, σηκώνει ἀποχαιρετιστικὰ τὰ χέρια, καὶ στὸν κάθε μοναχὸ ποὺ ὑποκλίνεται μπροστὰ στὴν κλίνη του κράζει καὶ βοᾶ·

―Ἀδελφοί μου, ἀναχωρῶ γιὰ τὴν ἄνω Ἰερουσαλήμ, ἀναχωρῶ γιὰ τὴν ἄνω Ἰερουσαλήμ...

Καὶ τὰ γερασμένα χέρια ἐπιστρέφουν στὸ σῶμα γεμᾶτα θεία χάρη, μετὰ τὸν τελευταῖο ὑποκλιθέντα μοναχό. Καὶ ἡ ψυχὴ ἀποχωρεῖ γιὰ τὰ ἄνω δώματα, γιὰ τὴν κατοικία τῶν πρωτοτόκων, γιὰ τὴν χώρα τῶν ζώντων, χωρὶς ρόγχο καὶ ἀγωνία θανάτου. Ἄφησε βεβαία σὲ ὅλους τοὺς μοναχοὺς τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἔτσι, φεύγοντας γιὰ τὰ κελλιά τους, ἔλεγαν·

―Ἀπὸ σήμερα ὁ ἀδελφός μας Δανιὴλ βρίσκεται στὸν παράδεισο τοῦ οὐρανοῦ.

«Μορφὲς ποὺ γνώρισα νὰ ἀσκοῦνται στὸ σκάμμα τῆς Ἐκκλησίας»

ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου Ἅγ. Ὄρος 2010, σελ. 463. Μέγεθος 27Χ17, δεμένο.

Πληροφορίες· 6942435805.