Κοινωνικός Κονστρουκτιβισμός
Θεωρία της κοινωνικής ανάπτυξης. Το σημαντικότερο θέμα του θεωρητικού πλαισίου του Vygotsky είναι ότι η κοινωνική αλληλεπίδραση διαδραματίζει έναν θεμελιώδη ρόλο στην ανάπτυξη της γνώσης. Είπε:(1978): «Κάθε λειτουργία στην πολιτιστική ανάπτυξη του παιδιού εμφανίζεται δύο φορές: κατ' αρχάς, στο κοινωνικό επίπεδο, και κατόπιν σε ατομικό επίπεδο, δηλαδή μια φορά μεταξύ των ανθρώπων (interpsychological) και έπειτα μέσα στο παιδί (intrapsychological).Μια δεύτερη πτυχή της θεωρίας του Vygotsky είναι η ιδέα ότι η δυνατότητα για τη γνωστική ανάπτυξη εξαρτάται από τη «ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης», ένα επίπεδο ανάπτυξης που επιτυγχάνεται όταν συμμετέχουν τα παιδιά σε ομαδικές δραστηριότητες. Η πλήρης ανάπτυξη της ζώνης επικείμενης ανάπτυξης εξαρτάται από την κοινωνική αλληλεπίδραση. Ως Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης θεωρείται η δυνατότητα της νοητικής και μαθησιακής ανάπτυξης του παιδιού με την καθοδήγηση του ενήλικα ή του συμμαθητή του σε σχέση με το τι μπορεί να καταφέρει μόνο του χωρίς την παρεμβολή των ενηλίκων ή των συμμαθητών. Η θεωρία του Vygotsky ήταν μια προσπάθεια να εξηγηθεί η συνείδηση ως τελικό προϊόν της κοινωνικοποίησης. Παραδείγματος χάριν, στην μάθηση της γλώσσας, οι πρώτες εκφράσεις μας με τους συνομηλίκους ή τους ενήλικες έχουν σκοπό την επικοινωνία αλλά μόλις κατανοηθούν,εσωτερικοποιούνται και γίνονται «εσωτερική ομιλία». Η θεωρία του Vygotsky συμπληρώνει την θεωρία του Bandura στην κοινωνική μάθηση και είναι συστατικό κλειδί της θεωρίας της πλαισιωμένης μάθησης.
Η κοινωνικοπολιτισμική θεωρία είναι μια γενική θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης. Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας του Vygotsky έγινε στα πλαίσια της μάθησης της Γλώσσας στα παιδιά (Vygotsky, 1962), αν και οι μεταγενέστερες εφαρμογές του πλαισίου της θεωρίας του είναι ευρύτερες. Ένα παράδειγμα της θεωρίας του είναι το παράδειγμα με το τυχαίο γνέψιμο ενός δαχτύλου του χεριού. Αρχικά, αυτή η κίνηση γίνεται χωρίς νόημα. Πιάνοντας την κίνηση εντούτοις οι άνθρωποι αντιδρούν στη χειρονομία αυτή, η οποία γίνεται μια κίνηση που αποχτά σημασία και νόημα. Συγκεκριμένα η χειρονομία αντιπροσωπεύει μια διαπροσωπική σύνδεση μεταξύ των ατόμων.
Αρχές της θεωρίας του:
1. Η γνωστική ανάπτυξη περιορίζεται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ηλικίας
2. Η πλήρης γνωστική ανάπτυξη απαιτεί την κοινωνική αλληλεπίδραση
-----
Ο Lev Vygotsky, στα χρόνια του ΄30, δίνει έμφαση στην επίδραση που ασκούν τα πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλλοντα στη μάθηση και υποστηρίζει την ανακαλυπτική μάθηση. Αυτή η προσέγγιση τοποθετεί το διδάσκοντα σε ένα ενεργό ρόλο ενώ συγχρόνως οι μαθητές αναπτύσσουν τις νοητικές τους ικανότητες φυσικά, μέσα από ποικίλα μονοπάτια της ανακάλυψης.
Τρία θέματα ενοποιούν την, μάλλον πολύπλοκη, θεωρία του Vygotsky. Το πρώτο είναι η σπουδαιότητα της πολιτισμικής παράδοσης, το δεύτερο είναι ο κεντρικός ρόλος της γλώσσας και το τρίτο είναι αυτό που ο Vygotsky ονομάζει «ζώνη επικείμενης ανάπτυξης».
Τρεις βασικές υποθέσεις του Vygotsky:
1. Το κοινωνικό περιβάλλον
Η κοινότητα θέτει ένα κεντρικό ρόλο. Οι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος του μαθητή επηρεάζουν σημαντικά τον τρόπο που αυτός βλέπει τον κόσμο
2. Εργαλεία για γνωστική ανάπτυξη
Το είδος και η ποιότητα αυτών των εργαλείων καθορίζεται από τον τύπο και το ρυθμό της ανάπτυξης. Τα εργαλεία δυνατόν να περιλαμβάνουν: σπουδαίους ενήλικες για το μαθητή, γλώσσα, πολιτισμική παράδοση
3. Η ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης (Zone proximale de développement)
Σύμφωνα με τη θεωρία του Vygotsky οι δεξιότητες για την επίλυση προβλημάτων μπορούν να τοποθετηθούν σε τρεις κατηγορίες ως εξής:
α) αυτές που εκτελούνται ανεξάρτητα από το μαθητή
β) αυτές που δεν μπορούν να εκτελεστούν ούτε με βοήθεια
γ) αυτές που ανήκουν μεταξύ των δύο, δηλαδή τα έργα που μπορούν να εκτελεσθούν με βοήθεια.
Η ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης
Η ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης ενός μαθητή είναι η απόσταση μεταξύ του πραγματικού αναπτυξιακού επιπέδου, όπως καθορίζεται από ανεξάρτητη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων και του επιπέδου της δυναμικής, όπως καθορίζεται μέσω της επίλυσης των προβλημάτων κάτω από την καθοδήγηση ενός ενήλικα ή σε συνεργασία με πιο ικανoύς συμμαθητές του.
Το πραγματικό αναπτυξιακό επίπεδο ενός παιδιού υποδηλώνει το επίπεδο νοητικής ανάπτυξης σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Υποδηλώνει τις λειτουργίες που έχουν ωριμάσει στο παιδί. Η ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης καθορίζει λειτουργίες που δεν έχουν ωριμάσει ακόμα αλλά βρίσκονται στη διαδικασία της ωρίμανσης και ανάπτυξης. Η ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης μας επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε το άμεσο μέλλον του παιδιού και τη συνολική δυναμική κατάσταση της ανάπτυξής του. Η εμπειρία δείχνει ότι το παιδί με την ευρύτερη ζώνη επικείμενης ανάπτυξης έχει καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο. Παραδείγματος χάρη, δύο παιδιά ηλικίας δέκα ετών απαντούν και τα δύο στις ίδιες ερωτήσεις, τις οποίες μπορούν να απαντήσουν κατά μέσο όρο τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Όταν όμως ένα από τα παιδιά αφού καθοδηγηθεί κατάλληλα απαντά επιτυχώς σε ερωτήσεις που το άλλο δεν μπορεί να απαντήσει, μπορούμε να πούμε τότε ότι η ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης του παιδιού αυτού είναι μεγαλύτερη από του άλλου.
Η μάθηση και η ανάπτυξη είναι μια κοινωνική και συνεργατική δραστηριότητα που δεν μπορεί να διδαχθεί. Εξαρτάται από το μαθητή να οικοδομήσει τη δική του κατανόηση στο μυαλό του. Σε αυτή τη διαδικασία ο δάσκαλος ενεργεί ως διευκολυντής της μάθησης.
Η ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σχεδιασμό των κατάλληλων καταστάσεων κατά τη διάρκεια των οποίων προσφέρεται στο μαθητή η απαραίτητη υποστήριξη για τη μέγιστη μάθηση.
Όταν προσφερθούν οι κατάλληλες καταστάσεις, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η μάθηση θα πρέπει να επιτευχθεί σε πλαίσια που έχουν νόημα, κατά προτίμηση σε εκείνο το πλαίσιο στο οποίο η μάθηση μπορεί να εφαρμοστεί.
Εμπειρίες εξωσχολικές πρέπει να συσχετιστούν με τις σχολικές εμπειρίες. Εικόνες, προσωπικές ιστορίες, στιγμιότυπα ειδήσεων, που ενσωματώνονται στις δραστηριότητες, παρέχουν στους μαθητές την αίσθηση της ύπαρξής τους μεταξύ της κοινότητας και της μάθησης.
----------
Κεφάλαιο Α. Οι βασικές θέσεις της θεωρίας του L. Vygotsky.
Τα τελευταία χρόνια σημαντικό ρόλο στη δυτική εξελικτική ψυχολογία αρχίζουν να παίζουν οι ιδέες του Ρώσου ψυχολόγου L. Vygotsky (1896 – 1934) όπως αυτές παρουσιάζονται στα δύο του βιβλία : «Νους στην κοινωνία» και «Γλώσσα και σκέψη».
Τις ιδέες του πρόσεξαν Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ψυχολόγοι, όταν μεταφράστηκε στα αγγλικά το βιβλίο του «Γλώσσα και σκέψη» το 1962. Εδώ ο Vygotsky όχι μόνο ανάπτυξε τη θεωρία του για τη γνωστική εξέλιξη των παιδιών, αλλά πρόσφερε μια διαφορετική ερμηνεία της σχέσης μεταξύ της εξέλιξης της γλώσσας και της εξέλιξης της σκέψης ,από αυτή που είχε εκφράσει ο Piaget.
Τέσσερις βασικές ιδέες διατρέχουν τη θεωρία του Vygotsky .
1. Τα παιδιά οικοδομούν τη δική τους γνώση. Τα παιδιά είναι ενεργητικοί συμμέτοχοι στην ανάπτυξη τους και αυτή η συμμετοχή τους δεν περιορίζεται στον προσδιορισμό των επιθυμιών και αναγκών τους. Η συμμετοχή τους επεκτείνεται και στο είδος, τη μορφή και την ποιότητα της γνώσης που χρειάζονται για την καθημερινή διαπραγμάτευση των αναγκών τους.
2. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να διαχωριστεί από το κοινωνικό πλαίσιο. Κατά τον Vygotsky , η διαδικασία της ανάπτυξης καθορίζεται από της ωρίμανση και τις περιβαλλοντικές επιδράσεις, πάντοτε όμως συντελείται μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Εάν δύο δίδυμα ανατραφούν σε διαφορετικά κοινωνικά ή πολιτιστικά περιβάλλοντα, η διαδρομή της ανάπτυξης τους θα είναι διαφορετική. Οι κοινωνικές και πολιτιστικές διεργασίες επηρεάζουν το περιεχόμενο και τον τρόπο σκέψης των παιδιών. Διαφορετικά μεταξύ τους κοινωνικά περιβάλλοντα ασκούν διαφοροποιημένες επιδράσεις.
3. Η μάθηση καθοδηγεί την ανάπτυξη. Για τον Vygotsky η μάθηση προλειάνει το έδαφος για την ανάπτυξη. Ο γονέας, ο δάσκαλος, ο ενήλικας κάνοντας τα πρώτα βήματα με τη διαμόρφωση στόχων που το παιδί είναι σε θέση να επιτύχει, το οδηγεί σε όλο και πιο σύνθετο επίπεδο ανάπτυξης.
4. Η γλώσσα διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη νοητική ανάπτυξη. Η γλώσσα, σύμφωνα με τον Vygotsky, είναι ένα εργαλείο που επιτρέπει στον παιδικό νου να απλωθεί και να αναπτυχτεί. Ονοματίζει τις νέες ιδέες που συναντά το παιδί και του επιτρέπει να επεκτείνει τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις του σε νέους τομείς. (Salkind,1998, σελ.325-326.)
Α.1. Η κοινωνική αλληλεπίδραση και οι πολιτιστικές διεργασίες στην ανάπτυξη των παιδιών.
Η προσέγγιση του Vygotsky είναι γνωστή ως κοινωνικοπολιτιστική θεωρία γιατί φανερώνει τον δυναμισμό της επίδρασης που έχουν οι κοινωνικές σχέσεις και οι πολιτιστικές διεργασίες στην ανάπτυξη των παιδιών. Σύμφωνα με τον Vygotsky η κοινωνική αλληλεπίδραση προκαλεί αλλαγές στη σκέψη και στη συμπεριφορά των παιδιών. Η ανάπτυξη των παιδιών εξαρτάται από τις αλληλεπιδράσεις του με άλλους ανθρώπους, και της διαδικασίας της μάθησης που συντελείται μέσου της αλληλεπίδρασης του παιδιού με κάποιο άτομο που διαθέτει περισσότερες γνώσεις είτε είναι ο γονέας, ο δάσκαλος είτε κάποιος συνομήλικος του.
Οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις παίζουν ένα βασικό ρόλο τόσο στην κατανόηση της γνώσης και στην απόκτηση δεξιοτήτων όσο και στην κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη των παιδιών. Οι έρευνες των Doise, Mugny(1981) και Perret- Clermont (1980) υπογράμμισαν ξεκάθαρα την εμβέλεια των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Σ ε αυτές τις έρευνες τα παιδιά παρουσίασαν μεγαλύτερη πρόοδο όταν αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους ενώ έλυναν προβλήματα, απ΄ ότι όταν έλυναν προβλήματα δουλεύοντας ατομικά. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το εύρημα ότι η πρόοδος της γνωστικής τους ανάπτυξης παρέμεινε σταθερή στο χρόνο, καθώς διατήρησαν τις επιδόσεις τους όταν ρωτήθηκαν ξανά μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα και όταν εργάστηκαν ατομικά.
Α2. Στάδια της ανάπτυξης της ομιλίας και της γλώσσας κατά Vygotsky
a) Το πρωτόγονο στάδιο. Από τη γέννηση – μέχρι τα 2 χρόνια. Το παιδί χρησιμοποιεί την ομιλία για επαφή με τους άλλους ανθρώπους του κοινωνικού περιβάλλοντος του. Εδώ η ομιλία δεν έχει οποιαδήποτε σημασία για τη νοητική ανάπτυξη του παιδιού.
b) Το στάδιο της νοητική αφέλειας. Από τα 2 έως περίπου τα 7 χρόνια. Εδώ η γραμματική και το συντακτικό γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της ομιλίας του. Η ομιλία σ΄αυτό το στάδιο δεν είναι μέρος των διαδικασιών σκέψης των παιδιών, επειδή η σκέψη του αναπαριστά αντικείμενα και όχι ιδέες. Το παιδί χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να κάνει γνωστές ανάγκες και ιδέες, ο τρόπος όμως που σκέφτεται δεν επηρεάζεται από τη γλώσσα, ούτε η χρήση της γλώσσας τροποποιείται από τη σκέψη του.
c) Το στάδιο του εγωκεντρικού λόγου. Καλύπτει τη σχολική ηλικία από τα 7 έως τα 12 χρόνια. Σε αυτό το στάδιο εμφανίζεται μια στενή αλληλεπίδραση μεταξύ γλώσσας και σκέψης. Το παιδί μιλάει ακατάπαυστα στο εαυτό του, δίνοντας την εντύπωση πως οτιδήποτε έρχεται στο νου του εξέρχεται από το στόμα του. Κατά τον Vygotsky αυτό είναι το στάδιο όπου η γλώσσα αρχίζει να επηρεάζει ουσιαστικά τη σκέψη του παιδιού.
d) Το στάδιο της εσωτερικής ανάπτυξης. Από τα 12 χρόνια και μετά. Η γλώσσα παρουσιάζεται ως αποτελεσματικό εργαλείο για να χρησιμοποιήσει το άτομο συμβολικές αναπαραστάσεις. Στο στάδιο αυτό, ο εσωτερικευμένος (η σκέψη για τα πράγματα), λόγος επηρεάζει τον εξωτερικευμένο λόγο (την κοινοποίηση των πραγμάτων αυτών στους άλλους).
Α3.Η Ζώνη της Επικείμενης Ανάπτυξης.
Έχει καθιερωθεί και είναι σωστό να υπολογίσουμε το στάδιο εξέλιξης ενός παιδιού με βάση την ικανότητα του να επιλύει προβλήματα χωρίς βοήθεια – αυτή είναι η διαδικασία υπολογισμού της ανάπτυξης του παιδιού γνωστή ως Stanford –Binet. Αυτή τη θέση έρχονται να κλονίσουν οι απόψεις του Vygotsky, με την οριοθέτηση της απόστασης μεταξύ του υπάρχοντος εξελικτικού επιπέδου, όπως αυτό διαπιστώνεται από την λύση προβλημάτων χωρίς βοήθεια, και από το επίπεδο δυνητικής ανάπτυξης που καθορίζεται από τη λύση προβλημάτων με την καθοδήγηση ενηλίκου ή με την συνεργασία με ικανότερους συνομηλίκους.
Τα όρια μια τέτοιας απόστασης καθορίζουν τη Ζώνη της Επικείμενης Ανάπτυξης (ή ΖΕΑ). Πώς περιγράφει όμως ο Vygotsky τη Ζώνη της Επικείμενης Ανάπτυξης :
«Είναι η απόσταση μεταξύ του πραγματικού επιπέδου εξέλιξης, όπως αυτό καθορίζεται από την ανεξάρτητη επίλυση του προβλήματος και το επίπεδο της πιθανής εξέλιξης, όπως αυτή καθορίζεται από την επίλυση του προβλήματος κάτω από την καθοδήγηση ενηλίκων ή σε συνεργασία με πιο ικανού συνομήλικους.» Vygotsky: στο Faulkner - Woodhead,( 1999,σελ.94).
Ποιες λειτουργίες όμως καθορίζει η Ζώνη της Επικείμενης Ανάπτυξης;
«Η Ζώνη της Επικείμενης Ανάπτυξης καθορίζει εκείνες τις λειτουργίες που δεν έχουν ωριμάσει ακόμα, αλλά βρίσκονται στη διαδικασία της ωρίμανσης, τις λειτουργίες εκείνες που θα ωριμάσουν αύριο, αλλά προς το παρόν βρίσκονται σε εμβρυακή κατάσταση.» Vygotsky
Η ΖΕΑ είναι το σημείο εκείνο όπου εκπαιδευτές και μαθητές προστρέχουν για να διευρυνθούν οι γνωστικές ικανότητες των παιδιών. Για να μεγιστοποιήσουμε την ανάπτυξη και την μάθηση των παιδιών πρέπει το διδακτικό υλικό να μην είναι πολύ δύσκολο που να του προκαλεί ματαίωση ή πολύ εύκολο που να του προκαλεί πλήξη. Εκπαιδευτές και μαθητές εργάζονται μαζί σε διαφορετικές δραστηριότητες που αποσκοπούν να βοηθήσουν το παιδί να μάθει ευκολότερα και περισσότερα από αυτά που θα μπορούσε να μάθει μόνο του.
«Η Ζώνη της Επικείμενης Ανάπτυξης παρέχει στους ψυχολόγους και στους εκπαιδευτές ένα εργαλείο μέσω του οποίου μπορεί να κατανοηθεί η εσωτερική πορεία της εξέλιξης. Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο, μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας όχι μόνο τους κύκλους και τις διαδικασίες ωρίμανσης που έχουν ολοκληρωθεί, αλλά, επίσης και εκείνες τις διαδικασίες που προς το παρόν είναι σε κατάσταση μορφοποίησης, που απλώς αρχίζουν να ωριμάζουν.» Vygotsky.
Διάγραμμα 1.Η Ζώνη της Επικείμενης Ανάπτυξης(Salkind,1998,σελ.327).
Συμπερασματικά η ΖΕΑ θα μπορούσε να θεωρηθεί η διαφορά μεταξύ της ικανότητας του παιδιού να λύσει προβλήματα από μόνο του και της ικανότητας του να λύνει προβλήματα με την υποστήριξη ενηλίκων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β. Εκπαιδευτικές εφαρμογές της θεωρίας του Vygotsky
Όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο Α΄ ο Vygotsky έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη πρακτική πλευρά της θεωρίας του, κυρίως σε εφαρμογές της εκπαιδευτικής διαδικασίας , της σχολικής εκπαίδευσης. Ασχολήθηκε με τον μοναδικό τρόπο συνεργασίας ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικα, που είναι το βασικό στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και μέσω αυτής της διαδικασίας η γνώση μεταδίδεται στο παιδί με ένα συγκεκριμένο σύστημα. Αυτές οι συστηματικές ιδιότητες της διδασκαλίας κοινωνικοποιούν ιδιαίτερα τη σκέψη των παιδιών (Moll, Whitmove, 1999, σελ.157).
Χρησιμοποιώντας την τεχνική της ΄΄ βήμα προς βήμα στήριξης΄΄ ή ΄΄σκαλωσιάς΄΄ η θεωρία του Vygotsky βρίσκει σπουδαία εφαρμογή σε ένα ευρύ πεδίο της σχολικής πρακτικής κυρίως στα μαθηματικά, στη γραφή ανάγνωση και ορθογραφία και πρωτίστως στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών μέσα στην τάξη.
B.1. Vygotsky και διδασκαλία γραφή και ανάγνωσης.
Ο Vygotsky επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στο χειρισμό της γλώσσας που τη θεωρεί ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της σχολικής εκπαίδευσης. Πίστευε ότι η σχολική διδασκαλία της γραφής και της γραμματικής έβαζε τα θεμέλια για την εξέλιξη της συνειδητής επίγνωσης και του συνειδητού έλεγχου πάνω σε σημαντικές πλευρές του λόγου και της γλώσσας (Minick, 1987). Στη διάρκεια των αλληλεπιδράσεων μέσα στη τάξη ο δάσκαλος κατευθύνει την προσοχή των παιδιών στις σημασίες και τους ορισμούς των λέξεων , και στη συστηματική σχέση μεταξύ τους που δημιουργεί ένα οργανωμένο σύστημα γνώσης, χρησιμοποιώντας ένα δυναμικό μοντέλο διαμεσολάβησης.
Β.1.1.Μοντέλο διαμεσολάβησης δασκάλου – μαθητή.
Το μοντέλο διαμεσολάβησης είναι ένα δυναμικό πλαίσιο εργασίας ώστε να καθοδηγεί τη δοκιμασία της λύσης προβλημάτων από το δάσκαλο. Είναι ένα μοντέλο εργασίας που σκοπός του είναι να καθοδηγεί και να εξελίσσεται μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης που διενεργείται κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας μάθησης. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ο δάσκαλος δημιουργεί και χρησιμοποιεί τη γνώση που προκύπτει από ενέργειες προσαρμοσμένες στο περιεχόμενο του μαθήματος.
Το μοντέλο καθοδηγεί τις αναλύσεις και τις αποφάσεις του δασκάλου σχετικά με το πλάνο διδασκαλίας και τις ενέργειες του κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να καθοδηγεί τις αναλύσεις και τις αποφάσεις του δασκάλου σχετικά με το πώς να συγκεκριμενοποιούν νέες μεθόδους και εποπτικά υλικά και να αναδομούν τη διδασκαλία τους κάνοντας μια έρευνα στην τάξη τους.
Η διαμεσολάβηση του δασκάλου είναι κάτι περισσότερο από το να μεταφέρει υποδείγματα ή οδηγίες για το πώς γίνεται κάτι. Καθώς ο δάσκαλος αλληλεπιδρά με το μαθητή αναλύει συνεχώς πώς σκέφτονται οι μαθητές και ποιες στρατηγικές χρησιμοποιούν για σωστή χρήση της γλώσσας και κατασκευή εννοιών. Με βάση αυτή την ανάλυση ο δάσκαλος αποφασίζει πόση και ποιου τύπου υποστήριξη προσφέρει.
Στόχος της διδακτικής διαμεσολάβησης είναι να βοηθά το μαθητή να αναπτύξει τη δική του αυτογνωσία, για να γίνει ένας ανεξάρτητος αυτοκαθοδηγούμενος αναγνώστης με σωστή χρήση γραμματικής και ορθογραφίας.
B.1.2.Έρευνα δράσης στην τάξη.
Ο Vygotsky θεωρεί την τάξη ως εργαστήριο στο οποίο μελετάται η μάθηση και η ανάπτυξη του μαθητή. Μπορεί να γίνει ακόμα ένα εργαστήριο, στο οποίο μελετάται πώς μαθαίνουν οι μαθητές., διερευνώντας τις αλλαγές που μπορεί να επιφέρει στη διδακτική η σύγκλιση της έρευνας με την πρακτική.
Με βάση τα αποτελέσματα έρευνας που γίνονται σε μια τάξη ρυθμίζουμε το μοντέλο διαμεσολάβησης για περισσότερη ενίσχυση και καθοδήγηση των μαθητών με αδυναμία στην ανάγνωση, γραφή ή ορθογραφία
Β.2. Vygotsky και μαθηματικά.
Η θεωρία του Vygotsky (1997, 1998) διαλεύκανε τον ουσιαστικό λόγο που παιζουν οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, ιδιαίτερα στην απόκτηση της επιστημονικής γνώσης. Η σπουδαιότητα των εντοπισμών σε συγκεκριμένα πλαίσια ερευνών, έγινε φανερή και οι σχολικές τάξεις έγιναν ένα προνομιακό πεδίο ερευνών στις τελευταίες δεκαετίες. Τα ερευνητικά έργα συνδέονται απευθείας με τα περιεχόμενα των αναλυτικών προγραμμάτων και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, όπως είναι το διδακτικό πλαίσιο, η σχολική εργασία, οι οδηγίες εργασίας, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, όλα αυτά αναλύονται σε βάθος.
Η πολιτισμική και ιστορική ερευνητική μέθοδο του Vygotsky όπου δίνεται έμφαση στην ομαδική δραστηριότητα και στο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματώνεται - βοηθά τους δασκάλους των μαθηματικών να κατανοήσουν τις τάσεις και ανακολουθίες που ανακύπτουν στη διδακτική του μαθήματος. Οι καινούργιες μορφές μαθηματικής γνώσης, που επινοήθηκαν εξαιτίας των νέων ανθρώπινων δραστηριοτήτων που χρησιμοποιούν καινούργια εργαλεία, και οι αλλαγές που σημειώθηκαν στο τρόπο χρήσης των μαθηματικών από τις τεχνολογικές κοινωνίες, αποτελούν πρόκληση για τους εκπαιδευτικούς. (Crawford, 1999, σελ..331).
Β.2.1.Ο δάσκαλος ως καθοδηγητής στη διδασκαλία των μαθηματικών.
Η καθοδήγηση του δασκάλου προς τους μαθητές για εμπέδωση των μαθηματικών εννοιών είναι καθοριστική, αλλά περισσότερο επιβάλλεται η συνεργασία δασκάλου – μαθητή. Δουλεύοντας μαζί μπορούν να αποφασίσουν ποια δεξιότητα πρέπει να εμπεδωθεί και έπειτα να καταγράψουν την αλλαγή με τέτοιο τρόπο, ώστε η πρόοδος του μαθητή να αξιολογείται εντός συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου.
Κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας με στόχο τη λύση μαθηματικών προβλημάτων ή την κατανόηση μαθηματικών εννοιών ο δάσκαλος αναλαμβάνει κάποιους ρόλους.
1. Ως άτομο που καθοδηγεί και υποστηρίζει, ο δάσκαλος βοηθά σημαντικά τα παιδιά να τολμήσουν να προσαρμόσουν τις ερωτήσεις τους και τις ιδέες και να τις εφαρμόσουν σε εφικτές δραστηριότητες, ώστε το κάθε παιδί να σημειώνει επιτυχίες στις μαθηματικές εργασίες του.
2. Επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών. Αντί να θεωρούν το δάσκαλο ως τη μόνη έγκυρη πηγή βοήθειας, οι μαθητές με την έγκριση του δασκάλου λαμβάνουν βοήθεια από κάποιον συμμαθητή τους, με περισσότερες ικανότητες.
3. Ως αξιολογητής της ατομική και συλλογικής εξέλιξης των μαθητών, καταγράφει τα ατομικά ενδιαφέροντα και τις σκέψεις των μαθητών χρησιμοποιώντας τα για ανατροφοδότηση μαθησιακών στόχων.
Β.2.2.Το πρόγραμμα της Jean Schmittau.
H Jean Schmittau, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο πολιτειακό πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ύστερα από πρόσκληση της Ρωσικής Ακαδημίας Εκπαίδευσης , παρακολούθησε τον τρόπο διδασκαλίας των μαθηματικών, που βασίζονταν στις εργασίες του Ρώσου ψυχολόγου V.V. Davidson, εργασίες εμπνευσμένης από τη θεωρία του Vygotsky.
Διαπίστωσε ότι οι Ρώσοι μαθητές κατανοούσαν βασικές και πολυπλοκότερες μαθηματικές έννοιες. Με άλλα λόγια οι Ρώσοι μαθητές διδάσκονταν πώς να μαθαίνουν, όχι απλώς αυτό που έπρεπε να μάθουν.
Η Schmittau προσάρμοσε αυτές τις τεχνικές σε σχολικό πρόγραμμα στο Susquchanna της Ν. Υόρκης. Το πρόγραμμα, που εξακολουθεί να εφαρμόζεται, πέτυχε να κάνει τα μαθηματικά προσιτά ακόμα και σε μαθητές που οι προηγούμενες επιδόσεις τους ήταν χαμηλές. (Salkind, 1998, σελ.334.)
Β.3. Vygotsky και χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών .
Ο Vygotsky στο «νους και κοινωνία» (1997) δηλώνει ότι «όλες οι υψηλότερες λειτουργίες εισάγονται ως πραγματικές σχέσεις ανθρώπινων προσωπικοτήτων». Προφανώς δεν εννοούσε τους Η/Υ όταν έγραφε «an object-oriented movement». Μπορούμε όμως να το επεκτείνουμε και σε αυτούς.
Εάν δούμε τα σχολεία και ιδιαίτερα τα πανεπιστήμια με μια μηχανική άποψη, τότε αυτά μοιάζουν με hyper context (υπερβάλλοντα ). Για τους μαθητές και τους καθηγητές μια διδακτική περίοδος μοιάζει με «αίθουσα», η οποία ορίζεται ως το κέντρο των δραστηριοτήτων. Στην «αίθουσα» αυτή ο Η/Υ μας προσφέρει ένα πεδίο να σκεφτούμε, αλλά και να δημιουργήσουμε μαζί του.
Εφόσον το κύριο μέσο επικοινωνίας του Η/Υ είναι η οθόνη, μας δημιουργείται η αίσθηση, ότι έχουμε οπτική επικοινωνία με την έννοια της εικόνας, της κίνησης. Επιπλέον μπορούμε να ελέγχουμε την οθόνη με το πληκτρολόγιο, το ποντίκι και άλλα μέσα, έχουμε την αίσθηση ότι χρησιμοποιούμε τον Η/Υ για να υποστηρίζουμε άλλες φυσικές λειτουργίες της γλώσσας. Και αφού ένας αριθμός Η/Υ μπορούν να δικτυωθούν, έχουμε την αίσθηση ότι χρησιμοποιούνται οι δυνατότητες των Η/Υ για να υπάρξει αλληλεπίδραση με τις ιδέες των άλλων.
Β.3.1.Το πρόγραμμα SLANT.
Το πρόγραμμα SLANT που καταρτίστηκε το 1990 προσπαθεί να ερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά του δημοτικού σχολείου συζητούν, όταν συνεργάζονται για να επιτελέσουν ένα έργο με τον υπολογιστή. Οι κύριοι στόχοι του είναι:
v Να προσδιορίσει τρόπους με τους οποίους οι σχολικές δραστηριότητες που βασίζονται στον υπολογιστή παρέχουν πλαίσια για μάθηση.
v Να περιγράψει τη ποικιλία και την ποιότητα του διαλόγου των μαθητών
v Να συσχετίσει την ομιλία με το είδος των χρησιμοποιούμενων προγραμμάτων.
v Να βοηθήσει τους δασκάλους στο να αναπτύξουν και να βελτιώσουν την πρακτική τους. (Mercer, Fisher, 1999, σελ.138).
Τα συμπεράσματα αυτού του προγράμματος υποστηρίζουν ότι για να υπάρξει επιτυχή εκπλήρωση των στόχων που τέθηκαν στην αρχή, πρέπει α) τα προγράμματα με υπολογιστή να ασκούν μια καθοριστική επίδραση στις δραστηριότητες των μαθητών και β) δεν πρέπει να επικρίνουμε ή να επιχειρούμε να μειώνουμε την σημαντική επίδραση που ασκεί ο δάσκαλος σε δραστηριότητες μάθησης μέσω υπολογιστή, γιατί η ευθύνη του είναι να εξασφαλίσει ότι η εμπειρία των παιδιών που βασίζεται στον υπολογιστή συμβάλλει στη μόρφωσή τους.