Τόποι προσκυνήματος: το σώμα

στην Ε.Τ.

«Αναρωτιόμαστε καμιά φορά, ενώ βρισκόμαστε σε κατάσταση απόλυτης κατάθλιψης ή τελειώνουμε μια άχαρη δραστηριότητα (για παράδειγμα και εκτός από την εργασία: το ξύρισμα, την τακτοποίηση των πραγμάτων μας, το κόψιμο των νυχιών μας) ποιο να είναι άραγε το τίμημα των ελάχιστων προσπαθειών, αυτό για το οποίο δεν τολμάμε να μιλήσουμε ποτέ, από το φόβο μήπως μας κοιτάξουν με τόση περιφρόνηση σαν να είμαστε μυρμήγκια. Και τότε καταλαβαίνουμε πως ενδεχομένως το μόνο τίμημα είναι η βεβαιότητα πως το παιχνίδι (το οποίο μάλιστα έχουμε αρχίσει παρά τη θέλησή μας) έχει χαθεί, γιατί ακόμη κι αν βρίσκαμε τη δύναμη να καταστρέφαμε τα πάντα και να αρχίζαμε από το μηδέν, και πάλι συχνά θα προτιμούσαμε να πέφταμε άρρωστοι. Έτσι ώστε, στο τέλος, το τίμημα να είναι αυτή η ίδια η τρομερή αρρώστια η οποία ενδεχομένως να είναι ήδη πραγματική και στη διάρκεια της οποίας ακόμη και τα διαβολικότερα παιχνίδια μάς προσφέρουν αντάξιές μας διασκεδάσεις». Ζορζ Μπατάιγ, «Τόποι προσκυνήματος: Χόλυγουντ»

Μια από τις συνιστώσες του πρώιμου υπερρεαλισμού, όπως αυτή εκφράστηκε κυρίως από το περιοδικό Documents, το οποίο εξέδιδαν από το 1929 έως το 1930 ο Ζορζ Μπατάιγ, ο Μισέλ Λεϊρίς και ο Καρλ Αϊνστάιν, ήταν η ενσωμάτωση εθνολογικών και λαογραφικών στοιχείων στο επαναστατικό και ποιητικό πρόταγμα του κινήματος. Αυτή η χρήση αρχείων, τεκμηρίων της ιστορίας και της λαϊκής κουλτούρας, ανθρωπολογικών ιχνών και επιστημονικών ή επιστημονικοφανών εργαλείων με έμφαση στο σώμα, στο θάνατο και στο υπερβατικό δεν είχε ως στόχο της τον επαναπροσδιορισμό ή την ανακατονομή της γνώσης, όπως στην εννοιολογική τέχνη· ούτε την αναζήτηση της καθαρής μορφής στην επαναπλαισίωση και την κατάργηση της λειτουργικότητας του αντικειμένου, όπως στον Ντισάν ή σε ορισμένους καλλιτέχνες της ποπ. Αντίθετα, εδώ ο ιδεολογικός και αισθητικός άξονας είναι η διερεύνηση του ιερού, της σκοτεινής, απωθητικής και ταυτόχρονα ελκυστικής, ορμής της ανθρώπινης υπόστασης, την οποία καλείται να αποκαλύψει η τέχνη και η λογοτεχνία. Μακριά από τη χριστιανική θρησκευτικότητα ή την ασφάλεια μιας παραμυθητικής μεταφυσικής, το άλογο και το ανορθολογικό λογίζονται εδώ ως αιτήματα ενός επαναστατημένου υποκειμένου. Το ιερό είναι ένας ψυχικός τόπος πριν από την εγκαθίδρυση του εγκόσμιου συστήματος απαγορεύσεων και ανασταλτικών μηχανισμών, ένας τόπος στον οποίον απόλαυση και οδύνη, βία και ηδονή, σύνθεση και αποσύνθεση, συνυπάρχουν συνηρημένες σε μια διαρκή κατάσταση μεταβολής. Ο ίδιος ο Μπατάιγ κάνει λόγο για αλλοίωση. «Η αλλοίωση –την οποία ο Μπατάιγ χρησιμοποιεί για να περιγράψει την πρωταρχική ενόρμηση της ανθρώπινης αναπαράστασης του εαυτού- γίνεται μια έννοια που ταυτόχρονα μας οδηγεί προς τα πάνω και προς τα κάτω [...] Η αλλοίωση φέρνει σε κατάσταση σύγχυσης τη λογική εκείνη που διατηρεί ως αντίθετους πόλους όρους όπως υψηλό και χαμηλό, ταπεινό και ιερό και αυτή η συνύπαρξη των αντιθέτων μας βοηθά να καταλάβουμε την αλήθεια που ο Μπατάιγ ουδέποτε κουράστηκε να αποδεικνύει: ότι η βία βρίσκεται ιστορικά στην καρδιά του ιερού».

Είναι από πολλές απόψεις, λοιπόν, ένας χρήσιμος οδηγός πλοήγησης για την έκθεση της Πόλυς Κοκκινιά το απόσπασμα από το κείμενο του Μπατάιγ «Τόποι προσκυνήματος: Χόλυγουντ», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1929 στο περιοδικό Documents. Κατ’ αρχάς, γιατί την τοποθετεί σε μια συγκεκριμένη παράδοση και προσφέρει πλαίσιο ανάγνωσης στον ενδιάμεσο, σκοτεινό και ασαφή χώρο που δημιουργούν οι εσωτερικές αντιθέσεις των έργων.

Αντιθέσεις αρχικά ανάμεσα στα μέσα. Τα γλυπτά της Κοκκινιά λειτουργούν περισσότερο ως υποδοχείς των προβολών βίντεο, παρά ως οθόνες τους, και αυτή η συνύπαρξη προκαλεί με τη σειρά της ένα νέο σύστημα διττών σχέσεων. Έτσι, η προφανής αντιπαραβολή των τριών διαστάσεων του γλυπτού με τις δύο διαστάσεις του βίντεο αποτυπώνει και αναδιπλασιάζει την αντίθεση ανάμεσα στον εύθραυστο χαρακτήρα των κατασκευών –από χαρτί και ξύλο ως επί το πλείστον– και την υλική σταθερότητα της ψηφιακής εικόνας, ανάμεσα στον τελετουργικό και μαγικό χαρακτήρα των επαναλαμβανόμενων πράξεων του σώματος και τον στατικό, εγκόσμιο χαρακτήρα του αντικειμένου, ανάμεσα στο αλλοιωμένο σώμα της προβολής και το υβριδικό γλυπτό.

Αντιθέσεις, κατά δεύτερο λόγο, ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο. Τα γλυπτά πρωτευόντως, αλλά και τα εκθέματα στις παράδοξες, νοηματικά σιωπηλές προθήκες, αντλούν τα χαρακτηριστικά τους από μια σχεδόν αναγνωρίσιμη σκευή που ποτέ δεν γίνεται απόλυτα σαφής. Ταυτόχρονα όργανα βασανισμού και ιατρικός εξοπλισμός, δεν αναμειγνύουν τόσο φαινομενικά αταίριαστα μορφικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά όσο αποτυπώνουν μια αρχέγονη ιστορική και ψυχική συνθήκη όπου με πλατωνικό τρόπο τα δύο, ο πόνος και η θεραπεία του, είναι αξεδιάλυτα. Εάν ωστόσο στα γλυπτά η αίσθηση του ανοίκειου προκύπτει από το λειτουργικό συμφυρμό και την εικονογραφική υπενθύμιση των αδιευκρίνιστων ορίων της ανθρώπινης κατάστασης, στα βίντεο είναι συγκινησιακή και σωματική, παραπέμποντας κατά κυριολεξία σχεδόν στην παρατήρηση του Φρόυντ ότι το ανοίκειο βρίσκεται βαθιά ριζωμένο σε ό,τι μας είναι περισσότερο οικείο και μας υπενθυμίζει το Αυτό, τις πιο απαγορευμένες και απωθημένες μας ενορμήσεις. Πράγματι, στα βίντεο της Κοκκινιά, σημεία του σώματος με τονισμένο ερωτογενή χαρακτήρα, το στόμα, οι θηλές, η γλώσσα, αποσπώνται από το περιβάλλον τους, το πρόσωπο, το στήθος, καθίστανται λειτουργικά ανερμήνευτα και προσλαμβάνουν έναν βαθύ ανησυχητικό χαρακτήρα: δεν είναι μόνον ότι μας φαίνονται οικείες μορφές και υποκύπτουμε στην ταραχή της προσπάθειας να τις αναγνωρίσουμε· ούτε ότι αυτή η παραμόρφωση προκαλεί μια απροσδιόριστη και ασύνειδη αγωνία για τον κατακερματισμό του σώματος. Είναι κυρίως ότι αυτή η αλλοίωση του σώματος, ζοφερές οπές που χάσκουν στα χέρια, αιδοία και πληγές στα δάχτυλα, οιδήματα και ρόζοι, η ενόρμηση της αναπαράστασης του εαυτού, κατά τον Μπατάιγ, αποκτά έναν συστατικά απτικό τελετουργικό χαρακτήρα που καταβυθίζεται στις πιο σκοτεινές και βίαιες, ιερές στιγμές οδύνης και απόλαυσης του θρυμματισμένου εγώ.

Γιατί το σώμα μας το πιάνουμε για να το αναγνωρίσουμε και να το θεραπεύσουμε, για να το απολαύσουμε και να του προσδώσουμε ενότητα. Το σώμα και η ωμότητά του, η εξέλιξη και η αποσύνθεσή του, όσα ίχνη μένουν πάνω του, όπως στα όνειρα, καθημερινά κατάλοιπα της δραστηριότητάς του είναι οι εναλλασσόμενοι πόλοι μιας τελετουργίας συγκρότησης που χρειάζεται αυτήν ακριβώς την αποσπασματικότητα, την εμμονή και την υπέρβαση των ορίων για να γίνει θεραπευτική. Η ψυχανάλυση μας διδάσκει πως ο πόνος της νεύρωσης είναι ένας πόνος που επαναφέρει τη συνείδηση του σώματος, είναι μια διαδικασία ενσάρκωσης: το εγώ επανέρχεται στη θεμελιώδη σωματικότητά του μέσω του μηχανισμού της διάρρηξης της κανονικότητας και της υγείας. Είναι αυτή η αρρώστια για την οποία κάνει λόγο ο Μπατάιγ, το τίμημα των ελάχιστων προσπαθειών, όταν γνωρίζουμε πως το παιχνίδι έχει πια χαθεί, η φριχτή και λυτρωτική συνείδηση του μικρού θανάτου που συνοδεύει τις άχαρες δραστηριότητές μας, τις επαναληπτικές κινήσεις που συνοδεύουν σαν κόμποι προσευχής τα διαβολικά μας παιχνίδια.

Θεόφιλος Τραμπούλης, Αθήνα, 2009