Ξεκινάμε από την πλατεία αμίλητοι, στα μάτια μας
πηγμένο μίσος, τα πόδια μας ρομποτικά –ένα τσούρμο κρατημένες ανάσες.
Περπατάμε προς τη Στουρνάρη χωρίς ψυχή, αλίμονο σ΄αυτόν που θα σταθεί
εμπόδιό μας –από πάνω του θα περάσουμε. Επειδή σήμερα αθώωσαν το
Μελίστα.
Στην αρχή δεν το πιστέψαμε –κυκλοφόρησε η είδηση χαλασμένο τηλέφωνο «στο Εφετείο δέχτηκαν το εν βρασμώ», «βγάλανε λάδι το κάθαρμα», «σε λίγο θα καταδικάσουν και τον Καλτεζά μετά θάνατον» -τέτοιες ιστορίες. Εγώ ήμουνα περαστικός, κοίτα τι έγινε. Είχα πάει να παραδώσω μισή μετάφραση, μπλέχτηκα εκεί πέρα με κάτι σουβλάκια, βάρυνα κανονικά. Είπα λοιπόν να πιω καφέ στην πλατεία πριν γυρίσω σπίτι γιατί το έκοβα να κοιμάμαι οδηγώντας τη μηχανή –το έχω πάθει μια φορά, μην το γελάς καθόλου! Βρήκα τον Καβάτζα μαζί με κάτι άλλους, πιάσαμε την αναπόληση, ήρθαν μετά κάποιοι καινούργιοι, ροκαμπιλάδες από τα Δυτικά –κόλλησα, ένεκα η περιέργεια. Και ξαφνικά άρχισαν οι φωνές. Δεν το πολυπίστεψα –κουφό όσο να πεις, αλλά μετά θυμήθηκα οτι έχουμε οικουμενική κυβέρνηση. Η καλύτερη περίοδος να αθωώσεις ένα μπάτσο –αν κανένας σου τη βγει θα το ρίξεις στην διακομματική συναίνεση. Οικουμενική κυβέρνηση σου λέει ο άλλος, οικουμενική ανευθυνότητα –αυτό καταλαβαίνω εγώ. Έψαξα λοιπόν, ρώτησα μερικούς σοβαρούς, δεν ξέρανε –ψάχνονταν κι εκείνοι. Μέχρι που η είδηση μας χτύπησε από παντού –σα ματωμένη πετσέτα. Έτσι έγινε, ο Μελίστας αθώος. Κόσμος έχει ήδη μαζευτεί έξω από την πλαϊνή πύλη του Πολυτεχνείου, κάτι κομματικοί φοιτητές στέκονται αναποφάσιστοι, περνάνε δίπλα τους –δεν καταλαβαίνουμε Χριστό. Από τη γωνία βλέπουμε παιδιά να κλείνουν την Πατησίων. Θέλουμε να βρούμε τον πρώτο τυχόντα ένοχο –να ξεσπάσουμε. Αλλά για την ώρα μόνο συνεννοούμαστε κοφτά. Ετοιμάζεται πορεία, μέσα στο Πολυτεχνείο ψάχνουν μπογιές και λινάτσες για πανό, κάτι έμπειροι πλακώνονται για τα συνθήματα. Κοιτάζω γύρω, περιμένω πότε θα σκάσουν οι κλούβες –δε θα πάω με την πορεία. Θα μείνω εδώ, περιφρούρηση, το χρωστάω στο Βασιλάκη. Άσε που βαριέμαι τον ποδαρόδρομο και κάτι ακόμα. Δε θέλω να χάσουμε το Πολυτεχνείο, έχει ξαναπαιχτεί το εργάκι –εμείς στο ξεποδάριασμα όσο οι Κνίτες κλειδώνονται μέσα. Γυρνάς μετά και σε περιλαβαίνουν με τους πυροσβεστήρες σε στυλ πατρινό καρναβάλι. Άλλά όχι απόψε. Κανένας πούστης δε θα μας κόψει. Βλέπω την πορεία να ξεκινάει, μετράω όσους μένουμε πίσω –λίγοι είμαστε. Κόβω βόλτες στο προαύλιο, υπάρχει μια αναστάτωση μέσα στα κτίρια, τζάμια σπάνε, κόσμος κουβαλάει τραπέζια και καρέκλες. Τα βγάζουν έξω να έχουν πρόχειρα αναχώματα –κάποιοι σπάνε ότι ξύλινο βρουν για να οπλιστούν. Νιώθω εντάξει εδώ πέρα. «Την πέσανε στην πορεία!» «Έπεσε τρελό ξύλο, ο κόσμος έρχεται κατά δω τρέχοντας!» «Κλείστε τις πύλες!» «Μην κλείνετε τις πύλες –έρχεται κόσμος ρε μαλάκες!» Ξυπνάω από το κουβάλημα επίπλων στο προαύλιο. Ξέρω τι πρέπει να γίνει τώρα, δεν είμαι μόνος, ήδη τα παιδιά βγαίνουν στην Πατησίων να στήσουν οδοφράγματα. Τρέχω μαζί τους, σπρώχνω κάδους, ανάβω σκουπίδια. Θα προλάβουν να περάσουν αυτοί της πορείας πριν μας κλείσουν οι κλούβες; Κοιτάζω κατά την Ομόνοια, κόσμος ανεβαίνει. Που είναι οι μπάτσοι; Με πλησιάζουν κάτι παιδιά κλαμένα, ψάχνουν για μπουκάλια νερό –να ξεπλύνουν τα δακρυγόνα από τα μούτρα τους. Ανάμεσά τους ο Σπήλιος ο Μοϊκανός, κλωτσάει σκουπίδια βλαστημώντας. «Τι παίχτηκε ρε μαλάκα;» τον πλευρίζω. «Το πουλί μας παίχτηκε μέχρι να ξεχειλώσει. Τους είχαμε σου λέω, θα μπορούσαμε να τους μουντάρουμε και πάνω στο καλό το ρίξαμε στην πιλάλα», μουγκρίζει. «Σιγά μην τους είχατε!» «Ναι γαμώτο! Μια ολόκληρη διμοιρία!» «Δεν υπήρχαν άλλοι;» «Υπήρχαν! Αλλά εμείς θα τη γαμάγαμε τη διμοιρία μέχρι να μας πλησιάσουν!» Γελάω –είναι καταπληκτικός ο Σπήλιος. Σε μια πορεία είχε βεντουζάρει πάνω σε έναν Ματά και τον κοπάναγε –τραβάγανε οι δικοί του, τίποτα ο Σπήλιος, πέσαμε κι εμείς πάνω του μπας και τον γλιτώσουμε, καταλήξαμε συνεργασία με τους μπάτσους μέχρι να τα καταφέρουμε, μόνο τηλέφωνα δεν αλλάξαμε εκείνη τη μέρα, να μας έχουν υπόψη, να μας προτιμούν. «Έρχονται!» ακούω μια τσιρίδα. Κοιτάζω κατά Ομόνοια και τους βλέπω. Κοιτάζω προς Πατήσια –βλέπω κι άλλους. Δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι. Τώρα μας σπρώχνουν από παντού, δε θέλουν να μας διαλύσουν είναι φανερό –να μας κλείσουν μέσα στο Πολυτεχνείο θέλουν. Γύρω μου φεύγουν σύννεφο οι πέτρες, πλαστικές σακούλες τίγκα στις μολότοφ αλλάζουν χέρια, κουβαλάω αλλά δεν παίρνω. Είμαι αρκετά πίσω, φοβάμαι να πετάξω –μη χτυπήσω κανέναν δικό μας. Βρίσκω τον Καβάτζα, μαθαίνω οτι η πλατεία είναι ακόμα ανοιχτή, κόσμος έρχεται από κει προς το Πολυτεχνείο. «Τι κάνουν γαμώτο; Μας σπρώχνουν να κλειστούμε μέσα σαν τα ποντίκια;» αναρωτιέμαι. «Θέλουν να γίνει τζερτζελές –να έχουν λόγο όταν θα μας λιώσουν», λέει ο Καβάτζας. «Εντάξει τότε, θα συνεργαστούμε απολύτως», γελάω. Έχουν ήδη στηθεί οδοφράγματα, οι μπάτσοι σκάνε βόμβες δακρυγόνων όσο πιο κοντά μας μπορούν, εμείς πετάμε οτι βρίσκουμε, κόσμος εναλλάσσεται μπρος-πίσω, μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Βλέπω έναν πιτσιρικά που έχει ξεμυτίσει από το οδόφραγμα Πατησίων και Στουρνάρη, έχει κρυφτεί πίσω από ένα δεντράκι λεπτό σαν καλαμάκι του φραπέ και ρίχνει πέτρες. Σημαδεύει κιόλας. Κάποια φορά πετυχαίνει ένα πηλίκιο από αυτούς που κάθονται στο πεζοδρόμιο του ΜΙΝΙΟΝ, ορμάνε τότε κατά πάνω του κι ο πιτσιρικάς τρέχει απορώντας πως διάολο τον είδαν! Χώνεται ανάμεσα στους κάδους, γλιτώνει, αλλά τώρα κάνουν κανονικό ντου τα ΜΑΤ. Έρχονται τροχάδην, κοπανάνε τα γκλοπς στις ασπίδες, τρώνε κάτι μολότοφ ξεγυρισμένες, φρενάρουν έχοντας κερδίσει λίγα μέτρα. Κι αρχίζουν το βομβαρδισμό. Πίσω από τις ασπίδες έχουν κάποια άτομα –ρίπτες, αυτοί πετάνε τις βόμβες τους ανάμεσά μας, δίπλα στις ασπίδες προβάλουν οι διαστημάνθρωποι με τις φυσούνες. Χάνεται ο ουρανός από πάνω μας. Και τότε ανακαλύπτω οτι καίγομαι, το δέρμα κοντεύει να ξεκολλήσει από τα μούτρα μου, κουνάω δάχτυλα μπας και νιώσω καλύτερα. Αρχίδια! Όσο περνάει η ώρα νιώθω όλο και πιο γδαρμένος, ακουμπάω τα δάχτυλα στα μάγουλά μου –δεν τρέχει τίποτα. Δεν έχω αρπάξει φωτιά, αυτό είναι σίγουρο, αλλά καίγομαι! Αλήθεια σου λέω. Κάνω βήματα πίσω, βλέπω παιδιά να ουρλιάζουν, κάποιος πανικός, σε λίγο θα μας σκορπίσουν αν το πάμε έτσι. Φεύγω μαζί τους, φτάνουμε στο οδόφραγμα προς Πατήσια, τα ίδια σκατά εκεί πέρα. Το οδόφραγμα με το ζόρι κρατιέται, κάτι άγριοι πετάνε πέτρες στα ΜΑΤ, τζάμπα κόπος. Μας σπρώχνουν με τις σκατοβόμβες τους, την πατήσαμε. «Πάμε μέσα, όλοι μέσα!» φωνάζει ο κόσμος τριγύρω. Έχουν δίκιο, τα οδοφράγματα δεν θα κρατήσουν πολύ ακόμα, φεύγω λοιπόν προς το Πολυτεχνείο με αργό βήμα –δεν θέλω να μπερδευτώ μ΄αυτούς που τρέχουν και να πέσω, δεν θέλω να παραπατήσω στα σκουπίδια. «Κλείστε τις πύλες!» «Μην κλείνετε τις πύλες! Υπάρχει κόσμος απέξω!» Τα παιδιά ανάβουν φωτιές στο προαύλιο και οι κερατάδες απέξω κανονικά, τη δουλειά τους! Πετάνε αυτές τις βόμβες πάνω από τα κάγκελα –ακούμε να σκάει ο τόπος, λες και είμαστε κομπάρσοι σε πολεμική ταινία. «Πεθαίνω μάνα μου!» ουρλιάζει ένας ψηλέας που έχει διπλωθεί σα σουγιάς. Πλησιάζω, τον κοιτάζω –μια χαρά φαίνεται, δεν έχει αίματα αλλά σφαδάζει. Κι άλλοι τριγύρω κλαίνε, κάτι κοπέλες ουρλιάζουν, υστερία κανονική. Το δέρμα μου ακόμα σκίζεται λουρίδες αλλά δε φοβάμαι πλέον. «Τι ήταν αυτά τα σκατά που μας ρίξανε;» απορεί ένα παιδί κρατώντας το κεφάλι του. «Ξέρω ΄γω; Αυτά δεν ήταν δακρυγόνα –τσουξογόνα ήτανε!» απαντάει κάποιος δίπλα του. Ανασαίνω αργά, μετράω, μειώνω τις εισπνοές –που θα πάει; Θα περάσει η επίδραση. Στο προαύλιο γίνεται του Αγιαννιού από τις πολλές φωτιές. Και απέξω ρίχνουν ασταμάτητα. Μπαίνω στο κτίριο, περνάω κόσμο που κουβαλάει πυρετωδώς, τζάμια σπάνε για να ανοίξουν πόρτες –ότι βρούμε, ότι μαζέψουμε, πυρομαχικά για να τους αντιμετωπίσουμε, υλικό για τις φωτιές, με περνάει μια ομάδα παιδιών αφηνιασμένων. «Ένα φαρμακείο, που στον πούτσο έχουν το φαρμακείο εδώ μέσα!» ουρλιάζουν. Υπάρχουν τραυματίες, έτσι φαίνεται. Κοιτάζω από τον πρώτο όροφο, οι μπάτσοι έχουν χαλαρώσει εκεί έξω. Μπορεί και να ξέμειναν από πυρομαχικά. Οι δικοί μας δεν σκοπεύουν να ξεμυτίσουν προς τους γύρω δρόμους –κάτω στο προαύλιο σέρνουν απρόθυμα τα πόδια τους. Αν δε γίνει τίποτα χοντρό θα περάσουμε ήσυχα τη νύχτα. Σταμπάρω κάτι τουαλέτες, μπαίνω μέσα και πλένομαι μανιωδώς –να ξεκολλήσω από πάνω μου τα χημικά. Αλλά το σκουριασμένο νερό χειροτερεύει τα πράγματα, λες και μας ρίξανε σαμπουάν οι κερατάδες –νιώθω τη γλίτσα να αφρίζει στο δέρμα μου. Δεν αντέχω άλλο, το νερό βρωμάει κατακίτρινο σαν κάτουρο, αγκαλιάζω τη χέστρα, βγάζω οτι έχω στο στομάχι μου, βγάζω και κάτι έξτρα από χολή. Πέφτω μετά στη μοκέτα ενός ανοιχτού γραφείου –ναρκώνομαι. Ακούω ένα κύμα που σκάει στα βράχια, μετά ρουφιέται κατά πίσω παρασέρνοντας την αμμουδιά –μέχρι να γυρίσει πάλι προς τα έξω. Συνέχεια το ίδιο πράγμα. Λες να φτάσει μέχρι εδώ το κύμα, να με κάνει μούσκεμα; Ξυπνάω γεμάτος αγωνία, απέναντί μου σαγρέ τοίχος χρώματος ακαθόριστου –πηχτή σκόνη σουλατσάρει κάτω από τη μύτη μου. Που πήγε το κύμα; Στήνω αυτί –κόσμος πηγαινοέρχεται στον κάτω όροφο μάλλον, κάτι γίνεται. Η μέση πονάει όσο σηκώνομαι, σκέφτομαι να ρίξω σιχαμένο νερό στα μούτρα μου μπας και ξυπνήσω, αλλά δεν θέλω να ρισκάρω με τα υπολείμματα των χημικών. Κατεβαίνω κρατημένα τις σκάλες. «Τι γίνεται ρε παιδιά;» «Συνέλευση στη Γκίνη». «Τέτοια ώρα;» «Γιατί; Τι έχει η ώρα;» «Ξέρω ΄γω; Πως πάει απέξω;» «Αλλαγή βάρδιας». Τους ακολουθώ μέχρι την αίθουσα της συνέλευσης. Δεν έχουμε τίποτα εδώ πέρα, κόβουμε το τσιγάρο στα δύο για να φτουρήσει, κανείς δε μπήκε προετοιμασμένος για κατάληψη. Νιώθω τα ξεραμένα χείλη του διπλανού μου πάνω στο φίλτρο του τσιγάρου μου, παραδίπλα μια κοπέλα την παίρνει ο ύπνος όσο κουβεντιάζει, κάμποσα πρησμένα μάτια, μωλωπισμένα μάγουλα από το ξύλο, στην πρώτη σειρά μερικά παιδιά έχουνε πάρει στάσεις αφύσικες. Μάλλον πονάνε, θλάσεις, μπορεί και κατάγματα –αλλά δεν το δείχνουν. Είμαστε εδώ και δεν μας νοιάζει τίποτα, ατσίγαροι, πεινασμένοι, λιωμένοι από την κούραση, χτυπημένοι –δε μας νοιάζει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έτσι είναι. Ένας γνωστός αναρχικός σκαρφαλωμένος στην έδρα. «Σύντροφοι, τα καταφέραμε. Είμαστε εδώ, δε δειλιάσαμε μπροστά τους, είμαστε ενωμένοι και θα αντέξουμε. Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε, τίποτα δεν μπορούν να μας κάνουν. Δεν φοβόμαστε να φωνάξουμε κόντρα στην αδικία, γιατί η αθώωση ενός ένστολου δολοφόνου είναι μεγαλύτερη αδικία από τις υπόλοιπες χαριστικές αποφάσεις που μας έχει συνηθίσει το ξεπουλημένο δικαστικό τους σύστημα. Η αθώωση ενός ένστολου δολοφόνου είναι η απροσχημάτιστη νομιμοποίηση της κρατικής βίας –δεν θα περάσει έτσι αυτό. Δεν θα το αφήσουμε να περάσει έτσι». «Καλά ξηγιέται», μουρμουρίζει ο διπλανός μου. «Κολοκύθια με τη ρίγανη! Λες και περιμέναμε από το σύστημα να κλείσει το μπάτσο του φυλακή!» πετάγεται ο παραδίπλα. «Κι αυτό θα πει οτι πρέπει να το καταπιούμε αμάσητο;» τον ρωτάει ο διπλανός μου. «Είπα εγώ κάτι τέτοιο; Να τους γαμήσουμε τους πούστηδες, να κάψουμε την Αθήνα. Αλλά για πάρτη μας, όχι επειδή αθωώθηκε ο μπάτσος!» «Κι ο κόσμος τι θα καταλάβει ρε φίλε; Πάλι αλήτες που τα καίνε για την πλάκα τους θα μας πούνε». «Έτσι θα σε λένε μια ζωή ρε κορόιδο –ότι κι αν κάνεις. Νομίζεις οτι νοιάζεται κανένας για σένα και τις απόψεις σου; Εδώ τους μιλάς κι αυτοί κοζάρουν τα ρούχα σου –γαμώ την αποκτήνωση γαμώ!» Ρουφάω την τελευταία τζούρα σκέτο χαρτί επειδή η κάφτρα έφτασε στο φίλτρο –έχουν δίκιο. Και ο ένας και ο άλλος. Όλοι δίκιο έχουμε. Γι΄αυτό δεν πρόκειται να το βρούμε πουθενά –έτσι δουλεύει η φάμπρικα αν θες να ξέρεις. Ανεβαίνουν κι άλλοι πάνω στην έδρα, λένε οτι οι συγκρούσεις με τους μπάτσους πρέπει να σταματήσουν, προτείνουν να δοθεί συνέντευξη τύπου αύριο, να βγει προκήρυξη –πολλά και διάφορα. Μετά η συνέλευση οργανώνει ομάδες περιφρούρησης, αναζητεί τίποτα πρόσκοπους με βασικές ιατρικές γνώσεις, ζητάει να μη σπάμε πράγματα έτσι για την πλάκα μας –οι ομιλητές εναλλάσσονται αλλά μιλάνε τη γλώσσα μας, δεν ενοχλούμαστε. Μέχρι και «συντρόφους» τους αφήνουμε να μας αποκαλούν, εμείς που στο άκουσμα της λέξης ψάχναμε κεσέδες γιαούρτι για φέρμα –ούτε αυτό πλέον δεν μας πειράζει. Είμαστε εδώ, είμαστε μαζί και κάνουμε κάτι. Είμαστε σύντροφοι σ΄αυτό το «κάτι». Όλα τ΄άλλα περιττεύουν. Παίρνω δεύτερη βάρδια περιφρούρηση κι ας τους εξηγώ οτι πρόλαβα να κοιμηθώ κάτι λίγο. Αυτό σημαίνει οτι η φάτσα μου είναι χάλια –μάλλον μοιάζω σα να ξεμύτισα μόλις από τον τάφο. Τέλος πάντων, αργότερα θα είμαι χειρότερα –δεύτερη βάρδια, ας γίνει έτσι. Κάθομαι στα σκαλιά με το τζάκετ κουμπωμένο, εκεί πέρα κατά Πατησίων δείχνει να ξημερώνει κι εγώ χρειάζομαι καθαρό αέρα. Τα δακρυγόνα έχουν κατακαθίσει και τα τσουξογόνα το ίδιο –καλά είμαι εδώ. Ένα κορίτσι με αλογοουρά και σκισμένο τζιν έρχεται δίπλα μου. «Θέλεις;» ρωτάει προτείνοντάς μου το πλαστικό της μπουκάλι. Θέλω σαν κολασμένος, το στόμα μου κοντεύει να ανοίξει από τη στέγνα. «Όχι, ευχαριστώ», λέω. Δεν μου πάει να της στερήσω το νερό. «Πιες ρε συ –τι τρέχει; Με σιχαίνεσαι;» γελάει το κορίτσι. «Ναι, αυτό είναι!» κάνω κι εγώ γελώντας. «Πιες, έχω κι άλλο μην ανησυχείς», λέει εκείνη. Παίρνω τελικά το μπουκάλι, πίνω, νιώθω καλύτερα –αρχίζω κι όλας να θυμάμαι πως νιώθουν οι άνθρωποι οι κανονικοί. Σταματάω όμως πριν κατεβάσω όλο το νερό –δεν έχω ψηθεί οτι έχει άλλο μπουκάλι. Της το δίνω πίσω. «Έλσα», μου λέει. «Υπάρχουν και χειρότερα», παρατηρώ. Γελάει. Πολύ όμορφα -ακούγεται σαν νερό που κυλάει στις πέτρες. «Δεν σε πίστεψα οτι έχεις άλλο μπουκάλι νερό», της λέω. «Και λοιπόν;» αναρωτιέται. «Λοιπόν –τίποτα. Απλά δεν το έφαγα αν θες να ξέρεις». «Φοβάσαι μη σε περάσουμε για κορόιδο;» χαμογελάει. «Ναι –κοίτα... Έτσι όπως είναι η κατάσταση... και το νερό σου ήπια και υποχρέωση δεν σου έχω... άρα; Ποιος περνιέται για κορόιδο εδώ πέρα;» Βγάζει ένα πακέτο Κάμελ, με κερνάει, κοιτάζω μέσα –έχει πάνω από 10 τσιγάρα. Παίρνω λοιπόν. «Κορόιδο είναι αυτός που ψάχνει για κορόιδα», μουρμουρίζει. «Εντάξει –δικός σου ο ρούμπος», επικροτώ. Καπνίζουμε αμίλητοι. «Δε με θυμάσαι, έτσι;» ρωτάει τελικά. Την κοιτάζω. Μαύρα στιλπνά μαλλιά, αδύνατη, νευρώδης, όμορφη αρκετά. Πολύ θα ήθελα να τη θυμάμαι –αλλά δεν... «Καλοκαίρι του ‘84», ψιθυρίζει. «Άγιος Στέφανος, κατασκηνώσεις...» Τρώω το φλας χειρότερα από υδρογονοβόμβα! Το καλοκαίρι του ’84 γνώρισα τον Τάκη, ήμουνα άψιλος, ο ξάδερφός μου δούλευε ομαδάρχης σε κάτι κατασκηνώσεις, πήρε κι εμένα μαζί του. Στην απέναντι σκηνή ένας περίεργος τύπος, μονόχνοτος, φωνακλάς. Ο Τάκης. Κολλήσαμε ατάκα κι επιτόπου –το γαμήσαμε και ψόφησε εκείνο το καλοκαίρι στην κατασκήνωση. Υπήρχε λοιπόν αυτό το κοριτσάκι –μαθήτρια Λυκείου ακόμα. Όμορφη, της την έπεσα σε κάτι κούνιες αλλά μικρή πολύ για τα γούστα μου. Κάποιο μπαλαμούτι –και τίποτα άλλο, γυρίσαμε Αθήνα, ντράπηκα για ότι είχα κάνει. Αν με βλέπανε τα ρεμάλια θα μου κρεμάγανε κουδούνια, «παιδεραστία», «εκμετάλλευση ανηλίκου» κι έτσι. Βγήκαμε ένα παντέρμο ραντεβού –μηδέν εις το πηλίκο, δε δέναμε ούτε με οξυγονοκόλληση. Της άρεσε ο Τζιμάκος, έλεγε συνέχεια στίχους του με ύφος γεμάτο δέος –ξέρναγα όσο την άκουγα. Πήρε δυο –τρία τηλέφωνα σπίτι, αν τύχαινε να το σηκώσω έκανα πως είμαι ο πατέρας μου και τη γείωνα. Αυτή ήταν η προϊστορία μου με την Έλσα. «Τι γίνεσαι ρε; Είσαι καλά;» λέω έκπληκτος –αυτό είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. «Ναι, καλά –μια χαρά», γελάει. «Χαθήκαμε», λέω βλακωδώς. «Εσύ χάθηκες», μου θυμίζει. «Ναι ... εγώ. Κοίτα....» Με σταματάει. «Δεν υπάρχει λόγος, μου στοίχισε λιγάκι αλλά κατάλαβα στο τέλος. Δεν κόλλαγες μαζί μου, εγώ ήμουνα πιτσιρίκι...» «Ναι, κάπως έτσι....» «Βέβαια αυτό δεν έδειχνες να σε πειράζει στην κατασκήνωση...» «Δίκιο έχεις δεν με πείραζε. Αλλά τίποτα δεν μας πειράζει μέχρι να μας πειράξει». «Εντάξει με ρούμπωσες εδώ, 1-1», γελάει. «Έτσι θα το πάμε; Πινγκ πονγκ;» αναρωτιέμαι. «Όχι αλλά εσύ ξεκίνησες να μετράς». Δεν έχω κάτι να απαντήσω, δεν έχω και όρεξη να σκεφτώ. Κοιτάζω λοιπόν πέρα τον ανοιχτό ορίζοντα –δηλαδή καγκελόπορτα κι απέναντι τοίχος. «Τι κάνεις εδώ μέσα;» βρίσκω να ρωτήσω τελικά. «Ήμουνα στη διαδήλωση, μας κυνήγησαν...» μουρμουρίζει. Μετά πέφτει πάλι μουγκαμάρα, ο αέρας δεν είναι πια τόσο άνετος εδώ έξω. «Έχω περιφρούρηση σε λίγο», λέω για να πω κάτι. «Μπράβο σου –να πας», με παροτρύνει. «Ρε Ελσάκι, σου φέρθηκα σκάρτα, δεν έχω δικαιολογία. Απλά να σου πω οτι δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο...» «Το ξέρω», με κόβει. «Εσύ ήσουνα ο μαλάκας που δεν ξέρει τι θέλει, το κατάλαβα αυτό. Και με βοήθησε πολύ». Πολύ ισορροπημένη την κόβω κι αυτό δεν είναι καλό. Επειδή, βλέπεις, όλα τα ψυχάκια δείχνουν εντελώς μπαλαντζαρισμένα μέχρι που, ένα πρωί, στήνονται από πάνω σου με το χασαπομάχαιρο περιμένοντας να ξυπνήσεις. Για όλους ισχύει αυτό, αλλά εμένα με απασχολούν περισσότερο τα κορίτσια. «Λοιπόν...» μουρμουρίζω όσο σηκώνομαι. «Ναι κι εγώ χάρηκα που τα είπαμε», χαμογελάει η Έλσα. Ειρωνεία ίσως –αλλά δε βαριέσαι; Ξεκινάμε από τα γραφεία των καθηγητών που έχουν οργανωθεί τώρα σε θάλαμο επιχειρήσεων, είμαστε πέντε –όλοι μας χάλια μαύρα. Ξέρω φατσικά τους τρεις, παιδιά της πλατείας αλλά ποτέ δεν είχαμε πάρε-δώσε. Μας έχουν ζητήσει να πιάσουμε την πλαϊνή πόρτα, επί της Στουρνάρη και να έχουμε το νου μας τριγύρω. Περπατάμε αμίλητοι. «Μην κλείσετε την πύλη», μας εξηγούν αυτοί που αντικαθιστούμε. «Αλλά προσέξτε μη σκάσουν τίποτα χαφιέδες». Ξημερώνει ανεπιστρεπτί κι απέξω είναι σκέτη νέκρα. Ένας ξανθός από τη βάρδια μου πασάρει το τσιγάρο του, μισό Πρινς, τον ευχαριστώ ενώ ήδη τραβάω τζούρα. «Ήσυχοι φαίνονται», παρατηρεί δείχνοντας τους μπάτσους στην Πατησίων. «Αφού βγήκε η νύχτα δεν πρόκειται να κάνουν κάτι στα φανερά», λέω εγώ. «Η πλατεία είναι ακόμα ανοιχτή;» ρωτάει κάποιος άλλος της βάρδιας. «Έτσι δείχνει», λέει ένας νιου γουέιβ που αγναντεύει σκαρφαλωμένος στα κάγκελα. «Λες να θέλουν να μαζευτούμε όλοι και να μας πηδήξουν μετά;» αναρωτιέται ο ξανθός. «Μπα, μάλλον για ανοργανωσιά το κόβω», υποστηρίζω. Δεν είμαι και σίγουρος αλλά δεν υπάρχει λόγος να το δείξω. «Έρχονται κατά δω!» φωνάζει ο σκαρφαλωμένος. Μαγκώνουμε, η πρώτη σκέψη να το βάλουμε στα πόδια –δε γίνεται λόγω παγωμάρας. Η δεύτερη σκέψη να ειδοποιήσουμε, αλλά τι να πούμε; Σκάμε μύτη επιφυλακτικοί έξω από την πύλη, μια διμοιρία κάνει παρέλαση στο πεζοδρόμιο. «Πάω να φωνάξω τους άλλους. Θα τους γαμήσουμε!» πετάγεται ένας της βάρδιας. «Κάτσε στ΄αυγά σου», μουγκρίζει ο ξανθός. «Είναι λίγοι δε θα κάνουν τίποτα. Μπορεί να τους στείλανε να ψάξουν γι΄αφορμή». Μπαίνουμε από μέσα και περιμένουμε. Κοιταζόμαστε να σιγουρευτούμε οτι δε φαίνεται ο φόβος μας –παίρνουμε κουράγιο. Η διμοιρία φτάνει έξω από την πύλη και παρατάσσεται. Στα 10 μέτρα από μας, κάτω από το πεζοδρόμιο. Αμίλητοι. «Λες να ήρθαν για βούτα;» ψιθυρίζω στον ξανθό. «Θα δείξει», απαντάει και κάνει μισό βήμα πίσω. «Οπλισμό αναλαβα-τέ!» γαβγίζει ο διμοιρίτης. Τα γκλοπς βγαίνουν φόρα-παρτίδα, οι ασπίδες σηκώνονται. «Εφ ενός –ζυγού!» γκαρίζει ο διμοιρίτης. Οι Ματατζήδες ανοίγονται μπροστά μας σα βεντάλια. «Αριθμη-σα-τέ!» τσιρίζει ο διμοιρίτης. «Ένα». «Δυο». «Τρία». «Τέσσερα!» φωνάζει ο σκαρφαλωμένος νιου γουέιβ. «Πέντε!» συνεχίζει ο ξανθός. «Εφτά!» λέω εγώ, επειδή είναι το τυχερό μου νούμερο. «Σκασμόοοος!» ουρλιάζει ο διμοιρίτης. «Εμείς ή εσείς;» πετάγεται ο ξανθός. Και πέφτουν κάτι γέλια χαλαρωτικά –λύνονται τα δεμένα στομάχια μας. Οι μπάτσοι απέναντι αρχίζουν να κοπανάνε τα γκλοπς στις ασπίδες εκκωφαντικά. «Ησυχία ρε, θα ξυπνήσετε τους γείτονες!» φωνάζει ο νιου γουέιβ. Απότομα ησυχάζουν –κοιταζόμαστε. «Βγάλτε τώρα τα κράνη και ξύστε τα κεφάλια σας!» φωνάζει ο νιου γουέιβ. Γυρίζουμε όλοι προς το μέρος του. «Είπα... αφού έπιασε την πρώτη φορά –γιατί να μην πιάσει και τη δεύτερη;» απολογείται. Κοιτάζουμε τους μπάτσους κι αυτοί κοιτάζουν εμάς. Η φασαρία που έκαναν προηγουμένως έχει φέρει μπόλικα παιδιά στην πύλη, εμείς όμως μένουμε μπροστά –παγωμένοι. Από πίσω αρχίζουν τα πουστριλίκια. «Μην τους ρίξετε τίποτα!» ουρλιάζει δίπλα μου ο ξανθός. «Όχι τσαμπουκάδες -είναι δικά μας τα παιδιά! Φίλοι μας!» Καταλαβαίνω που το πάει, πιάνω το μπράτσο του διπλανού μου κι εκείνος κάνει το ίδιο με τον δίπλα του –κάνουμε μια μικρή αλυσίδα. Έχω ακούσει οτι για να ψαρώσεις τα αγριόσκυλα πρέπει να τα κοιτάς στα μάτια επίμονα –διαλέγω λοιπόν έναν απέναντί μου και τον καρφώνω στα ίσα. Του παίρνει ένα λεπτό μέχρι να με σταμπάρει, είναι χοντρούλης και με κοζάρει άγρια, δεν τραβάω τα μάτια μου. Πάει κάτι να πει, το μετανιώνει –τώρα ξέρω, έχουν κι αυτοί οδηγίες. Παίζουμε το παιχνιδάκι για κάνα δίλεπτο, μετά γυρίζει να κοιτάξει αλλού αμήχανος. Σας τη φέραμε πούστηδες, σκέφτομαι από μέσα μου και κρατιέμαι να μη γελάσω. Σε λίγο οι μπάτσοι φεύγουν αθόρυβα –οι δικοί μας αρχίζουν τα γαμωσταυρίδια. Χαλαρώνω το κράτημά μου, αφήνω τον διπλανό –μη μας παρεξηγήσουν κιόλας. Πέφτουν τότε πάνω μας μερικοί από τους ψημένους, βετεράνοι των καταλήψεων κι έτσι. «Τι έγινε, τι θέλανε;» «Μούρη ήρθανε να πουλήσουν, μπας και γίνει τζερτζελές». «Σας είπαν τίποτα;» «Τι να μας πουν; Οτι συμπαραστέκονται στον αγώνα μας και κατανοούν τα δίκαια αιτήματά μας –αυτά!» «Έτσι ε; Μπράβο μάγκες, ψύχραιμα ξηγηθήκατε. Δε θέλουμε φασαρίες άνευ λόγου και αιτίας». Μετά αποχωρούν, οι βετεράνοι, οι περίεργοι και όλοι γενικώς. Ξαναμένουμε μόνοι. «Χέστηκα πάνω μου! Λέω ‘να δεις, τώρα θα σκάσει το τανκ και θα με πατήσει’!» μονολογεί ο νιου γουέιβ ακόμα στα κάγκελα. «Έχασες την ευκαιρία να γίνεις ήρωας μάγκα μου», παρατηρεί ο ξανθός. «Τι λε ρε;» διαμαρτύρεται ο νιου γουέιβ. «Έχω ραντεβού με μια γκόμενα το απόγευμα, πως θα πήγαινα πατημένος και τσαλακωμένος;» «Από τη στιγμή που μπήκανε στη μέση τα γκομενικά, γαμήθηκε το κίνημα», σχολιάζει κάποιος άλλος της βάρδιας. «Έχω τσιγάρο και δίνω», ανακοινώνει ο πιο λιγόλογος της βάρδιας, πέφτουμε όλοι πάνω του –σκέφτομαι οτι αν μου έλεγε κάποιος, να πηδήξω ή να καπνίσω, αυτή τη στιγμή θα προτιμούσα αβλεπί το δεύτερο. Κοντεύει πλέον να μεσημεριάσει αλλά κανένα μαγαζί δεν έχει ανοίξει. Έχουμε ανάγκη τον ήλιο να μας παρηγορήσει, κρυώσαμε πολύ μέσα στη νύχτα. Λιαζόμαστε σαν κάμπιες σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα, οι μπάτσοι όλο κάτι κάνουν και τίποτα δεν γίνεται. Μας ρίξανε δυο τρεις φορές, έτσι για τα μάτια του κόσμου, αλλά δεν σοβάρεψε το πράγμα όπως χτες βράδυ. Τους βρίσαμε κι εμείς, τα τυπικά, μετά ασχοληθήκαμε με τα πανό και ξεχαστήκαμε. Περπατάω με την Έλσα στο πίσω μέρος του Ιδρύματος, έχει κάτι παρτέρια παρατημένα, σκατά σκύλων, κεσεδάκια με μισοφαγωμένες αηδίες –ρομαντζάρουμε γενικώς. Τη βρήκα κάποια φάση στα σκαλιά, μόνη της να κοιτάζει τα κορδόνια των Κονβέρς της. Πρότεινα να κάνουμε μια βόλτα επειδή ένιωθα άσχημα απέναντί της. Μαλακίες, αλλά έτσι είναι. «Δε σε έχω δει στην πλατεία», μουρμουρίζω. «Τον τελευταίο χρόνο συχνάζω». «Γι΄αυτό. Εγώ είμαι σε φάση να το κόβω το άθλημα». «Ναι καλά κάνεις. Γεράσατε –τόπο στα νιάτα». «Πες το κι έτσι». «Πως αλλιώς να το πω; Πάντα αυτή την ηλικία βάζεις ανάμεσά μας». «Δεν έχεις δίκιο... δηλαδή... έτσι ήταν πριν πέντε χρόνια. Τώρα έχεις γίνει....» «Γυναίκα; Γκόμενα; Τι ακριβώς;» «Όλα αυτά». «Και λοιπόν;» «Και λοιπόν –τίποτα. Εγώ...» «Είσαι σε άλλη φάση –το καταλάβαμε!» «Πουθενά δεν είμαι, σκατά είμαι. Αλλά και πουθενά δεν θέλω να βρεθώ...» «Καλά εντάξει». «Όχι ‘εντάξει’! Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι!» «Εντάξει είπαμε! Δε σου ζητήσαμε να μας γαμήσεις κιόλας ρε τύπε!» «Όχι; Κρίμα!» Μου τραβάει μια ξεγυρισμένη τσιμπιά στο μπράτσο, με ξεραίνει. Ωραία! Μπλέξαμε πάλι. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή ακούμε ένα βουητό λες και προσγειώνεται Μπόινγκ 7-47, κοιταζόμαστε τρομαγμένοι. «Κάτι γίνεται μπροστά», λέω. «Πάμε», απαντάει. «Εσύ κάτσε στα πλάγια –μη μπλέκεσαι», μου ξεφεύγει. «Προστασία στις γκόμενές σου!» με καρφώνει κανονικά εκείνη. Ξεκινάω να τρέχω για μπροστά –βαρέθηκα –δεν πάει να φάει το κεφάλι της; Στρίβω από τη γωνιά του κτιρίου και αντικρίζω το απίστευτο. Η πύλη της Στουρνάρη έχει γίνει κανονική ζωοπανήγυρης –κόσμος μπαίνει, κόσμος κουβαλάει, κόσμος χαιρετάει, κόσμος πολύς. Μαλάκα μου αυτή δεν είναι κατάληψη –αυτό είναι τσάρκα στην πλατεία του χωριού, Κυριακή απόγευμα! Και είναι ακόμα μόνο Σάββατο –φαντάσου! Αρπάζω κάτι περαστικούς ινδιάνους που χοροπηδάνε, τους βάζω το μαχαίρι στο λαιμό, να μάθω τα καθέκαστα. Λοιπόν, όλος αυτός ο κόσμος έρχεται να ενισχύσει την κατάληψη, άλλοι θα μείνουν, άλλοι θα μας ταΐσουν και θα κουβαλήσουν προμήθειες, άλλοι μας φέρνουν τσιγάρα –μόνο τίποτα γυναίκες για την ξεκούραση των πολεμιστών δεν έμαθα αν φέρνουν, δε ρώτησα, ντράπηκα. Και οι Οικολόγοι Εναλλακτικοί θα κάνουν συνέλευση μέσα στο Ίδρυμα –σοβαρό πράγμα αυτό, καθότι πλέον κόμμα της βουλής και με τη βούλα οι Οικολόγοι! «Τι λέτε ρε παιδιά;» «Αυτά που ακούς!» «Δηλαδή μιλάμε για νέο Πολυτεχνείο –μόνο η χούντα μας λείπει!» σχολιάζω. Με κοιτάνε περίεργα. «Η ποια μας λείπει;» Ξεκαρδίζομαι. «Έλα ντε! Μαλακία είπα! Τουλάχιστον όμως δεν έχουμε Κνίτες!» «Μην κακομελετάς φιλαράκι!» Κι εξαφανίζονται μέσα στο πανηγύρι. «Ελάτε όλοι στη συνέλευση!» «Συνέλευση στη Γκίνη!» «Τώρα!» «Πάμε όλοι!» Ακολουθώ τον κόσμο, σπρωχνόμαστε, πέφτουν καρπαζιές σύννεφο, κοροϊδευόμαστε –κάτι πάνκηδες χοροπηδάνε στις σκάλες και πετάνε τον κόσμο κάτω, πάρτι κανονικό. Έξω από τη Γκίνη έχει μια ουρά, άστα να πάνε! Ούτε μπακλαβάδες να μοιράζανε! Ο κόσμος δυσανασχετεί. «Άντε ρε οι μπροστινοί να μπούμε μέσα!» «Δε βάνει άλλους αδερφάκι!» «Σπρώξε γαμώτο!» «Με σπρώχνετε ρε!» Κοντεύουμε να ρίξουμε τις πόρτες, στο άνοιγμα σκάνε κάτι μουσάτοι κι αρχίζουν να τσιρίζουν, δεν ακούμε τίποτα. «Στο ΜΑΧ ρε!» «Ποιο ΜΑΧ;» «Το αμφιθέατρο!» «Άντε γρήγορα –μεταφέρεται η συνέλευση!» «Τι συνέλευση είναι αυτή που μεταφέρεται;» «Περιπλανώμενος θίασος». «Αφού δε χωράμε!» «Να βγάλουμε τα ρούχα μας μπας και χωρέσουμε;» «Μόνο τα παπούτσια σου μη βγάλεις γιατί θα μείνεις μόνος με το προεδρείο». Μπουρδουκλωνόμαστε, πέφτουμε, σηκωνόμαστε –αλλά τελικά τρυπώνουμε στο ΜΑΧ. Πιάνω στασίδι και περιμένω. Άκου κάτι. Είμαστε όλοι εδώ, το ήξερα από χτες βράδυ αλλά σήμερα σιγουρεύτηκα. Κοιτάζω τριγύρω, φάτσες δικές μου, μ΄εκείνον είχαμε τρακαριστεί πριν κάτι χρόνια στο Χημείο, με τον άλλο έχουμε βάλει πλάτες σε καταμέτρηση της Νομικής, να κρατήσουμε το μπλοκ, να μη μας λιώσουν –δες, εκεί πέρα χαβαλεδιάζει η παρέα του Άρη, παραδίπλα οι Βοτανικιώτες, στην πόρτα οι Παγκρατιώτες, αναπνέει όλη η Αθήνα σ΄αυτό το αμφιθέατρο. Θέλω να τους χαιρετίσω όλους, δε γίνεται –είναι πολλοί, είναι όλοι! Κοιτάζω χαμηλά, δίπλα στην έδρα –μια παρέα μόνων, βλογιοκομμένων από πρέζες και παρόμοιες χημείες. Δικοί μας ήτανε κι αυτοί, πέσανε στον άσχημο δρόμο –ξαναγύρισαν. Δε θα γλιτώσουν στο τέλος, αλλά μια παράταση την πήρανε όσο να πεις. Από πάνω, δίπλα στα σπασμένα παράθυρα με φωνάζουν. Ο Τόλης ο μπασίστας, κάπου τριγύρω θα σουλατσάρουν οι υπόλοιποι ΜΑΝΑ ΜΠΑΝΤΑ. «Τι γίνεται μουνάκι; Τι ζητάς εδώ; Ήρθες να μαζέψεις τη μάνα σου;» «Γι΄αυτό ήρθα αλλά άκουσα οτι η δικιά σου ξεκίνησε περίοδο προσφορών». «Όσο και να ρίξει την τιμή δε σε παίρνει ρε ψωμόλυσσα!» «Σύνελθε δικέ μου για τη μάνα σου μιλάμε! Αυτή πληρώνει εμένα όχι εγώ εκείνη!» «Δε σε πληρώνει ηλίθιε! Μεροκάματο της μάνας σου είναι τα λεφτά –στα δίνει επειδή η δικιά σου δεν προλαβαίνει να σηκώσει κεφάλι από τις πίπες!» «Τουλάχιστον η δικιά μου πνίγεται στη δουλειά –ενώ η δικιά σου κοπανάει μύγες». «Πνίγεται κυριολεκτικά –ξαναπέστο αυτό!» Αγκαλιαζόμαστε, η στιχομυθία μπορεί να συνεχιστεί για ώρες. Παρακάτω κόσμος χαιρετιέται, άνοιξαν τα ανήλιαγα υπόγεια και ξεβραστήκαμε όλοι έξω, το είχαμε ανάγκη ως φαίνεται. Ραχιτικοί, χλωμοί, φοβισμένοι –χρειαζόμασταν το φως από τις καρδιές των δικών μας ανθρώπων. Είμαστε όλοι εδώ σου λέω και δεν πρόκειται να το κουνήσουμε. Το παιδί με τα ράστα μαλλιά ανεβαίνει στο τραπέζι και κουνάει τα χέρια του για να κοπάσει η χάβρα. Σωπαίνουμε πρόθυμα. Η συνέλευση αρχίζει. |